Ενα νέο
ενημερωτικό σημείωμα της UNESCO προβάλλει
πρόσφατες έρευνες που αποδεικνύουν πόσο
σημαντική είναι η υψηλής ποιότητας πληροφόρηση
για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, της
κοινωνίας και της δημοκρατίας. Νέες μελέτες στις
οικονομικές και τις πολιτικές επιστήμες
χρησιμοποιούν αυστηρές μεθόδους για να
επιβεβαιώσουν τελικά αυτό που οι δημοσιογράφοι
ήδη γνώριζαν: ότι η δουλειά τους έχει θετική
επίδραση στους δημοκρατικούς κανόνες, στη
συμμετοχή των πολιτών και στην κυβερνητική και
εταιρική λογοδοσία. Οικοδομώντας κοινωνική
εμπιστοσύνη και προωθώντας τα ανθρώπινα
δικαιώματα, η σοβαρή και αξιόπιστη δημοσιογραφία
στηρίζει επίσης τις οικονομικές επιδόσεις και τη
βιώσιμη ανάπτυξη.
Η
δημοσιογραφία υψηλής ποιότητας εξακολουθεί να
είναι πιο αποτελεσματική από τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης όσον αφορά τη διάδοση ακριβών και
αξιόπιστων ειδήσεων. Παρότι η τεχνολογία μπορεί
να ενισχύσει τη διάδοση της καλής πληροφορίας,
επί του παρόντος κάνει το αντίθετο. Οι μεγάλες
ψηφιακές πλατφόρμες υποβαθμίζουν τακτικά τις
ειδήσεις, ισχυριζόμενες ότι οι χρήστες
ενδιαφέρονται περισσότερο για άλλες κατηγορίες
περιεχομένου. Ωστόσο, τα στοιχεία του Pew
Research Center δείχνουν ότι η κατανάλωση
ειδήσεων σε όλες τις πλατφόρμες παραμένει
σταθερή (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) από το 2020. Και
με περισσότερους ανθρώπους να ψηφίζουν σε
εκλογές φέτος από ποτέ άλλοτε, δεν υπήρξε ποτέ
μεγαλύτερη ανάγκη για ποιοτική ενημέρωση.
Ομως
αυτό το δημόσιο αγαθό είναι απίθανο να παρέχεται
επαρκώς σε μια ελεύθερη αγορά. Οι κυβερνήσεις,
ιδίως, έχουν ευθύνη να διασφαλίζουν την παροχή
δημόσιων αγαθών. Για να καταστεί δυνατή η υψηλής
ποιότητας δημοσιογραφία απαιτούνται νομικά
καθεστώτα που προστατεύουν την ελευθερία της
έκφρασης και το «δικαίωμα να πεις». Αλλά αυτό
δεν αρκεί. Για να μπορούν οι δημοσιογράφοι να
κάνουν τη δουλειά τους, πρέπει επίσης να
υπάρχουν νόμοι και μηχανισμοί επιβολής που να
διασφαλίζουν το δικαίωμα πρόσβασης στις
πληροφορίες: το «δικαίωμα να γνωρίζεις». Ενώ
πολλές χώρες έχουν ψηφίσει τέτοιους νόμους,
σπάνια εφαρμόζονται.
Τα
παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αποτελούν βασικό
κομμάτι του οικοσυστήματος των μέσων ενημέρωσης
και χρειάζονται συνεχή υποστήριξη· το ίδιο όμως
ισχύει και για τα μικρότερα μέσα ενημέρωσης και
για εκείνα που απευθύνονται σε
υποεξυπηρετούμενες περιοχές. Ορισμένες πολλά
υποσχόμενες ιδέες για τη στήριξη της
δημοσιογραφίας περιλαμβάνουν την παροχή ειδικών
κονδυλίων ή φοροελαφρύνσεων (όπως είναι οι
στοχευμένες μειώσεις του ΦΠΑ) και την έκδοση
κουπονιών συνδρομής σε μέσα ενημέρωσης. Στη
διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνήσεις σε όλο
τον κόσμο δρομολόγησαν παραλλαγές αυτών των
πολιτικών, δημιουργώντας έτσι ένα ευρύ φάσμα
μοντέλων που μπορούν τώρα να μιμηθούν.
Ενα άλλο
κρίσιμο βήμα είναι να διασφαλιστεί ότι οι
δημοσιογράφοι αποζημιώνονται κατάλληλα για τη
δουλειά τους. Δεδομένου ότι οι εταιρείες
τεχνολογίας δεν παράγουν οι ίδιες ειδήσεις, δεν
έχουν τρόπο να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των
χρηστών για υψηλής ποιότητας ειδήσεις και
αποτελέσματα αναζήτησης χωρίς το περιεχόμενο που
παρέχουν οι δημοσιογράφοι. Ωστόσο, εδώ και καιρό
χρησιμοποιούν περιεχόμενο που παράγεται από
δημοσιογράφους χωρίς να προσφέρουν μεγάλη (ή και
καθόλου) αποζημίωση, στερώντας έτσι από τα μέσα
ενημέρωσης μια σημαντική πηγή εσόδων: τη
διαφήμιση. Αυτός ο κύκλος καταστρέφει το
οικοσύστημα πληροφόρησης από το οποίο εξαρτώνται
τόσο αυτά όσο και η κοινωνία μας.
Μια
γενική αρχή στα οικονομικά είναι ότι χωρίς
δημόσια στήριξη θα υπάρχει υποπροσφορά δημόσιων
αγαθών. Δυστυχώς, η ποιοτική δημοσιογραφία
μετατρέπεται γρήγορα σε Πειστήριο Νο 1 αυτής της
αρχής, παρά τις επιστημονικές έρευνες που
αποδεικνύουν τη σημασία της. Το επιχειρηματικό
μοντέλο της δημοσιογραφίας απειλείται από την
άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης και τη δύναμη των
τεχνολογικών μονοπωλίων που διανέμουν ειδήσεις
χωρίς να πληρώνουν ένα δίκαιο τίμημα γι’ αυτές,
και αυτό συμβαίνει ακριβώς την ώρα που η
παραπληροφόρηση και η πολιτική πόλωση μεγεθύνουν
τους κινδύνους της παρακμής της δημοσιογραφίας.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχει μια εντεινόμενη αίσθηση
ότι η δημοκρατία παρακμάζει. Ενα σημαντικό βήμα
προς την αντιστροφή αυτού του φαινομένου είναι η
ενίσχυση της στήριξης της ποιοτικής
δημοσιογραφίας, ξεκινώντας άμεσα. Το κόστος της
αδράνειας μπορεί να είναι τεράστιο.
Η Ανια
Σίφριν είναι διευθύντρια του Τμήματος
Τεχνολoγίας, ΜΜΕ και Επικοινωνίας στη Σχολή
Διεθνών και Δημοσίων Σχέσεων του Πανεπιστημίου
Columbia.
Ο Ντίλαν
Γκρόουβς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών
Επιστημών στο Lafayette College.
Ο Τζόζεφ
Στίγκλιτς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της
Παγκόσμιας Τράπεζας και πρώην επικεφαλής του
Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου
των ΗΠΑ, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Columbia και βραβευμένος με Νομπέλ Οικονομίας
Premium
έκδοση ΤΑ ΝΕΑ |