Ή έτσι
νόμιζα. Καθώς η άνοια της μητέρας μου
προχωρούσε, η αντίδρασή μου με εξέπληξε. Ηξερα
ότι θα στενοχωριόμουν καθώς η ασθένειά της θα
εξελισσόταν. Αλλά ήταν κάτι πολύ περισσότερο από
αυτό. Η άνοιά της με έστειλε σε ένα
συναισθηματικό ταξίδι που ήταν επώδυνο και
ταυτόχρονα αποκαλυπτικό, διδάσκοντάς με πολλά
για τον εαυτό μου, το παρελθόν μου και τη σχέση
μου με τη μητέρα μου. Δεν ήταν εύκολο, αλλά στο
τέλος, μέσα από τη δική της μεταμόρφωση, πέρασα
και εγώ τη δική μου.
Τίποτα
από όλα αυτά δεν ήταν προβλέψιμο όταν, δύο
χρόνια μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της,
η μητέρα μου, σε ηλικία 90 ετών, έπεσε και
έσπασε την επιγονατίδα της. Μετά τη χειρουργική
επέμβαση, το μυαλό της, που έδειχνε κάποια
ελαφρά άνοια πριν από την πτώση, επιδεινώθηκε σε
σημείο που δεν μπορούσε πλέον να ζήσει
ανεξάρτητα.
Ο
μικρότερος αδελφός μου, ο Καρλ, και εγώ τη
μεταφέραμε στη μονάδα άνοιας ενός κέντρου
υποστηριζόμενης διαβίωσης κοντά στο σπίτι μου.
Στην αρχή οι ανησυχίες μου είχαν να κάνουν με τα
πρακτικά ζητήματα της νέας της ζωής – τις
ιατρικές αποφάσεις που έπρεπε να πάρω για
εκείνη, την πώληση του διαμερίσματός της, τη
μεταφορά των πραγμάτων της και τη διαχείριση των
οικονομικών της. Σταδιακά, όμως, η ενέργειά μου
επικεντρώθηκε στο συναισθηματικά δύσκολο
έργο της προσαρμογής στην άνοιά της.
Γιατί
δεν ανησυχεί πια;
Ενα
απόγευμα που είχα πάει να δω τη μαμά, τη βρήκα
να κοιμάται καθιστή στο αναπηρικό της αμαξίδιο,
στο κοινόχρηστο δωμάτιο, με το πρόσωπό της
στραμμένο προς την τηλεόραση και τον κορμό της
να γέρνει προς τα αριστερά. Φορούσε μια
χειρουργική μάσκα, επιβεβλημένη λόγω COVID, που
της κάλυπτε το στόμα. Κάθε φορά που την έβλεπα
με ξάφνιαζε εκ νέου η αδυναμία της, με έβγαζε
απότομα από την προηγούμενη εικόνα που είχα για
αυτή ως δραστήρια γυναίκα – πεζοπόρο, δασκάλα
και μητριάρχη, που είχε ζήσει περισσότερο και
από τους δύο της συζύγους.
«Γεια
σου, μαμά. Εγώ είμαι» είπα ξυπνώντας την.
«Τι
είναι αυτό στο πρόσωπό σου;» με ρώτησε.
«Είναι
μια μάσκα, μαμά».
Φαινόταν
μπερδεμένη.
«Είχα
COVID» είπα. «Γι’ αυτό δεν ήρθα τις τελευταίες
δύο εβδομάδες».
Πριν από
την άνοια η μητέρα μου θα μου τα είχε ψάλει. Θα
μου έλεγε: «Σέρι, πρόσεχε τον εαυτό σου. Μην
αναλαμβάνεις πολλά. Ξέρω πώς κάνεις».
Εγώ θα
την καθησύχαζα και θα της έλεγα: «Μαμά, είναι
όλα εντάξει. Μην ανησυχείς, είμαι καλά. Το
πέρασα ελαφρά».
Ωστόσο,
εκείνη την ημέρα η μητέρα μου είπε απλώς
«Ωωωωωωωω» και τα καστανά της μάτια αναζήτησαν
τα δικά μου.
Ηταν μια
συγκλονιστική στιγμή. Συνειδητοποίησα ότι
περίμενα ότι θα ανησυχούσε για εμένα και
αναστατώθηκα από το αίσθημα της έλλειψης που μου
γέννησε το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη. Ολα αυτά
τα χρόνια ένιωθα να με βαραίνει η αγωνία της
μητέρας μου για εμένα, αλλά εκείνη τη στιγμή
απογοητεύτηκα από την απουσία της. Η ενηλικίωση,
ο γάμος, η γονεϊκότητα, η ψυχαναλυτική θεραπεία,
το επάγγελμά μου ως ψυχιάτρου – τίποτα από όλα
αυτά δεν είχε σβήσει το αποτύπωμα στον ψυχισμό
του κοριτσιού που είχα υπάρξει κάποτε, που ήταν
τόσο συνδεδεμένο με τη φροντίδα της. Τώρα μου
έλειπε η έγνοια της, που την είχε κλέψει η
άνοια.
Να
θυμάσαι τον εαυτό σου
Επειδή
με γνώριζε, η μαμά ήταν το πρόσωπο που για
χρόνια με κρατούσε στον αληθινό μου δρόμο. Εχω
πάψει να χρειάζομαι αυτή την καθοδήγηση εδώ και
δεκαετίες. Αλλά θεωρούσα δεδομένο ότι θα
εξακολουθούσε να είναι εκεί. Ξαφνικά είχε χαθεί.
Ακόμα
χειρότερα, καθώς έχανε τη μνήμη της,
αναρωτιόμουν πόσα θυμόταν για το ποιοι ήμασταν
εμείς. Αρχισα να αισθάνομαι ότι το κομμάτι του
εαυτού μου που συνδεόταν μαζί της ξεθώριαζε.
Κάθε φορά που την έβλεπα, μη θέλοντας να
αποδεχτώ αυτή τη νέα μητέρα, προσπαθούσα να
ανασύρω αναμνήσεις, θυμίζοντάς της την ιστορία
μας. Κάθε φορά οι προσπάθειές μου αποτύγχαναν.
Μια μέρα
την είχα πάει βόλτα με το αμαξίδιο τριγύρω.
Κοιτάζαμε τον χορταριασμένο λόφο πιο πέρα, όταν
μου είπε: «Σε πήγαινα κάποτε για πεζοπορία εκεί
πέρα».
Ημουν
ενθουσιασμένη που η μαμά είχε κάποια ανάμνηση
από εμένα ως κόρη της, παρ’ όλο που η πεζοπορία
αυτή δεν είχε υπάρξει ποτέ, οπότε προσπάθησα να
της θυμίσω μια από τις πραγματικές στιγμές που
είχαμε περάσει μαζί.
Ενα
τρενάκι συναισθημάτων
Παρ’ όλα
αυτά, επέμεινα να την πιέζω για αναμνήσεις.
Μερικές φορές ανακαλούσε κάποιο γεγονός από το
παρελθόν και εγώ ήλπιζα ότι θα θυμόταν κάτι που
συνέδεε εμάς. Μια μέρα, για παράδειγμα, που είχα
πάει να τη δω, ο σκύλος υποστήριξης που είχαν
στη μονάδα άνοιας πήδηξε στην αγκαλιά της μαμάς
και της έγλειψε το πρόσωπο.
«Ω, Παφ»
είπε και γέλασε. Ο Παφ ήταν ο τροφαντός
πορτοκαλί γάτος μας, που καθόταν κουλουριασμένος
στον καναπέ και παρακολουθούσε μαζί μας τις
βραδινές ειδήσεις όταν ήμασταν μικροί εγώ και ο
Καρλ.
«Μαμά,
θυμάσαι τον Παφ;» είπα.
Αναθάρρησα από το γεγονός ότι θυμήθηκε έστω και
για λίγο τη γάτα μας και σκέφτηκα ότι θα
μπορούσαμε να κάνουμε μια συζήτηση. Αλλά τότε η
μαμά με κοίταξε με το κενό βλέμμα που είχα
συνηθίσει να περιμένω από αυτή και οι ελπίδες
μου εξανεμίστηκαν. Τα συναισθήματά μου είχαν
γίνει ένα τρενάκι του λούνα παρκ ανάμεσα στην
ελπίδα και στην απογοήτευση. Ηταν εκεί μπροστά
μου και την ίδια στιγμή δεν ήταν εκεί, και δεν
μπορούσα να το αποδεχτώ.
Καθώς η
άνοια της μαμάς επιδεινωνόταν, η ίδια
αντιλαμβανόταν όλο και λιγότερο τα ελλείμματά
της. Δεν παραπονιόταν πια για τη συγκεχυμένη
σκέψη της. Ηταν λιγότερο οδυνηρό για εκείνη,
αλλά εγώ αισθανόμουν να απομονώνομαι όλο και
περισσότερο από την έλλειψη της παρουσίας της.
Ετσι, ανακουφιζόμουν όποτε ερχόταν ο αδελφός μου
που ζούσε σε άλλη πόλη – το να έχω ένα αδελφό με
κοινή οικογενειακή ιστορία με βοηθούσε να
αντιμετωπίσω τη μοναξιά μου.
Η
δυσκολότερη στιγμή
Το
τελειωτικό χτύπημα ήρθε την ημέρα που κατάλαβα
ότι η μητέρα μου δεν ήξερε πλέον ποια ήμουν. Οι
περιορισμοί της COVID είχαν λήξει πια τότε και
πήγα χωρίς μάσκα, με ολόκληρο το πρόσωπό μου
ορατό, να δω τη μαμά.
«Γεια»
είπα.
Η μητέρα
μου με κοίταξε έντονα. Ηθελα να διαβάσω την
αναγνώριση στα μάτια της. Ηθελα να τη ρωτήσω αν
με γνώριζε. Αλλά δεν ήμουν έτοιμη να ακούσω την
απάντηση.
Τελικά
είπα: «Μαμά, η Σέρι είμαι».
Καμία
αντίδραση.
«Είμαι η
κόρη σου».
Απόλυτη
σιωπή καθώς με περιεργαζόταν. Και τότε με
χτύπησε η απώλεια, καθώς συνειδητοποιούσα ότι η
μητέρα μου δεν με γνώριζε. Επρεπε να το πάρω
απόφαση και να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι η
μητέρα μου – η γυναίκα που με γνώριζε για
περισσότερο καιρό και καλύτερα από οποιονδήποτε
άλλον – δεν ήταν πια εκεί. Η μνήμη της, που
διατηρούσε ένα μοναδικό κομμάτι μου, είχε
εξαφανιστεί. Γινόμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος
– μετέωρη και ακαθόριστη, δίχως έρεισμα, χωρίς
μητέρα, παρ’ όλο που ήταν εκεί μπροστά μου.
Ποια
ήμουν τώρα;
Το
σκεφτόμουν αυτό συχνά. Τότε μια μέρα κατάλαβα
ποια ήταν η απάντηση, όταν συνειδητοποίησα ότι,
ως κόρη της μητέρας μου, ο ρόλος μου έπρεπε να
αλλάξει. Δεν μπορούσα να βασίζομαι σε εκείνη για
να μου θυμίζει ποια είχα υπάρξει ή ποια ήμουν.
Μπορούσα όμως να γίνω η θεματοφύλακας των
αναμνήσεων της σχέσης μας. Ηταν πλέον κληρονομιά
μου. Θα τις μάζευα, θα τις ξεκαθάριζα και, όπως
συμβαίνει με τις πολύτιμες αναμνήσεις, θα τις
μοιραζόμουν και θα τις μεταβίβαζα. Σιγά-σιγά
άρχισα να αποδέχομαι αυτόν τον νέο ρόλο. Οπως η
μητέρα μου είχε διαφυλάξει την ταυτότητά μου
όταν εγώ την είχα χάσει, έβαλα σκοπό να
διατηρήσω τη δική της μνήμη και τη δική μας.
Ηταν η σειρά μου να στηρίξω το προχώρημα όλων
μας.
Πηγή:
The Wall Street Journal |