Καθώς ο
πληθωρισμός προσεγγίζει, σε πλαίσιο διεθνών
αναταράξεων και αβεβαιοτήτων, προς τον στόχο του
2%, η προσοχή των νομισματικών αρχών για την
επίτευξη του στόχου αυτού στρέφεται κυρίως στις
αγορές εργασίας και τους μισθούς.
Χαρακτηριστικώς, πρόσφατα στοιχεία για μια
λιγότερο σφιχτή αγορά εργασίας στις ΗΠΑ
ερμηνεύτηκαν λανθασμένα από τις αγορές ως μια
ένδειξη επερχόμενης ύφεσης. Ωστόσο, στη συνέχεια
θετικά στοιχεία για το λιανεμπόριο, την
καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά και την αύξηση
της απασχόλησης λόγω επιπρόσθετου εργατικού
δυναμικού από εγχώριες και αλλοδαπές πηγές,
επανέφεραν την αισιοδοξία. Στην Ευρώπη τα
στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν πλέον αρνητική
συνεισφορά των κερδών των επιχειρήσεων στον
πληθωρισμό για το πρώτο τρίμηνο του 2024,
τραβώντας τον προς τα κάτω, ενώ για όλο το 2023
οι αυξήσεις στους μισθούς υπερέβησαν τη
«συνεισφορά» στην άνοδο των τιμών από εκείνη των
κερδών. |
Εμπειρικές έρευνες για τις αγορές εργασίας
δείχνουν ότι συχνά δεν βρίσκονται σε ισορροπία,
όπως υποθέτουν τα θεωρητικά υποδείγματα. Κι αυτό
γιατί συχνά υπάρχουν «τριβές» ασύμμετρης
πληροφόρησης, ιδίως όσον αφορά τους υψηλής
ειδίκευσης εργαζομένους, με αποτέλεσμα οι
τελευταίοι να μη βρίσκουν εκείνες τις θέσεις
εργασίας που «κουμπώνουν» στα προσόντα τους.
Ετσι, θέσεις εργασίας μένουν κενές χωρίς η αγορά
εργασίας να ισορροπεί (εκκαθαρίζει). Επίσης,
έρευνες δείχνουν ότι ο εργοδότης μπορεί να
διαθέτει μονοψωνιακή δύναμη σε μια μικρή και
αβαθή τοπική ή εθνική αγορά και να ορίζει σε
χαμηλότερο επίπεδο, από την παραγωγικότητα και
τα κέρδη του, τους μισθούς. Αυτό μπορεί να
συμβαίνει κυρίως σε γυναίκες και χαμηλόμισθους,
καθώς στις ομάδες αυτές η «ελαστικότητα της
παραίτησης» είναι χαμηλότερη, δηλαδή δύσκολα
παραιτούνται για να εργαστούν σε έναν άλλο
εργοδότη με υψηλότερες απολαβές. Ενα τέτοιο
ποσοστό μπορεί μάλιστα να φτάνει και το 20%-30%
του εργατικού δυναμικού. Κενές θέσεις και
ανεργία, μια αντίστροφη σχέση που απεικονίζεται
στη λεγόμενη «καμπύλη Beveridge», μπορεί
παραδόξως να συνυπάρχουν λόγω, μεταξύ των άλλων,
ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δεν
επικοινωνεί με την αγορά εργασίας.
Ολα τα
παραπάνω δείχνουν την υψηλή αβεβαιότητα και τις
δυσκολίες εκτιμήσεων από τις νομισματικές αρχές
για τις επιδράσεις στον πληθωρισμό από τις
εξελίξεις στις αγορές εργασίας. Σχετικά με αυτό,
σημαντική ήταν η πρόσφατη ομιλία του υποδιοικητή
της Τράπεζας της Αυστραλίας Α. Hauser, ο οποίος
προειδοποίησε αυτούς με την υπερβολική
αυτοπεποίθηση που κάνουν κατηγορηματικές
προβλέψεις και εκτιμήσεις σε έναν αβέβαιο και
περίπλοκο κόσμο (ψευδοπροφήτες), για ενδεχόμενη
λανθασμένη πλοήγηση της νομισματικής πολιτικής
στους δύσκολους επόμενους μήνες. Αντιθέτως, ο
Αυστραλός υποδιοικητής σημειώνει πως θα πρέπει
να… «αποφεύγουμε την υπερβολική εξάρτηση από
επιμέρους εκτιμήσεις και αντ’ αυτού να
πλαισιώνουμε τις εκτιμήσεις μας με όρους
ενδεχόμενων υποθέσεων. Προσαρμόζοντας συνεχώς το
βάρος που βάζουμε σ’ αυτές τις υποθέσεις μέσω
μιας διαδικασίας μάθησης – από τα δικά μας λάθη
πρόβλεψης, από ένα ευρύ φάσμα αναλυτικών
μοντέλων, από ποιοτικά δεδομένα και τεχνητή
νοημοσύνη, από παραδείγματα άλλων χωρών και μέσω
“τι-εάν” και σεναρίων. Και επικοινωνώντας
ανοιχτά και ειλικρινά για το πού είμαστε
σχετικώς σίγουροι όσον αφορά τις προοπτικές (και
πού δεν είμαστε), πού επιδιώκουμε να βρεθούμε
και ποια είναι η ισορροπία των κινδύνων».
Δεν
νομίζω ότι υπάρχει κάτι σοφότερο επί του
παρόντος.
* Ο κ.
Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής οικονομικής
ανάλυσης στο Παν. Πειραιώς και υποδιοικητής της
ΤτΕ.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |