Στην
ουσία, ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος δε μπορεί πλέον
να λυθεί με τυπικό τρόπο, δηλαδή μέσω της
υπεροχής μίας εκ των δύο πλευρών στο πεδίο της
μάχης. Παράλληλα, με δεδομένο πως οι κυβερνήσεις
των δύο κρατών βρίσκονται όσο πιο μακριά γίνεται
σε επίπεδο θέσεων, τη στιγμή που δεν αναμένεται
οποιαδήποτε αλλαγή στάσης τόσο από το Κίεβο, όσο
και από τη Μόσχα, η μόνη παράμετρος η οποία θα
μπορούσε δυνητικά να καθορίσει την εξέλιξη του
πολέμου είναι μια αλλαγή στάσης από τη Δύση. Σε
αυτό το πλαίσιο, το αποτέλεσμα των αμερικανικών
εκλογών του Νοεμβρίου αποτελεί το κρισιμότερο
σημείο καμπής για τη συνέχεια.
Μπάιντεν
εναντίον Τραμπ: σύγκρουση δύο κόσμων
Από το
πρώτο δευτερόλεπτο της ρωσικής εισβολής στην
Ουκρανία, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν στήριξε
απόλυτα την ουκρανική κυβέρνηση – και τον
Ουκρανό Πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προσωπικά.
Η στήριξη της Ουάσιγκτον προς το Κίεβο υπήρξε
από την αρχή καθολική, και ουσιαστικά άνευ όρων,
ενώ η καταδίκη της ρωσικής εισβολής και της
πρωτοβουλίας του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ
Πούτιν, υπήρξε εξίσου απόλυτη και απερίφραστη. Η
στάση του Μπάιντεν υπήρξε στρατηγικά σαφής –
καθώς ποτέ η κυβέρνησή του δε θα αποδεχόταν την
παραχώρηση ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία – αλλά
κυρίως ιδεολογικά συνεπής με τις αξίες και τους
δομικούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής
πολιτικής την οποία ο ίδιος επιθυμούσε να
εφαρμόσει ως Πρόεδρος. Υπό την ηγεσία του – κατά
τα άλλα καταβεβλημένου – Μπάιντεν, οι ΗΠΑ
στάθηκαν στο πλευρό της Ουκρανίας, παρέχοντας
στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις σημαντική
οικονομική και αμυντική βοήθεια· κυρίως, η
ηγεσία του Μπάιντεν ενέπνευσε τόσο τις
Βρυξέλλες, όσο και το Λονδίνο, στο να κρατήσουν
και εκείνες μια εξαιρετικά σκληρή στάση εναντίον
της Μόσχας, αλλά και να συμβάλλουν στον μέγιστο
δυνατό βαθμό στην υπεράσπισή της Ουκρανίας, και
τη στήριξή της εναντίον της ρωσικής εισβολής. Ας
μην ξεχνάμε πως, αμέσως μετά το ξέσπασμα του
πολέμου – και με δεδομένη τη στάση της
Ουάσιγκτον – τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και το
Λονδίνο ξεκίνησαν να επιβάλλουν σειρά αυστηρών
κυρώσεων σε κάθε είδους ρωσικά συμφέροντα, τα
οποία – στο σύνολο τους – δραστηριοποιούνται
κατά κύριο λόγο στη Δυτική Ευρώπη και το Ηνωμένο
Βασίλειο εδώ και δεκαετίες.
Σε έναν
άλλο πολιτικό χρόνο από εκείνον του 2022 – αλλά
και του 2024 – η στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν
θα θεωρούταν δεδομένη. Ωστόσο, η εμπειρία της
διακυβέρνησης του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου,
Ντόναλντ Τραμπ, κατά το διάστημα 2016-2020 –
όταν και η Ουάσιγκτον υιοθέτησε μια πρωτοφανή
φιλική στάση προς τη Μόσχα – αποτέλεσε αμέσως τη
βάση σεναρίων εναλλακτικής ιστορίας, στα οποία
το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δεν ήταν άλλο
από το «άραγε τί θα συνέβαινε στην Ουκρανία αν
Πρόεδρος ήταν ο Τραμπ;» Το συγκεκριμένο ερώτημα
μπορεί να αποτέλεσε τη βάση σεναρίων τρόμου το
2022, όμως το 2024 λαμβάνει πλέον μια εντελώς
διαφορετική υπόσταση· τον Φεβρουάριο του 2022, ο
Τραμπ αποτελούσε παρελθόν και κανείς δεν
περίμενε πως ο πόλεμος θα διαρκέσει δύο χρόνια,
όμως τον Φεβρουάριο του 2024 ο Τραμπ φαίνεται
πως μπορεί να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο με τον
πόλεμο να φαίνεται πως δεν έχει τέλος. Ας μην
ξεχνάμε εξάλλου πως ο ίδιος ο Τραμπ έχει δηλώσει
επανειλημμένα πως, αν ήταν Πρόεδρος, θα
υιοθετούσε μια διαφορετική προσέγγιση από εκείνη
που έχει υιοθετήσει ο Μπάιντεν, ενώ εδώ και δύο
χρόνια δεν έχει σταματήσει να υπενθυμίζει τόσο
στο αμερικανικό εκλογικό σώμα, όσο και στη
διεθνή κοινότητα, πως οι σχέσεις του με τον
Πούτιν θα αποτελούσαν τη σημαντικότερη δικλείδα
ασφαλείας σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου. Θα
πρέπει να σημειωθεί – ενδεικτικά – πως ο ίδιος ο
Τραμπ δήλωσε πριν λίγες μέρες πως, ως Πρόεδρος,
θα ενθάρρυνε τον Ρώσο ομόλογό του να επιτεθεί σε
ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ το οποίο δεν τηρεί τη
δέσμευσή του σχετικά με την επένδυση ύψους 2%
επί του ΑΕΠ του προς την άμυνα του· εύλογα, η
συγκεκριμένη θέση δε θα μπορούσε ποτέ να ειπωθεί
από την κυβέρνηση Μπάιντεν – αλλά και από τον
ίδιο τον Δημοκρατικό Πρόεδρο.
Γιατί οι
αμερικανικές εκλογές αποτελούν το κλειδί για το
μέλλον της Ουκρανίας
Με τα
παραπάνω δεδομένα, είναι σαφές πως οι
αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου θα
αποτελέσουν κλειδί για την εξέλιξη του
ρώσο-ουκρανικού πολέμου. Θέτοντας το απλά,
εφόσον ο Μπάιντεν κατορθώσει να επικρατήσει
έναντι του Τραμπ, τότε η Ουάσιγκτον αναμένεται
να διατηρήσει την ίδια σκληρή στάση απέναντι στη
Μόσχα, αλλά και να εξακολουθήσει να επιθυμεί να
υποστηρίζει την Ουκρανία με κάθε τρόπο. Φυσικά,
η πρόθεση του Μπάιντεν και της κυβέρνησής του
δεν αρκεί από μόνη της· το γεγονός πως η Βουλή
των Αντιπροσώπων ελέγχεται πλέον από τους
Ρεπουμπλικάνους έχει προκαλέσει πολύ μεγάλα
προβλήματα στον Μπάιντεν σε ό,τι αφορά την
έγκριση των εξαιρετικά γενναιόδωρων πακέτων
στήριξης προς την Ουκρανία – αλλά και άλλες
χώρες που απειλούνται από περιφερειακές
συγκρούσεις και εντάσεις – γεγονός που έχει από
μόνο του σημαντική επιρροή στην εξέλιξη του
πολέμου. Ωστόσο, η παραμονή του Μπάιντεν στον
Λευκό Οίκο θα εξασφαλίσει – επί της αρχής – πως
η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης θα εξακολουθήσει να
βρίσκεται στον πυρήνα της στήριξης προς την
Ουκρανία, αλλά και πως θα συνεχίσει να επενδύει
στη σύσφιξη των διατλαντικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ
και ΕΕ, αλλά και στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ με κάθε
επίπεδο. Αντίθετα, η νίκη του Τραμπ – η οποία
σήμερα φαίνεται οριακά πιθανότερη με βάση τα
δημοκοπικά δεδομένα – θα αποτελέσει ένα τεράστιο
σοκ, καθώς οι στρατηγικοί και ιδεολογικοί
πυλώνες της αμερικανικής προσέγγισης εναντίον
της ρωσικής επιθετικότητας θα τεθούν σε πλήρη
αμφισβήτηση.
Κρίσιμα,
το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θα έχει –
αναπόφευκτα – και επιρροή στην ευρωπαϊκή
προσέγγιση απέναντι στον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο.
Από τον Φεβρουάριο του 2022 και μετά, η ΕΕ έχει
σταθεί απόλυτα στο πλευρό της Ουκρανίας,
πετυχαίνοντας να διατηρήσει μια εξαιρετικά
συμπαγή – και συνεπή – θέση, παρά τις επί μέρους
διαφωνίες ορισμένων κρατών-μελών της. Ωστόσο,
είναι δεδομένο πως ένα σημαντικό τμήμα του
ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος αισθάνεται πλέον
τόσο την κόπωση, όσο και μια αίσθηση ματαιότητας
σε ό,τι αφορά την πορεία του πολέμου· οι
συγκεκριμένοι ψηφοφόροι αναμένονται να εκφράσουν
τις θέσεις τους στις επερχόμενες Ευρωεκλογές,
στηρίζοντας κατά κύριο λόγο ευρωσκεπτικιστικές
δυνάμεις, οι οποίες καλούν σε άμεση παύση της
ευρωπαϊκής συμβολής και συμμετοχής στον πόλεμο.
Προφανώς, η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαίων
πολιτών – όπως και των ηγεσιών των κρατών-μελών
της ΕΕ – εξακολουθούν να στηρίζουν απόλυτα την
ουκρανική αντεπίθεση, καταδικάζοντας παράλληλα
την ρωσική επιθετικότητα σε απόλυτο βαθμό.
Ωστόσο, είναι δεδομένο πως η παράλληλη στήριξη
των ΗΠΑ στο Κίεβο επιτρέπει στην ΕΕ να συμβάλλει
και εκείνη στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Η αμυντική
ομπρέλα προστασίας την οποία παρέχει η
Ουάσιγκτον στη Δυτική Ευρώπη ήδη από τις αρχές
του Ψυχρού Πολέμου αποτελεί – δυστυχώς ή ευτυχώς
– τη βάση πάνω στην οποία η ΕΕ μπορεί να
στηρίζει την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του
2022, χωρίς να ανησυχεί για τη δική της
ασφάλεια.
Η
αμφισβήτηση της συγκεκριμένης αμυντικής ομπρέλας
θα ανησυχήσει αναπόφευκτα τόσο τους ευρωπαίους
πολίτες, όσο και τις Βρυξέλλες, οι οποίες έχουν
ήδη ξεκινήσει να επεξεργάζονται τους τρόπους με
τους οποίους η ΕΕ θα μπορέσει να εξασφαλίσει
έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό αμυντικής
ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη
θα απαιτήσει χρόνο, ο οποίος δε θα υπάρχει στο
σενάριο στο οποίο ο Τραμπ εκλέγεται Πρόεδρος και
εφαρμόζει όντως ένα ακόμα σκληρότερο δόγμα
νέο-απομωνοτισμού, όπως έχει εξαγγείλει κατά τη
διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Αν υπάρχει
ένα μάθημα για την ΕΕ σε ό,τι αφορά τον
ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, αυτό είναι πως, πέρα από
οικονομική υπερδύναμη, θα πρέπει σταδιακά να
εξελιχθεί και σε έναν ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη,
ο οποίος δε θα εξαρτάται σε συμβιωτικό βαθμό από
τις θέσεις της Ουάσιγκτον. Αρκετές από τις
νομοτέλειες του Ψυχρού Πολέμου έχουν πάψει να
ισχύουν, και η ΕΕ έχει – ευτυχώς – ξεκινήσει να
το συνειδητοποιεί· το αποτέλεσμα των
αμερικανικών εκλογών του 2024 ενδέχεται να
αναγκάσει τις Βρυξέλλες να το εμπεδώσει.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice) |