Ολη η
ακτινογραφία της πλήρους κατάρρευσης μιας
οικονομίας είχε αποτυπωθεί και βρει αντανάκλαση
στην ελληνική χρηματαγορά. Θυμίζουμε ότι στα
μέσα του 2007 λίγο πριν από το ξέσπασμα της
μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης ο γενικός
δείκτης στην Αθήνα διαπραγματευόταν στις 4.900
μονάδες. Στις αρχές του 2009 όλα τα
χρηματιστήρια κατέγραφαν απώλειες λόγω της
κατάρρευσης της Lehman Brothers, το δικό μας
είχε όμως τη μεγαλύτερη πτώση (-63%) και
υποχώρηση του δείκτη στις 1.780 μονάδες. Λίγους
μήνες μετά «αυτονομηθήκαμε» ακόμα περισσότερο.
Στην κορύφωση της χρηματιστηριακής κατάρρευσης
τον Ιούνιο του 2012, ο γενικός δείκτης έκλεισε
στις 476 μονάδες, στο χαμηλότερο σημείο από το
1990. Ηταν η εποχή που πρακτικά δεν είχαμε
εγχώρια κεφαλαιαγορά.
Δώδεκα
χρόνια μετά το Χρηματιστήριο προσεγγίζει ξανά
τις 1.500 μονάδες. Η συνολική κεφαλαιοποίηση
έχει ξεπεράσει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, που
είχε να δει από τις αρχές Νοεμβρίου του 2009. Η
μέση αξία των συναλλαγών στο πρώτο τρίμηνο
ξεπέρασε τα 146 εκατ. ευρώ, επίδοση που έχουμε
να δούμε ακόμα πιο πίσω, από τα χρόνια πριν την
κατάρρευση της Lehman Brothers. Αλλά και τα
οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων, η
πραγματική τους δηλαδή κατάσταση, δείχνουν να
ακμάζουν. Τα καθαρά κέρδη του 2023 για τις
εισηγμένες έφτασαν τα 10,8 δισ. ευρώ. Οι μέτοχοί
τους θα απολαύσουν μερίσματα που μπορεί και να
προσεγγίσουν τα 4 δισ. ευρώ και τα κρατικά
ταμεία γενναίες εισπράξεις φόρων.
Κι όμως
ακόμα και τώρα, ο επενδυτής του 2007 που έβαλε
100 ευρώ στο ελληνικό χρηματιστήριο, δεν παίρνει
τα λεφτά του πίσω. Ούτε καν τα μισά. Ούτε λόγος
για κέρδος. Αντίθετα, αν επέλεγε τα μεγάλα
χρηματιστήρια παγκοσμίως θα συνέχισε να αυξάνει
τα κέρδη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην
εβδομάδα που μας πέρασε, ο πανευρωπαϊκός Stoxx
600 αλλά και ο δείκτης FTSE 100 του Λονδίνου
βρέθηκαν σε ιστορικά υψηλά.
Η
διαφορά δηλαδή παρά τη βελτίωση παραμένει
μεγάλη. Αυτοί τρέχουν επί 15 χρόνια. Εμείς μόλις
τα τελευταία 3-4 χρόνια, προσπαθούμε να
κλείσουμε την ψαλίδα. Δεν πρέπει να μας
διαφεύγει ότι η χώρα απέκτησε μόλις πριν από
οκτώ μήνες την επενδυτική βαθμίδα, μετά από 13
χρόνια στην επενδυτική απομόνωση.
Οι προοπτικές υπάρχουν, αλλά προφανώς κανείς δεν
μπορεί να εξασφαλίσει τα μελλούμενα. Εδώ ισχύει
η φράση του πολυεκατομμυριούχου Γουόρεν Μπάφετ,
ότι «ο πιο χαζός λόγος για να αγοράσεις μια
μετοχή, είναι επειδή ανεβαίνει».
Νίκος
Φιλιππίδης (Το Βήμα) |