Ένα
κρίσιμο ερώτημα που τίθεται από την ελληνική
κοινή γνώμη είναι το γιατί η Ελλάδα αποδέχθηκε
την πάγια θέση της Τουρκίας, σύμφωνα με την
οποία οι διαφορές μας είναι ελληνοτουρκικές και
όχι ευρωτουρκικές και ως εκ τούτου πρέπει να
επιλυθούν στο τραπέζι του διμερούς διαλόγου. Το
ερώτημα αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να απαντηθεί,
δεδομένου ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού
ορθώς θεωρεί πως το σημαντικότερο επίτευγμα της
εξωτερικής μας πολιτικής κατά τα προηγούμενα
τέσσερα χρόνια ήταν η διεθνοποίηση των τουρκικών
προκλήσεως εις βάρος της χώρας μας και η αποδοχή
εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης της θέσης μας ότι οι υφιστάμενες διαφορές
είναι όχι μόνον ελληνοτουρκικές αλλά και
ευρωτουρκικές. Τι άλλαξε έκτοτε άραγε; Σίγουρα
όχι οι τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις εις
βάρος της Ελλάδος…
Ένα
επιπλέον ερώτημα, το κρισιμότερο ίσως, είναι το
ποια ακριβώς θέματα υψηλής πολιτικής θα τεθούν
(ή έχουν ήδη τεθεί, όπως δημοσιοποιείται από την
τουρκική πλευρά…) στο τραπέζι του αυστηρά
διμερούς ελληνοτουρκικού διαλόγου και επί τη
βάσει ποίων κανόνων θα διεξαχθεί ο διάλογος
αυτός. Κατά τις επίσημες τουρκικές διαρροές, οι
οποίες μάλιστα ενίοτε είναι λεπτομερείς, η
ελληνική και η τουρκική αντιπροσωπία συζητούν
ακόμα και το θέμα των διαφορών μας στο Αιγαίο.
Ποιες
άραγε είναι αυτές οι διαφορές, τις οποίες η
ελληνική αντιπροσωπία συζητά; Δεν είναι
αποκλειστικά και μόνον αυτή της οριοθέτησης της
υφαλοκρηπίδος, την οποία διαχρονικά αναγνωρίζει
και αποδέχεται η Ελλάδα; Και ποια είναι η βάση,
επί της οποίας συζητείται η διαφορά αυτή; Δεν
είναι αποκλειστικά και μόνον το Διεθνές Δίκαιο
και οι Διεθνείς Συνθήκες; Γιατί άραγε η τουρκική
κυβέρνηση γνωστοποιεί στον τουρκικό λαό
(ταυτοχρόνως και στον ελληνικό λαό και στη
διεθνή κοινότητα…) τις θέσεις και τους στόχους
της, ενώ η ελληνική κυβέρνηση «τηρεί σιγήν
ιχθύος»;
Στο
πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου εντάσσεται
και η περιώνυμη «Διακήρυξη των Αθηνών Περί
Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», η οποία
πραγματικά υπήρξε σπουδαία. Υπήρξε σπουδαία όμως
μόνο για την Τουρκία! Η φαινομενική βελτίωση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία αποτυπώθηκε στη
«Διακήρυξη των Αθηνών» διευκόλυνε τα μέγιστα την
Τουρκία στο να αποκτήσει την πολυπόθητη πρόσβαση
στα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 Viper,
καθώς και σε έναν τεράστιο όγκο πυρομαχικών
υψηλής τεχνολογίας.
Στο
πλαίσιο αυτό, μάλιστα, έχει τεθεί εκ μέρους
της Τουρκίας και το αίτημα προς τις ΗΠΑ να
πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση των παλαιότερων
τουρκικών μαχητικών F-16 επί τουρκικού εδάφους,
πράγμα που σημαίνει αφενός επιτάχυνση της
διαδικασίας εκσυγχρονισμού του αεροπορικού
στόλου και αφετέρου μεταφορά σημαντικότατης
τεχνογνωσίας στην τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Ταυτοχρόνως, η «Διακήρυξη των Αθηνών» συνέβαλε
και στο να «ανοίξει» ο αμερικανοτουρκικός
διάλογος για την επιστροφή της Τουρκίας στο
πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης
γενιάς F-35, εφόσον φυσικά βρεθεί μία
συμβιβαστική λύση για τα ρωσικά πυραυλικά
συστήματα S-400.
Η
«Διακήρυξη των Αθηνών» επανέρχεται αναπόφευκτα
στη σκέψη των Ελλήνων κάθε φορά που ο Τούρκος
πρόεδρος διατυπώνει δημόσια και απερίφραστα τις
θέσεις και τους αναθεωρητικούς στόχους της
Τουρκίας εις βάρος του Ελληνισμού.
Συμβαδίζουν με τη «Διακήρυξη των Αθηνών» οι
δηλώσεις του Τ. Ερντογάν για το κολοσσιαίο
εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας, το οποίο θα
της δώσει τη δυνατότητα να διασφαλίσει τη
«Γαλάζια Πατρίδα» και την «Πατρίδα των Αιθέρων»;
Συμβαδίζει με τη «Διακήρυξη των Αθηνών» το casus
belli, με το οποίο η Τουρκία απαγορεύει
ουσιαστικά από την Ελλάδα να ασκήσει δικαιώματά
της απορρέοντα από το Διεθνές Δίκαιο και από το
Δίκαιο της Θάλασσας;
Συμβαδίζουν με τη «Διακήρυξη των Αθηνών» οι
θέσεις, τις οποίες διατύπωσε μόλις χθες ο Τ.
Ερντογάν στην ομιλία του σε στελέχη των
τουρκικών στρατιωτικών σχολών, αναφορικά με την
τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, η οποία
«έγινε για να αποτραπεί η γενοκτονία των
Τουρκοκυπρίων»;
Συμβαδίζει με τη «Διακήρυξη των Αθηνών» η άποψη
του Τ. Ερντογάν ότι «το 1974 ο Μπ. Ετσεβίτ δεν
πίεσε προς τα νότια, προκειμένου να μην υπάρχει
πλέον Νότος και Βορράς και η Κύπρος να είναι
ολόκληρη δική μας»;
Αναπόφευκτα, όσοι πολίτες εν Ελλάδι
παρακολουθούν τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με
αμείλικτα ερωτήματα:
Γιατί η
Ελλάδα ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
εγκατέλειψε το ασφαλές κεκτημένο του
ευρωτουρκικού πλαισίου διαλόγου;
Γιατί η
Ελλάδα μετέχει σε έναν διάλογο, στον οποίο την
απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων φαίνεται ότι
έχει η Τουρκία που ουσιαστικά επιβάλλει και την
ατζέντα της και τους κανόνες του διαλόγου;
Γιατί η
Ελλάδα αποδέχεται -κατά τα λεγόμενα μόνο των
Τούρκων ιθυνόντων βεβαίως αφού οι Έλληνες
ιθύνοντες «τηρούν σιγήν ασυρμάτου»- την
αποσύνδεση των τουρκοκυπριακών σχέσεων από τις
ελληνοτουρκικές;
Γιατί η
Τουρκία αγωνίζεται λυσσαλέα για την επιβολή της
δικής της παράλογης και παράνομης λύσης στο
Κυπριακό ενώ η Ελλάδα σύρεται πίσω από τις
εξελίξεις που δρομολογεί η Τουρκία;
Γιατί η
Τουρκία θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά της τον
στρατιωτικοποιημένο αναθεωρητισμό εις βάρος της
Ελλάδος ενώ η Ελλάδα θεωρεί «τεκμήριο
υπευθυνότητας και νηφαλιότητας» εκ μέρους της
και να «κάνει πως δεν ακούει», να μην απαντά
και, φευ, να μην διαμαρτύρεται δριμύτατα ως
κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ
στα αρμόδια όργανα;
Επιβάλλεται να συνειδητοποιήσουμε ότι απέναντί
μας έχουμε μία χώρα ακραία αναθεωρητική, η οποία
επί δεκαετίες και με υποδειγματική μεθοδικότητα
προσθέτει διαρκώς διεκδικήσεις εις βάρος μας. Η
μεταβολή της εξωτερικής μας πολιτικής έναντι της
Τουρκίας κατά τους τελευταίους μήνες φαίνεται
ότι μας οδηγεί σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.
Ορισμένοι εν Αθήναις θα πρέπει να
προβληματιστούν σοβαρά μήπως εν αγνοία μας
βιώνουμε το «σύνδρομο του βραστού βατράχου» του
Ολ. Κλερκ και μήπως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για
εμάς είναι εντέλει ο ίδιος μας ο εαυτός…
Κωνσταντίνος Παΐδας (Το Βήμα) |