Επτά σιδηροδρομικά
ατυχήματα έγιναν στην
Ελλάδα το 2022, ευτυχώς
χωρίς θύματα. Γι’ αυτό
και δεν ανησύχησε
κανείς. Επρεπε να
μετράμε δεκάδες νεκρούς
για να δούμε τις
παθογένειες του
σιδηροδρομικού δικτύου,
την έλλειψη στοιχειωδών
συστημάτων ασφαλείας
κ.λπ. Τρόπος του λέγειν
«μετράμε νεκρούς». Ούτε
αυτό μάλλον δεν θα
καταφέρουμε.
Εσχάτως κυκλοφορεί μια
παρηγορητικού τύπου
θεωρία ότι η Ελλάδα
μαθαίνει από τις
τραγωδίες. Βεβαίως τις
πυρκαγιές με τους 87
νεκρούς το 2007,
ακολούθησε η πυρκαγιά
στο Μάτι το 2018 με 104
νεκρούς. Αλλά
τουλάχιστον μετά την
τραγωδία των Τεμπών με
21 μαθητές νεκρούς
τέλειωσε η εθνική οδός
Αθηνών – Θεσσαλονίκης
και καμαρώνουμε για τη
«σύγχρονη ΠΑΘΕ» που
αποκτήσαμε.
Ξεχνάμε όμως κάτι
βασικό. Το μεγάλο
έγκλημα (και μεγάλο δώρο
στους εργολάβους) ήταν
ότι η Αθηνών –
Θεσσαλονίκης φτιάχτηκε
πάνω στην παλιά εθνική
οδό, με αποτέλεσμα να
μην υπάρχει εναλλακτική
διαδρομή. Σε όλο τον
κόσμο οι καινούργιες
οδικές αρτηρίες
χαράσσονται εκ νέου, για
πολλούς λόγους. Πρώτον,
γιατί οι ανάγκες του
1950 –όταν χαράχτηκε η
παλιά εθνική οδός– ήταν
εντελώς διαφορετικές από
τις ανάγκες του 2000 που
φτιάχτηκε ο νέος δρόμος.
Δεύτερον και κυριότερο,
για να υπάρχει μια
εναλλακτική οδός. Κάθε
φορά που διπλώνει μια
νταλίκα στη νέα εθνική
οδό, η χώρα κόβεται στη
μέση για ώρες ή μέρες.
Τρίτον, για λόγους
ασφαλείας. Αυτήν τη
στιγμή στους βοηθητικούς
δρόμους της νέας Αθηνών
– Λαμίας (πολλοί από
τους οποίους σταματούν
ξαφνικά) κυκλοφορούν,
μέσα σε χωριά,
εκατοντάδες νταλίκες που
δεν θέλουν να πληρώσουν
διόδια.
Βεβαίως η κυκλοφορία
μεγάλων φορτηγών
απαγορεύεται σε αυτούς
τους κακοφτιαγμένους
(βοηθητικούς και ουχί
εναλλακτικούς) δρόμους,
αλλά αυτό θα το
θυμηθούμε μόλις γίνει το
μεγάλο κακό. Τώρα
σκοτώνονται μερικοί,
αλλά τα ΜΜΕ δεν το
κάνουν θέμα, οι υπουργοί
δεν πολυσκοτίζονται,
ούτε ο πρωθυπουργός θα
πει «ποτέ ξανά». Ετσι κι
αλλιώς, αν εξαιρέσουμε
τις πρώην ανατολικές
χώρες, η Ελλάδα έχει τον
υψηλότερο αριθμό θανάτων
στους δρόμους.
Το πιο τραγικό στην
ιστορία των Τεμπών είναι
πως και πάλι θα
ξεχάσουμε. Μπορεί τώρα
να θρηνούμε τα νέα
παιδιά, να νιώθουμε
συγκλονισμένοι, να
κάνουμε συζητήσεις για
το τι πήγε στραβά και τι
μπορεί να διορθωθεί, να
δίνουμε όρκους «ποτέ
ξανά», να ακούμε
αναλύσεις για το τι
κληροδοτούμε οι
παλιότεροι στη νέα
γενιά, αλλά όλα αυτά
είναι προς λαϊκή
κατανάλωση. Λέγοντας
«νέα γενιά», θυμηθήκαμε:
άραγε ελέγχει κανείς
τους κανόνες ασφαλείας
στα μαγαζιά που γεμίζουν
ασφυκτικά από νέα παιδιά
ή σαν θα γίνει κανένα
μεγάλο κακό θα αρχίσουμε
πάλι να ρωτάμε «μα πώς
έγινε αυτό;».
Προ τριετίας γράφαμε ότι
στη χώρα μας
συγκλονιζόμαστε διαρκώς
από εκείνα που «δεν
έπρεπε να συμβούν» και
ίσως γι’ αυτό δεν
προλαβαίνουμε να
διορθώσουμε τίποτε.
«Μένουμε με ανοιχτό το
στόμα από “αδιανόητες
τραγωδίες”. Το 2010
ζήσαμε τη δολοφονία
τριών ανθρώπων από
κοκτέιλ μολότοφ. Είδε
κανείς –με βάση αυτή την
εμπειρία– να αλλάζει
κάτι στις πορείες τα
επόμενα χρόνια;
Σταμάτησαν να πέφτουν
βόμβες μολότοφ;»
(13.3.2020).
Πάσχος Μανδραβέλης
(Καθημερινή) |