Μάλιστα,
σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα που
πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, είναι
σημαντικό ότι το
αίσθημα απογοήτευσης εμφανίζεται αυξημένο,
δηλαδή επιδεινωμένο, σήμερα κατά 9 μονάδες (41%
τότε), ενώ το αίσθημα ελπίδας μειωμένο
κατά 4 μονάδες (τότε). Το σημαντικότερο πρόβλημα
στη χώρα φαίνεται να είναι η ακρίβεια (70%), οι
χαμηλοί μισθοί/συνθήκες εργασίας (29%), η
υγεία/συνθήκες περίθαλψης εκτός COVID-19 (29%).
Επίσης,
σε έναν χρόνο από σήμερα, εκτιμάται
ότι η κατάσταση της χώρας θα έχει χειροτερεύσει
(55%), θα είναι η ίδια (28%), θα έχει
βελτιωθεί (15%). Άλλο ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον
εύρημα είναι ότι το
60% των ερωτηθέντων νιώθει ότι η δική του γενιά
περνά πιο δύσκολα από εκείνη των γονιών του. Και
το 54%
δηλώνει δυσαρεστημένο και πολύ δυσαρεστημένο από
τις αποδοχές του και μόλις το 15%
ικανοποιημένο και πολύ ικανοποιημένο, ποσοστά
που βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα
της προηγούμενης έρευνας, κάτι που δείχνει ότι
δεν υπάρχει αίσθηση βελτίωσης, παρά τις
ονομαστικές αυξήσεις αποδοχών που καταγράφονται
στις επίσημες στατιστικές μετρήσεις.
Σε
επίπεδο Βαλκανίων
Όποιος
επιθυμεί να ανιχνεύσει τα αίτια της κυριαρχίας
των αρνητικών συναισθημάτων στην Ελλάδα δεν έχει
παρά να ανατρέξει στην πρόσφατη έκθεση της
Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής
δύναμης (σ.σ. τι μπορεί αγοράσει δηλαδή ένα
καταναλωτής με ένα ευρώ).
Σύμφωνα
με τα στοιχεία της Eurostat,
η χώρα μας «φιγουράρει» στην προτελευταία θέση
της σχετικής κατάταξης, οριακά πάνω από
τη Βουλγαρία.
Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του το ΕΝΑ, με βάση
το κατά κεφαλήν ΑΕΠ η Ελλάδα ήταν έως το 2009
στην κατηγορία της «Νότιας
Ευρώπης», με τα μνημονιακή καταιγίδα
άλλαξε κατηγορία και πέρασε σε εκείνη της «Ανατολικής
Ευρώπης», ενώ μέχρι το τέλος των
μνημονίων (το 2018), πέρασε πλέον στην κατηγορία
της «φτωχής
Ανατολικής Ευρώπης». Εκεί όπου
βρίσκεται και σήμερα, με την Βουλγαρία να την
πλησιάζει και να απειλεί να την αφήσει στον πάτο
της κατάταξης.
Μέχρι το 2009 η Ελλάδα προσέγγιζε στην
αγοραστική δύναμη τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και στη
συνέχεια κατρακύλησε στο επίπεδο των Βαλκανίων.
Κοντολογίς, από το 2010 η πλειονότητα των
κατοίκων αυτής της χώρας ανεβαίνει έναν Γολγοθά,
του οποίου το τέλος δεν είναι ορατό. Το
παρατεταμένο μαρτύριο έχει φουντώσει την
απογοήτευση και τον θυμό, που
πλέον δεν μετριάζονται από τα επικοινωνιακά
«καταπραϋντικά». Και όσο δεν
διαμορφώνονται συνθήκες αισθητής βελτίωσης της
ζωής της πλειονότητας των πολιτών και
διατηρείται η μιζέρια, τόσο οι
εκφράσεις του «μεγάλου θυμού» θα παραμένουν
απρόβλεπτες
Δημήτρης
Κυριακόπουλος (Ναυτεμπορική) |