Η βασική
θεωρία πίσω από την αναστροφή της καμπύλης
αποδόσεων είναι ότι οι επενδυτές πιστεύουν πως
τα υψηλά επιτόκια θα επιβραδύνουν την οικονομική
δραστηριότητα και θα οδηγήσουν σε οικονομική
αδυναμία. Γι’ αυτό οι επενδυτές απαιτούν
υψηλότερες αποδόσεις για τα βραχυπρόθεσμα
ομόλογα σε σύγκριση με τα μακροπρόθεσμα,
δημιουργώντας την αναστροφή της καμπύλης.
Παρότι η
αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων έχει αποδειχθεί
ακριβής προάγγελος ύφεσης, οδηγώντας σε ύφεση
που αρχίζει 12 έως 18 μήνες μετά την αρχική
αναστροφή. Αυτό το χρονικό διάστημα καθιστά
δύσκολη την αντιστάθμιση του κινδύνου ή την
κερδοσκοπία για την επερχόμενη αλλαγή. Οι
επενδυτές και οι διαμορφωτές πολιτικής
δυσκολεύονται να λάβουν έγκαιρα μέτρα λόγω αυτής
της χρονικής καθυστέρησης.
Ιστορικά, το μήκος ή το βάθος της αναστροφής δεν
συσχετίζεται απόλυτα με το μήκος ή το βάθος της
αντίστοιχης ύφεσης, αλλά συσχετίζεται με την
αναπόφευκτη ύπαρξη της ύφεσης, καθώς η ύπαρξη
της αναστροφής αποτελεί σχεδόν σίγουρο προάγγελο
ύφεσης, ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά ή μακρά θα
είναι η ίδια η ύφεση.
Η
τρέχουσα αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων των
2ετών έναντι των 10ετών ξεπέρασε τα δύο έτη,
δημιουργώντας τη μεγαλύτερη αναστροφή στην
Ιστορία. Τις τελευταίες εβδομάδες η αναστροφή
έχει αυξηθεί από -50 σε -20 μονάδες. Η κίνηση
αυτή είναι ένδειξη ότι η ύφεση είναι πιο κοντά
από ό,τι αναμενόταν, καθώς η πτώση στις
αποδόσεις των 2ετών ομολόγων έχει συνοδευτεί από
αυξημένες προσδοκίες ότι η Fed θα χαλαρώσει την
πολιτική της το 2024.
Τα
οικονομικά δεδομένα έχουν επιδεινωθεί, με
απογοητευτικά στοιχεία στις λιανικές πωλήσεις
και στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας την
ανησυχία ότι η οικονομία ενδέχεται να εισέλθει
σε ύφεση, καθώς οι καταναλωτικές δαπάνες και η
απασχόληση είναι βασικοί δείκτες της οικονομικής
υγείας.
Επί του
παρόντος, οι αγορές μελλοντικών συμβολαίων
προβλέπουν ότι η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα
έρθει τον Σεπτέμβριο και θα είναι η αρχή μιας
μείωσης επιτοκίων. Αυτές οι προσδοκίες
αντικατοπτρίζουν την αντίληψη ότι η Fed θα
χαλαρώσει την πολιτική της για να αντιμετωπίσει
την επερχόμενη οικονομική αδυναμία. Μένει όμως
να επαληθευθεί, καθώς ο πληθωρισμός επιμένει.
Η
καθυστέρηση μεταξύ της αναστροφής της καμπύλης
αποδόσεων και της έναρξης της ύφεσης δημιουργεί
προκλήσεις για τους διαμορφωτές πολιτικής και
τους επενδυτές. Οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει
να λάβουν προληπτικά μέτρα για να αντιμετωπίσουν
την επερχόμενη ύφεση, ενώ οι επενδυτές πρέπει να
προετοιμαστούν για την επικείμενη οικονομική
επιβράδυνση. Η πρόβλεψη της ακριβούς χρονικής
στιγμής της ύφεσης είναι δύσκολη, γεγονός που
αυξάνει την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο.
Για την
αντιμετώπιση της επικείμενης ύφεσης, οι
διαμορφωτές πολιτικής μπορούν να εξετάσουν τις
ακόλουθες στρατηγικές:
– Η
χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να
βοηθήσει στην ενίσχυση της οικονομικής
δραστηριότητας και στην αποτροπή της ύφεσης.
– Η
αύξηση των δημόσιων δαπανών και η μείωση των
φόρων μπορεί να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη
και να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ύφεσης.
– Η
ενίσχυση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων
κατάρτισης και υποστήριξης των ανέργων μπορεί να
βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αύξησης της
ανεργίας κατά τη διάρκεια της ύφεσης.
Οι
επενδυτές μπορούν να προετοιμαστούν για την
επικείμενη ύφεση με τις ακόλουθες στρατηγικές:
– Η
διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου μπορεί να
μειώσει τον κίνδυνο και να προστατεύσει από την
πτώση των αγορών.
– Η
επένδυση σε αμυντικούς τομείς, όπως τα
καταναλωτικά αγαθά και οι υπηρεσίες κοινής
ωφέλειας, μπορεί να παρέχει μεγαλύτερη
σταθερότητα σε περιόδους οικονομικής
αβεβαιότητας.
– Η
διατήρηση ρευστότητας μπορεί να δώσει τη
δυνατότητα για ευκαιρίες αγοράς σε χαμηλές τιμές
κατά τη διάρκεια της ύφεσης.
Η
αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων των ομολόγων
των ΗΠΑ αποτελεί σημαντικό προάγγελο ύφεσης, με
ιστορικά ακριβή πρόβλεψη. Παρά τις προκλήσεις
που παρουσιάζει η χρονική καθυστέρηση μεταξύ της
αναστροφής και της έναρξης της ύφεσης, οι
διαμορφωτές πολιτικής και οι επενδυτές μπορούν
να λάβουν προληπτικά μέτρα για να μετριάσουν τις
επιπτώσεις της επερχόμενης οικονομικής
αδυναμίας.
Οι
διαμάχες στο εσωτερικό πολλών χωρών, η
υπερχρέωση των κυβερνήσεων και οι εξωτερικοί
κίνδυνοι από τις πολεμικές συγκρούσεις ενδέχεται
να δυσκολέψουν την κατάσταση. Απαιτούνται
συνεχής παρακολούθηση των οικονομικών δεδομένων
και προσαρμογή της στρατηγικής ανάλογα με τις
εξελίξεις για την αντιμετώπιση της επερχόμενης
ύφεσης.
*Ο κ.
Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονομολόγος, αναπλ.
καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο
Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |