Ο
καπετάνιος δεν έδωσε σημασία. Έδιωξε τους
επιβάτες που τον έψαχναν και μούγκρισε τις
γνωστές εντολές του. Έξω από τις Φλέβες έλαβε
εντολή να επιστρέψει. Τότε ίσως και να κατάλαβε
πώς είχε τελειώσει η κανονική ζωή του. Λίγες
ώρες αργότερα θα αντιμετώπιζε την κατηγορία της
ανθρωποκτονίας από πρόθεση και από κοινού,
ενδεχομένως και με δόλο. Τι να το κάνεις. Η
σκηνή της φρίκης είχε καταγραφεί τόσο ξεκάθαρα
από τα κινητά των παρισταμένων.
Η χώρα
έπιασε πάτο. Συμπολίτες μας όπως αυτοί οι 4 στο
πλοίο για την Κρήτη, έχουν δικαίωμα ζωής και
θανάτου πάνω στους συνανθρώπους τους. Χωρίς να
το πολυσκεφτούν σπρώχνουν βάναυσα,
κακομεταχειρίζονται, απειλούν , σκοτώνουν. Ποιος
τους έδωσε αυτό το δικαίωμα; Η προσωπική τους
μιζέρια που τους οδήγησε σε αδιέξοδο; Η εταιρεία
στην οποία εργάζονται; Η προσωπική τους
φασιστική νοοτροπία; Η κτηνωδία που απορρέει της
αμορφωσιάς τους; Η βαρβαρότητα ως κοινότυπο
πλέον κοινωνικό χαρακτηριστικό; Αδιαφορώ. Η
σκηνή που καταγράφτηκε επί του καταπέλτη του
σκάφους καταδεικνύει πώς αυτή η κοινωνία έπιασε
πάτο και πώς αποσυντίθεται με ρυθμούς γοργούς.
Αν υπάρχει γιατριά θα αναρωτηθείτε αν και είναι
κάπως αργά.
Λένε πως
οι κοινωνίες αργοπεθαίνουν δηλητηριασμένες από
το ίδιο τους το αίμα. Δηλητηριάζονται ακόμη και
οι καλύτεροι ακόμη και οι ίδιοι οι «φρουροί»
μας. Διαβάζω τον αμείλικτο στίχο:
«Τὸν
καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια
ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ
νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος
καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια
τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ
ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿
Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες
καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν
νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ
βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ
γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ
χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν
τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα
χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ
βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ
καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ
τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ
τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι
ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς
αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις
καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες,
χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς
καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ
φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν
ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι
καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν
στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα,
μήτε καμπάνα.
Τί να
σου κάνουν οι ταλαίπωρες παλεύοντας και πίνοντας
μέρα και νύχτα το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».«Γραμμή!»
αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
Τετάρτη,
5 Φεβρουαρίου 1969
Τα
έγραψε ο ποιητής όπως όφειλε. Δεν του έδωσαν
σημασία ωστόσο, γιατί ποτέ δεν ακούν τους
ποιητές παρά μόνον όταν πιάσουν πάτο.
Ε ναι,
λοιπόν. Πολλές φορές οι κοινωνίες έπιασαν πάτο
και επανήλθαν. Χρειάστηκαν θυσίες, χρόνος,
υπερβολική υπομονή και κυρίως πολύ αίμα. Πάνω
απ’ όλα χρειάστηκε να παντρευτούν η
συντροφικότητα με την αλληλεγγύη. Δύσκολα
πράγματα και απαιτητικά.
σ.σ.:
Απόσπασμα από τις «Γάτες του Αι Νικόλα» του
Γιώργου Σεφέρη
Νίκος
Γεωργιάδης (Athens Voice) |