Προφανώς
και ο πρωθυπουργός είναι συνεπής στη δική του
φιλελεύθερη (κάποιοι θα έλεγαν νεοφιλελεύθερη)
ιδεολογία και κατά συνέπεια στα δικά του μάτια
μια μαρξιστικής έμπνευσης οικονομική πολιτική
φαντάζει επικίνδυνη.
Μόνο που
αυτό θα προϋπέθετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όντως
συμπεριφέρεται ως ένα μαρξιστικό κόμμα.
Δηλαδή,
ως ένα κόμμα που προσπαθεί να ανατρέψει τον
καπιταλισμό και να φέρει τον σοσιαλισμό.
Ένα
κόμμα έτοιμο να εφαρμόσει πολιτικές που θα
μετασχημάτιζαν βαθιά τις κοινωνικές σχέσεις.
Μόνο που
όλες και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν
ισχύει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
μπορεί να έχει στο εσωτερικό του αρκετούς
ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές.
Σίγουρα
έχει και μερικούς σημαντικούς μαρξιστές
διανοητές και πανεπιστημιακούς (ο Ευκλείδης
Τσακαλώτος είναι αναμφισβήτητα ένας από αυτούς).
Όμως,
δεν είναι μαρξιστικό κόμμα, τουλάχιστον ως προς
τις πολιτικές που θα ασκήσει.
Και αυτό
το απέδειξε στην περίοδο 2015-2019, οπότε και
κυβέρνησε.
Γιατί
τότε όχι μόνο διαπραγματεύτηκε αλλά και
υλοποίησε «μέχρι κεραίας» ένα Μνημόνιο, αλλά και
οι πολιτικές που πρότεινε «εκτός Μνημονίου», δεν
ήταν ακριβώς… επαναστατικές.
Ούτε και
τώρα οι πολιτικές του μπορούν να θεωρηθούν
ακριβώς «μαρξιστικής έμπνευσης».
Αυτά που
προτείνει είναι μια παραλλαγή του κυρίαρχου
«μίγματος πολιτικής» στην Ευρώπη, απλώς με την
προσθήκη μεγαλύτερης έμφασης στην κοινωνική
συνοχή, μεγαλύτερης αναδιανομής εισοδήματος,
περισσότερης κοινωνικής προστασίας και στήριξης
κάπως περισσότερο στον δημόσιο τομέα, χωρίς όμως
ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων.
Πιθανώς
αυτή η πολιτική να είναι στα μάτια των στελεχών
του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα η μόνη ρεαλιστική και σίγουρα
μπορεί στα μάτια σημαντικού μέρους της κοινωνίας
να φαντάζει πιο θελκτική από τις κυβερνητικές
υποσχέσεις (αν και προεκλογικά και η κυβέρνηση
«κοινωνικό προφίλ» προσπαθεί να χτίσει), όμως
δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί «μαρξιστική».
Στην
πραγματικότητα το πρόβλημα αυτών των εκλογών δεν
είναι ότι έχουμε να κάνουμε με την επιλογή
ανάμεσα σε «υπεύθυνες» πολιτικές και πολιτικές
που μπορεί να οδηγήσουν σε «επικίνδυνες
περιπέτειες».
Το
πρόβλημα είναι ότι – τουλάχιστον για τα κόμματα
εξουσίας – η αντιπαράθεση διεξάγεται εντός του
μάλλον ασφυκτικού πλαισίου που διαμορφώνει ο
βαθύτερος, «εμπεδωμένος» νεοφιλελευθερισμός που
κυριαρχεί και θεσμικά στην ΕΕ, με όλα τα κόμματα
εξουσίας να δίνουν διαπιστευτήρια «ρεαλισμού».
Μόνο που
αυτό το «στένεμα» του ιστορικού ορίζοντα δύσκολα
μπορεί να θεωρηθεί «προοδευτική πολιτική».
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |