Από τα
μέσα του 1980, το ειδικό βάρος της πολιτικής
συνοχής στον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι
αυξημένο. Ιστορικά, ο λόγος για αυτό ήταν η
πεποίθηση ότι η ενίσχυση των πιο αδύναμων
περιφερειών μπορεί να αντισταθμίσει τις
συνέπειες της εσωτερικής αγοράς.
Δύο
σημεία χρήζουν προσοχής. Πρώτον, η πολιτική
συνοχής δεν είναι προνοιακή: οι πόροι
κατευθύνονται σε έργα υποδομής και προγράμματα
αναβάθμισης του ανθρώπινου κεφαλαίου με στόχο
την ανάπτυξη των περιφερειακών οικονομιών. Για
παράδειγμα, οι πολιτικές συνοχής την περίοδο
2021-2027 θα καθοδηγούνται από πέντε κύριους
στόχους που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων δράσεις
για το κλίμα, τα στρατηγικά δίκτυα, την
καινοτομία και την ψηφιοποίηση, την ποιοτική
απασχόληση, την εκπαίδευση, την υγειονομική
περίθαλψη, και τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη.
Δεύτερον, οι πολικές συνοχής δεν ωφελούν μόνο τα
φτωχότερα κράτη μέλη: η πολιτική συνοχής είναι
περιφερειακή, άρα σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν
περιφέρειες που μπορεί να έχουν πρόσβαση στα
σχετικά κονδύλια που προέρχονται από κάποιο από
τα διαφορετικά διαθρωτικά
ταμεία. Συγκεκριμένα, τα κονδύλια από
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο+ και από το Ευρωπαϊκό
Ταμείο Περιφερειακής ανάπτυξης κατανέμονται σε
τρεις κατηγορίες περιφερειών (λιγότερο
ανεπτυγμένες, πιο ανεπτυγμένες, σε μεταβατικό
στάδιο), ενώ μόνο ορισμένες
χώρες επωφελούνται από το Ταμείο Συνοχής,
και ορισμένες περιφέρειες με συγκεκριμένες
ανάγκες λαμβάνουν ειδική χρηματοδότηση (πχ
αραιοκατοικημένες). Τέλος, όλες οι χώρες
επωφελούνται από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.
Το 2001,
οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι από τα διαρθρωτικά
ταμεία σε απόλυτα μεγέθη ήταν η Ισπανία (7 δις),
η Γερμανία (3,5 δις), και η Ελλάδα (2,9 δις). Ως
ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος,
στην πρώτη θέση ήταν η Ελλάδα (1,9%), ενώ η
Πορτογαλία (1,5%), η Ισπανία (1%) και η Ιρλανδία
(0,6% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), οι
άλλες «χώρες συνοχής», ακολουθούσαν σε κάποια
απόσταση.
Η
διεύρυνση του 2004 επέφερε μεγάλες αλλαγές στην
κατάταξη. Στο εξής, ένας στους τρεις πολίτες της
ΕΕ θα ζούσε πλέον στις φτωχότερες περιφέρειες
σύγκλισης. Όπως αναμενόταν, έκτοτε το μερίδιο
των τεσσάρων παραδοσιακών «χωρών συνοχής»
μειώνεται συνεχώς, ενώ αντίθετα αυξάνεται το
μερίδιο των νέων κρατών μελών. Το 2021, στις
πρώτες θέσεις των ωφελημένων ήταν η Ουγγαρία
(2,6% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), η
Πολωνία (2,4%), η Λιθουανία (2,2%), και η
Σλοβακία (2,2%). Η Ελλάδα ήταν στην 12η θέση
(1,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος). Στην
τελευταία θέση, η Ολλανδία εισέπραττε κονδύλια
συνοχής που αντιστοιχούσαν σε μόνο 0,02% του
ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος.
Ο βαθμός
στον οποίο οι πολικές συνοχής έχουν μειώσει τις
κοινωνικές και οικονομικές διάφορες στην Ένωση
δεν είναι βέβαιος. Η Ελλάδα, από το 1981 που
προσχώρησε στην τότε ΕΟΚ, υπήρξε ιδιαίτερα
ευνοημένη από τη λειτουργία των Διαρθρωτικών
Ταμείων και της πολιτικής συνοχής. Είναι
χαρακτηριστικό, ότι σήμερα, παρά την ένταξη των
νέων κρατών μελών στην ΕΕ, και εξαιτίας της
μεγάλης μείωσης των δημοσίων επενδύσεων μετά το
2010, 80% των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα
είναι συγχρηματοδοτούμενο.
Η Χρύσα
Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος της Ερευνητικής
Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής
& Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
Ο Μάνος
Ματσαγγάνης είναι Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής
του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής
Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ, Υπότροφος της Έδρας
«Σταύρος Κωστόπουλος», και Καθηγητής Δημόσιας
Οικονομικής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |