Η
κατάσταση που επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον
είναι τόσο τεταμένη, ώστε μπορεί κανείς χωρίς
δυσκολία να πει ότι υπήρξαν πολλές φορές στην
ιστορία που εκτεταμένοι πολυεθνικοί πόλεμοι
είχαν ξεκινήσει ήδη σε πολύ πιο ήρεμες συνθήκες.
Και στα βάθη των αιώνων, αλλά πολύ πιο πρόσφατα:
πιθανότατα κάτι τέτοιο ισχύει ακόμα και για τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πράγματα έχουν
ξεφύγει σε πρωτοφανή βαθμό για τα δεδομένα του
μεταπολεμικού κόσμου. Και η πιθανότητα να
επιστρέψουν σύντομα σε κάποια μορφή
κανονικότητας δεν φαίνεται πουθενά στον
ορίζοντα. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι τα
παραπάνω αφορούν κατεξοχήν όσα έφερε η εισβολή
της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν είναι αυτό το μόνο
ζήτημα που παράγει κινδύνους και εντάσεις
διεθνούς κλίμακας που διαχέονται τόσο στις
διακρατικές σχέσεις όσο και στην παγκόσμια
οικονομική ισορροπία, η οποία ανά τακτά χρονικά
διαστήματα γεννά πλέον έντονα την εντύπωση ότι
κρέμεται από μία κλωστή έτοιμη να σπάσει. |
Ομως,
ασφαλώς, μακράν το μείζον είναι η νέα
πραγματικότητα που διαμορφώθηκε από τα πεδία των
μαχών στην Ουκρανία: ο νέος αυτός διπολισμός που
ξεκάθαρα πλέον, έναν χρόνο μετά την εισβολή,
έχει σχηματίσει δύο στρατόπεδα: το δημοκρατικό
δυτικό Αμερικής και Ευρώπης πλάι στην Ουκρανία
αλλά και γεωπολιτικά με αυτονομημένο περιεχόμενο
έναντι της Ρωσίας και το σύγχρονο απολυταρχικό,
που περιλαμβάνει, επίσης ξεκάθαρα και χωρίς πια
φύλλα συκής, τη Ρωσία, την Κίνα, και
ενδεχομένως, σύντομα ανοιχτά και το Ιράν. Ολα
αυτά είχαν προβλεφθεί από την αρχή. Ομως τώρα
συμβαίνουν. Και το ότι συμβαίνουν ανεβάζει τις
εντάσεις στο κόκκινο. Αλλά τι είναι αυτό που
κάνει, παρά το γεγονός ότι έχουμε φτάσει στο
σημείο οι Ρώσοι να ρίχνουν αμερικανικά drones
στη Μαύρη Θάλασσα, στα διεθνή ύδατα, όχι απλώς
να μην ξεσπούν συγκρούσεις, αλλά ούτε καν να
κλιμακώνεται η ρητορική στα επίπεδα που θα ήταν
εύλογο να αναμένει κανείς υπό τέτοιες συνθήκες;
Κάτι αντίστοιχο μπορεί να αναρωτηθεί κανείς όταν
το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εκδίδει ένταλμα
εναντίον του Πούτιν.
Ολα
αυτά, μα και πλήθος άλλα που συμβαίνουν, είναι
γεγονότα που, όπως αναφέρθηκε, ιστορικά ανήκουν
στην κατηγορία πόλεμος, όχι ειρήνη. Ευτυχώς,
κάτι τέτοιο, δεν συμβαίνει. Ως πιο πιθανός λόγος
για αυτό πρέπει να θεωρείται η ύπαρξη τόσο
ισχυρών πυρηνικών οπλοστασίων εκατέρωθεν στις
δύο μεγάλες δυνάμεις. Αυτό που κυρίως, πάνω απ’
όλα, καθιστά σήμερα έναν γενικευμένο πόλεμο
σχεδόν απαγορευτική έννοια, είναι ακριβώς η
ύπαρξη αυτού του οπλοστασίου. Γιατί ακόμα και οι
πιο παράφρονες, πολιτικά ανεξέλεγκτοι,
ολιγαρχικοί και ισχυροί από τους ηγέτες που
έχουν στα χέρια τους τα «κουμπιά» αυτών των
όπλων, γνωρίζουν, όπως και τα περιβάλλοντά τους,
ότι στο ενδεχόμενο γενίκευσης μίας σύγκρουσης σε
πολυεθνικό επίπεδο της λογικής «ανάμεσα σε δύο
κόσμους», θα ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξουν
πειστικές και σταθερές εγγυήσεις για τον
αποκλεισμό αυτών των όπλων κατά την εξέλιξή της.
Και αυτό είναι κάτι που αναμφίβολα έχει
λειτουργήσει αποτρεπτικά και περιοριστικά στις
ορμές των θερμοκέφαλων.
Ολα αυτά
ακούγονται ίσως κάπως παράλογα. Ομως δεν είναι.
Και αν συμβαίνουν, που θα αργήσουμε πολύ να το
μάθουμε, δεν θα είναι η πρώτη φορά: το ίδιο
έγινε και στον Ψυχρό Πόλεμο: εκεί, που ήταν η
πρώτη φορά κατά την οποία κατέστη υπαρκτή η
πιθανότητα μιας καθολικής καταστροφής του
κόσμου. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι τα
πυρηνικά είναι κάτι που θα έπρεπε κανείς να
επιθυμεί να υπάρχουν. Ούτε, πολύ περισσότερο,
ότι συνιστούν μία σίγουρη και πάγια εγγύηση
τέτοιου είδους. Ομως, ασφαλώς, έως έναν βαθμό,
λειτουργούν ως τέτοια. Ελπίζει κανείς ότι αυτό
το παράθυρο ευκαιρίας που παρέχει ο φόβος τους
θα επιτρέψει να έρθει ο κόσμος στα συγκαλά του.
Αλλιώς…
Γιώργος
Μαλούχος (in.gr) |