Και αυτό
είναι ότι δεν αυτοπροσδιορίζεται ποτέ ως
«δεξιός» ή «κεντροδεξιός».
Μπορεί η
ΝΔ ως κόμμα και η κυβέρνησή του να ασκούν
πολιτικές που εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν
«δεξιές», σε ορισμένα πεδία ακόμη και
ακροδεξιές, εντούτοις ο πρωθυπουργός – σε
αντίθεση με αρκετούς υπουργούς του – δεν
υιοθετεί αυτή την ταυτότητα, αποφεύγει
πεισματικά ταυτοτικούς χαρακτηρισμούς
διευρύνοντας το κοινό απεύθυνσης, στη λογική
μπορώ να εκφράσω τους πάντες ανεξαρτήτως
πολιτικού χώρου.
Αυτό δεν
έχει να κάνει μόνο με το ότι ταυτόχρονα προωθεί
και ορισμένες πολιτικές που δεν ανήκουν στην
παραδοσιακή ατζέντα της ελληνικής δεξιάς όπως
π.χ. ο γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Κυρίως
σχετίζεται με το ότι σήμερα το ποσοστό των
ανθρώπων που κάνουν πολιτικές επιλογές με βάση
το εάν αυτοπροδιορίζονται στη δεξιά και την
αριστερά έχει υποχωρήσει.
Αποφεύγοντας τις «ταμπέλες» στη ρητορική του ο
πρωθυπουργός έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει
τις βασικές πολιτικές επιλογές του όχι ως
«δεξιές», ούτε καν ως «νεοφιλελεύθερες», αλλά ως
αυτές που εκπροσωπούν την πρόοδο ενάντια στη
συντήρηση.
Στο ίδιο
πλαίσιο, ο πρωθυπουργός ποτέ δεν αντιμετωπίζει
τους αντιπάλους τους ως «αριστερούς», ούτε
καταφεύγει στις ευκολίες μια
«αντικομμουνιστικής» ρητορικής, στην οποία είναι
επιρρεπείς μερικοί υπουργοί. Αντιθέτως, επιμένει
να παρουσιάζει τους αντιπάλους του ως
εμμονικούς, προσκολλημένους στο παρελθόν και
οπισθοδρομικούς.
Και το
κρίσιμο είναι ότι μπορεί να το κάνει αυτό γιατί
μεγάλο μέρος των αντιπάλων του «από τα αριστερά»
δεν προσπαθούν να αναλύσουν με όρους πολιτικούς
και ιδεολογικούς και σε αυτή τη βάση να
αποδομήσουν τις πολιτικές της κυβέρνησης,
προβάλλοντας ταυτόχρονα μια εναλλακτική, αλλά
απλώς λένε στην κοινωνία ότι υπάρχει και η
αριστερά και πρέπει να την προτιμήσουν. Χωρίς να
ανοίγουν ζητήματα, χωρίς πολιτικές προτάσεις,
χωρίς ένα πειστικό αφήγημα γιατί μπορούν και
πρέπει να πάνε τα πράγματα σε μια διαφορετική
κατεύθυνση.
Απο τη
σημερινή πολιτική πραγματικότητα και τα
δημοσκοπικά ευρήματα προκύπτουν σημαντικά
μαθήματα για όσους αναφέρονται στην αριστερά.
Δείχνουν
ότι το επίδικο σήμερα δεν είναι ένας
διαγκωνισμός για το ποιος εκφράζει καλύτερα την
αριστερά, ούτε μια αντιπαράθεση για το ποιος
είναι σήμερα περισσότερο αριστερός ή πιο συνεπής
αριστερός ή πιο μαχητικός αριστερός, ή πιο….
αριστερά αριστερός.
Γιατί
όταν η αντιπαράθεση είναι για την ταμπέλα μεγάλα
κομμάτια της κοινωνίας όχι μόνο δεν τα αγγίζει,
αλλά ίσως τα απωθεί κιόλας.
Ιδίως σε
μια εποχή όπου ένας από τους μεγαλύτερους
κινδύνους είναι να πιστέψει μεγάλο μέρος των
ανθρώπων που σήμερα είναι δυσαρεστημένοι ότι δεν
μπορεί να αλλάξει τα πράγματα με την ψήφο του
και γενικά με την ενασχόληση με την πολιτική.
Σε μια
εποχή που το κομμάτι της κοινωνίας που
αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό είναι μειοψηφικό
και όπου η «ιστορικότητα» της αριστεράς δεν
αφορά ως άμεσο βίωμα παρά μικρό μέρος της
κοινωνίας.
Γι’
αυτόν τον λόγο όσοι θέλουν πραγματικά να
ανασυγκροτήσουν μια σύγχρονη αριστερή
προοδευτική παράταξη πρέπει αντί για την ταμπέλα
να ασχοληθούν με το περιεχόμενο και τα μεγάλα
ερωτήματα της εποχής μας.
Γιατί
τότε θα δουν ότι αυτά που απασχολούν τους
ανθρώπους – σε μια χώρα που η μεγάλη πλειοψηφία
πιστεύει ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς τη
σωστή κατεύθυνση – είναι πολύ συγκεκριμένα
ερωτήματα:
Τι
σημαίνει ανάπτυξη με δικαιοσύνη, δηλαδή μια
ανάπτυξη που δεν συνυπάρχει με τη διαπίστωση ότι
τα λεφτά τελειώνουν πολύ πριν τελειώσει ο μήνας;
Πώς
μπορούν να αισθάνονται ότι «υπάρχει κράτος» και
δεν θα είναι αβοήθητοι απέναντι σε μια
καταστροφή;
Πώς
μπορεί να προσφέρεται εγγυημένη από το κράτος
ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;
Πώς θα
αποφύγουμε την οικολογική καταστροφή και θα
κάνουμε πράξη μια δίκαιη «Πράσινη Μετάβαση»;
Πώς θα
εξασφαλίσουμε και θα διευρύνουμε τα δικαιώματα
και τις ελευθερίες και δεν θα επιτρέψουμε στην
ακροδεξιά να επιβάλει τη δική της μαύρη ατζέντα;
Η
επιτακτική ανάγκη ύπαρξης πειστικών απαντήσεων,
και χειροπιαστών λύσεων, στα κρίσιμα αυτά
ερωτήματα διαμορφώνει τη δυνατότητα να
συσπειρωθεί ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών
δυνάμεων που θέτουν τις ίδιες προτεραιότητες,
ενώ την ίδια ώρα ο τρόπος που
χαράσσει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην
προοδευτική και τη συντηρητική πολιτική είναι
βαθιά πολιτικός και καθόλου «ταυτοτικός».
Γιατί η
χώρα έχει όντως ανάγκη από ουσιαστική «αριστερή
πολιτική», δηλαδή μια πολιτική που να έχει ως
αφετηρία τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τον
περιορισμό των ανισοτήτων και τη διεύρυνση των
ελευθεριών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό που
της λείπει γενικά είναι μια «καλή αριστερά».
Και αυτό
σημαίνει ότι στο σημερινό σημείο όπου από το
πολιτικό τοπίο απουσιάζει ο ισχυρός πόλος μιας
προοδευτικής αντιπολίτευσης, αυτό που χρειάζεται
δεν είναι ένας διαγωνισμός για το ποιος είναι
πιο αριστερός από τον άλλο, αλλά η εμφάνιση νέων
σχημάτων, χωρίς έμφαση στις ταμπέλες, τους
διαχωρισμούς και τα αριστερόμετρα, που θα
δοκιμάσουν να κάνουν μια πρόταση που να διαφέρει
από όσα σήμερα προτείνουν η κεντροδεξιά και το
«ακραίο κέντρο» και θα μπορούσε να αποτελέσει
πολιτική και κυβερνητική επιλογή.
Εάν
υπάρξει αυτό, εάν στηριχτεί και σε νέα υλικά,
εάν έχει προγραμματική σοβαρότητα και δείχνει
ικανό να κυβερνήσει, τότε θα μπει τέλος στην
αμηχανία όλων εκείνων που σήμερα είναι
απογοητευμένοι, δεν βλέπουν ελπίδα πουθενά και
προφανώς δεν θέλουν να μπλεχτούν στους
«εμφυλίους» μιας αριστεράς που ολοένα και
περισσότερο θα ανήκει στο χτες.
Θα μπει
τέλος δηλαδή στην αμηχανία των ανθρώπων που
αναζητούν μια απάντηση που δεν θα είναι αριστερή
μόνο στην ταμπέλα αλλά στο περιεχόμενο και στην
πράξη.
Η χώρα
ούτως ή άλλως έχει μπει σε νέο κεφάλαιο της
ιστορίας της. Ένα κεφάλαιο με μεγάλες
αβεβαιότητες και πραγματικούς κινδύνους. Στην
«αγωνία του τόπου για ζωή» δεν αναλογούν παλιές
συνταγές ούτε παλιές «ονοματοδοσίες».
Νέα
σχήματα χρειάζονται που θα έχουν την τόλμη να
διεκδικήσουν να κάνουν ξανά πολιτική και όχι
απλώς επικοινωνία.
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |