Και το έκανε αυτό γιατί
ήδη από τη δεκαετία του
1950 γνώριζε ότι ήταν
μια κρίσιμη σύμμαχος της
Δύσης και των ΗΠΑ. Ας
μην ξεχνάμε ότι ήταν για
χρόνια ένα ιδιότυπο
«προκεχωρημένο φυλάκιο»
του ΝΑΤΟ και απέναντι
στη Σοβιετική Ένωση
παλαιότερα και σε σχέση
με τη Μέση Ανατολή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει
γιατί, για παράδειγμα,
δεν αποβλήθηκε από τη
«δυτική συμμαχία», όταν
προχώρησε στην εισβολή
του 1974 στην Κύπρο,
εισβολή σε βάρος
κυρίαρχου κράτους. Αυτό,
επίσης, μπορεί να εξηγεί
γιατί για πολλά χρόνια η
«αναθεωρητική ρητορική»
της απέναντι στα
ελληνοτουρκικά γινόταν
ανεκτή και ακόμη και
όταν αμφισβητούσε ευθέως
τα ελληνικά κυριαρχικά
δικαιώματα η ρητορική
από τη μεριά των ΗΠΑ
απέναντι στις ελληνικές
διαμαρτυρίες ήταν
περίπου «βρείτε τα,
γιατί είστε εξίσου
σημαντικοί σύμμαχοι».
Τώρα αυτό δείχνει να
αλλάζει. Ένα μέρος του
αμερικανικού πολιτικού
και στρατιωτικού
κατεστημένου των ΗΠΑ δεν
θέλει να ανεχτεί άλλο
τον τρόπο που ο
«σουλτάνος» Ερντογάν θεωρεί
ότι μπορεί κινείται ως
«αυτόνομος παίκτης»,
χαράσσοντας τη δική του
πολιτική απέναντι στη
Ρωσία, που δεν
ταυτίζεται με τη δυτική,
ή απειλώντας ευθέως μια
χώρα-μέλος της
συμμαχίας, δηλαδή την
Ελλάδα.
Αυτό φάνηκε και με την
απόφαση να αποκλειστεί η
Τουρκία από το πρόγραμμα
για τα μαχητικά F-35,
ύστερα από την επιλογή
του Ερντογάν να
προμηθευτεί πυραύλους
S-400 από τη Ρωσία, και
με τα εμπόδια που
συναντά η Τουρκία αυτή
τη στιγμή στο να
μπορέσει να προμηθευτεί
αεροσκάφη F-16, ακριβώς
γιατί υπάρχει έντονη
αντίδραση στη Γερουσία,
με δεδομένο τον τρόπο
που η Τουρκία
συμπεριφέρεται απέναντι
στην Ελλάδα.
Αυτός ο διαφορετικός
τόνος απέναντι στην
Τουρκία, αυτή η
μεγαλύτερη δυσπιστία
απέναντι στην Άγκυρα,
έχει αποτυπωθεί σε
διάφορες τοποθετήσεις,
με πιο χαρακτηριστικές
αυτές του Αμερικανού
Γερουσιαστή Μπομπ
Μενέντεζ, που μιλώντας
στο Mega και στη Νίκη
Λυμπεράκη υπογράμμισε
ότι ως επικεφαλής της
αρμόδιας επιτροπής της
Γερουσίας δεν θα
εγκρίνει την πώληση των
F-16 στην Τουρκία
ακριβώς επειδή αυτή έχει
μια επιθετική στάση
απέναντι στην Ελλάδα.
Προφανώς και η νέα
αμερικανική δυσπιστία
απέναντι στην Τουρκία
δεν αφορά μόνο την
Ελλάδα, αλλά το
συνολικότερο τρόπο που η
Τουρκία δείχνει να θέλει
να «κάνει το δικό της
παιχνίδι». Ωστόσο, έχει
σημασία.
Σημαίνει αυτό ότι η
Τουρκία δεν
αντιμετωπίζεται πλέον ως
σύμμαχος από τις ΗΠΑ; Θα
ήταν υπερβολή και λάθος.
Σημαντικό μέρος του
αμερικανικού πολιτικού
και διπλωματικού
κατεστημένου εξακολουθεί
να θεωρεί ότι δεν πρέπει
να χαθεί η Τουρκία. Ας
μην ξεχνάμε ότι είναι
μια μεγάλη χώρα, με
μεγάλες ένοπλες δυνάμεις
και στρατηγική θέση.
Αυτό άλλωστε
υπογραμμίζει και ο ίδιος
ο Ερντογάν.
Νέο τοπίο
Όλα αυτά διαμορφώνουν
ένα νέο τοπίο και για
τις ελληνοτουρκικές
σχέσεις. Προφανώς και η
χώρα μας πρέπει να
εκμεταλλευτεί αυτή τη
συγκυρία που σημαίνει
ότι η Τουρκία θα
αντιμετωπίζει αρκετή
πίεση. Το ερώτημα, όμως,
είναι προς τα πού.
Νομίζω ότι ο χειρότερος
οδηγός θα ήταν να πούμε
ότι η νέα συγκυρία στις
αμερικανοτουρκικές
σχέσεις θα δικαίωνε μια
δική μας «επιθετική»
πολιτική, συνοδευόμενη
από τους ανάλογους
πατριδοκάπηλους τόνους.
Αντιθέτως, θεωρώ ότι μια
δήλωση του νέου
αμερικανού πρέσβη στην
Ελλάδα, Τζωρτζ Τσούνη,
δίνει έναν πιο ορθό
τόνο: «Θα έλεγα ότι
κανέναν δεν ωφελεί
περισσότερο από την
Ελλάδα η προοπτική µιας
Τουρκίας σταθερής,
φιλειρηνικής και
ευηµερούσας».
Κοντολογίς, το ερώτημα
αυτή τη στιγμή δεν είναι
εάν θα «ματώσει» η
Τουρκία, αλλά εάν θα
πιεστεί να επιστρέψει σε
μια λογική διαλόγου,
ειρηνικής συνύπαρξης και
τελικά καλής γειτονίας
με την Ελλάδα, στην
προοπτική μιας
αναβαθμισμένης
συνεργασίας δύο χωρών
που όπως έχει γραφτεί
συχνά είναι
καταδικασμένες να
συνυπάρχουν.
Αυτή τη βασική διάσταση
ότι ο στόχος είναι
τελικά να συνομιλήσουμε
με την Τουρκία και να
εκμεταλλευτούμε την
πίεση που δέχεται σήμερα
ο Ερντογάν για να τον
φέρουμε στο τραπέζι του
διαλόγου και όχι για να
τον «χτυπήσουμε» δεν
πρέπει να τη χάσουμε.
Ανεξαρτήτως ρητορικής, η
ουσία δεν είναι εάν και
πόσο θα «κοντύνει» η
Τουρκία, αλλά εάν αυτή η
μεγάλη χώρα (αυτό ας μη
το ξεχνάμε) θα καταλάβει
ότι πραγματική
αναβάθμιση της θέσης της
στην περιοχή περνάει
μέσα από μια νέα
συνεννόηση με την
Ελλάδα.
Και αυτό είναι κάτι που
πρέπει να συζητήσουν
πολύ σοβαρά οι πολιτικές
δυνάμεις στην Ελλάδα,
έστω και εάν η
προεκλογική περίοδος,
στην οποία επί της
ουσίας βρισκόμαστε, δεν
είναι η καλύτερη
περίοδος για σοβαρές
συζητήσεις.
Αλλά, εάν είναι να
εκμεταλλευτούμε την
μερική και όχι μόνιμη
(και αυτό δεν πρέπει να
το ξεχνάμε) μεταστροφή
της αμερικανικής
πολιτικής απέναντι στην
Τουρκία, θα πρέπει να
μάθουμε να σκεφτόμαστε
σοβαρά και με προοπτική.
Να αποκτήσουμε δηλαδή
έναν τρόπο σκέψης που
δεν θα μένει μόνο στο «η
Τουρκία δεν θα αποκτήσει
F-16, ενώ εμείς θα
αποκτήσουμε Ραφάλ», αλλά
να μπορεί να πηγαίνει
ένα βήμα παρακάτω στο
«πώς μπορούμε να
δείξουμε στην Τουρκία
ότι ακριβώς τώρα που
δέχεται πίεση, η
διέξοδός της είναι να
συζητήσει με την Ελλάδα
και να αναζητήσει
τρόπους ειρηνικής
συνύπαρξης και
συνεργασίας σε όλα τα
επίπεδα, συνύπαρξης και
συνεργασίας που τελικά
θα διαμορφώσει
θετικότερες δυναμικές
και για την ίδια την
Τουρκία».
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
(in.gr) |