Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι σε μια εποχή μεγάλων
μετασχηματισμών, ιδίως με δεδομένη τη ραγδαία
επέκταση των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, η
τεχνολογική διάσταση της εκπαίδευσης αποκτά
ξεχωριστή σημασία, ιδίως από τη στιγμή που
ξεπεράσαμε τις δυσκολίες μιας μεταβατικής
περιόδου όπου ο ψηφιακός αλφαβητισμός των
μαθητών ιδίως της δευτεροβάθμιας ήταν υψηλότερος
από αυτόν των εκπαιδευτικών.
Και
σίγουρα οι ψηφιακές τεχνολογίες προσφέρουν άμεση
πρόσβαση σε έναν τεράστιο όγκο γνώσεων και
πληροφοριών, την ώρα που μάλλον διαψεύστηκαν οι
Κασσάνδρες που έβλεπαν στην επέκταση των
ψηφιακών τεχνολογιών μια γενικευμένη αλλοτρίωση
– μια ματιά στο πόσο καθοριστική είναι η
αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών για τη
διευκόλυνση μορφών κοινωνικότητας ενίοτε και
αγωνιστικότητας αρκεί.
Ομως,
όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η απάντηση στη
σημερινή κρίση του σχολείου μπορεί να είναι μόνο
ή κυρίως τεχνολογική. Οι πραγματικές προκλήσεις
εξακολουθούν να αφορούν το με ποιον τρόπο το
σχολείο θα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη
κριτικής σκέψης.
Mιας
σκέψης που να μπορεί να κατανοεί, να ερμηνεύει
αλλά και να αμφισβητεί και να επιδιώξει να
αλλάξει τον κόσμο, δημοκρατικής πολιτικής
διανοητικότητας, δηλαδή της ικανότητας να μπορεί
κάποιος να συμμετέχει, να κινητοποιείται, να
διεκδικεί, να έχει λόγο γι’ αυτά που τον
αφορούν, ικανότητα επαφής με τα πνευματικά και
καλλιτεχνικά δημιουργήματα, ιδίως όσα αποφεύγουν
τις ευκολίες ενός εμπορευματοποιημένου συρμού,
και μια ταυτότητα που να αντιστοιχεί σε
κοινωνίες πολυπολιτισμικές και έναν κόσμο όντως
αλληλεξαρτημένο. Και αυτά δεν είναι τεχνικά
ζητήματα.
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |