Αυτό
ισχύει ακόμα περισσότερο φέτος, καθώς οι
δημοσκοπήσεις δείχνουν την πιο οριακή ισορροπία
των τελευταίων είκοσι ετών, κάνοντας ακόμα πιο
κρίσιμο να καταλάβουμε τι θα μπορούσε να αλλάξει
στην τελική ευθεία μέχρι την 5η Νοεμβρίου. Και
δεν φαίνονται να υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν
να αλλάξουν, αφού οι δύο υποψήφιοι έχουν
εξαιρετικά σταθερά ποσοστά εδώ και ενάμιση μήνα,
μετά τη λήξη του συνεδρίου των Δημοκρατικών.
Παρόλο που η πορεία του αγώνα άλλαξε δραματικά
από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τα τέλη Αυγούστου, με
τον ενθουσιασμό για την αντικατάσταση του Τζο
Μπάιντεν από την Κάμαλα Χάρις να δίνει το
προβάδισμα στους Δημοκρατικούς, είναι σαφές ότι
έχουν εξαντληθεί προ πολλού τα όρια αυτού του
παράγοντα.
Τα
ποσοστά των δύο υποψηφίων σε εθνικό επίπεδο,
σύμφωνα με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων που
υπολογίζει ο αναλυτής Νέιτ Σίλβερ.
Αμερικανικές Εκλογές: Τι μπορεί να αλλάξει τον
τελευταίο μήνα;
Αυτό δεν
είναι κάτι παράξενο ή απρόσμενο. Αντιθέτως, πριν
από δύο μήνες περίπου, συζητούσαμε εδώ πως «στις
22 Αυγούστου, που ολοκληρώνεται το συνέδριο των
Δημοκρατικών, αρχίζουν τα δύσκολα». Η Κάμαλα
Χάρις είχε μεν μια εξαιρετική εμφάνιση στο
debate της 10ης Σεπτεμβρίου, αλλά η επίπτωση
στις δημοσκοπήσεις περιορίστηκε στην ανάκτηση
περίπου μιας μονάδας που είχε χάσει
προηγουμένως. Τα αποτελέσματα του debate των
αντιπροέδρων της 1ης Οκτωβρίου δεν έχουν
καταγραφεί ακόμα, αλλά αποκλείεται να αλλάξει
σημαντικά η εικόνα. Τώρα πλέον οι δύο υποψήφιοι
οργώνουν τη χώρα με συγκεντρώσεις —κυρίως στις 7
κρίσιμες Πολιτείες για τις οποίες θα μιλήσουμε
παρακάτω—, δίνουν συνεντεύξεις, βγάζουν
διαφημίσεις, και στέλνουν εθελοντές πόρτα-πόρτα
να πείσουν τους ψηφοφόρους.
Από αυτή
την πλευρά η Χάρις φαίνεται να έχει ένα
πλεονέκτημα, καθώς η καμπάνια της συνεχίζει να συλλέγει
πολύ περισσότερες δωρεές, φτάνοντας τα
150 εκατομμύρια δολάρια τον Αύγουστο έναντι
μόλις 45 του Τραμπ. Μαζί με τις πολιτικές
οργανώσεις (PAC) που συλλέγουν χρήματα για
παράλληλες καμπάνιες, η πλευρά της Χάρις
πλησιάζει το 1 δισεκατομμύριο δολάρια έναντι 692
εκατομμυρίων του Τραμπ, σύμφωνα με πρόσφατα
στοιχεία του περιοδικού Economist. Πέρα από τις
δαπάνες για διαφημίσεις και συγκεντρώσεις, η
Χάρις έχει επιλέξει να συνεχίσει την τακτική της
καμπάνιας του Μπάιντεν και να δώσει βάρος στη
στελέχωση τοπικών οργανώσεων στις τοπικές
Πολιτείες, που θα μιλάνε άμεσα με τους
ψηφοφόρους. Ο Τραμπ, αντιθέτως, φαίνεται να
επικεντρώνεται στις μεγάλες συγκεντρώσεις, με
μικρότερη συγκριτικά επένδυση σε διαφημίσεις και
στελέχωση τοπικών ομάδων, κρατώντας παράλληλα κι
ένα σημαντικό κομπόδεμα για δικαστικές αγωγές
αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος,
σύμφωνα με χθεσινό ρεπορτάζ της Ουάσινγκτον
Ποστ.
Τι έχει
αλλάξει ώς τώρα
Είναι
εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τι νόημα έχει να
ξοδεύονται τόσα εκατομμύρια, όταν δεν φαίνεται
να υπάρχει αποτέλεσμα στα ποσοστά των υποψηφίων
επί ενάμιση μήνα. Δεν χωρά βέβαια αμφιβολία πως
ένα σημαντικό τμήμα αυτών των χρημάτων πάει
χαμένο, υπάρχουν όμως και στοιχεία που δείχνουν
πως οι απόψεις των ψηφοφόρων σταδιακά αλλάζουν,
ακόμα κι αν δεν έχουν φτάσει στο σημείο να
δηλώνουν πως θα αλλάξουν την ψήφο τους, ή πως
κατέληξαν στο ποιον θα ψηφίσουν, αν μιλάμε για
τους λίγους εναπομείναντες αναποφάσιστους.
Ένα
τέτοιο στοιχείο είναι η δημοτικότητα της Κάμαλα
Χάρις, η οποία τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια
ακολουθούσε λίγο-πολύ την ίδια (αρνητική) πορεία
με τη δημοτικότητα του Προέδρου Μπάιντεν. Η
Χάρις ουσιαστικά ξεκίνησε να γίνεται γνωστή στο
ευρύ κοινό στα τέλη Ιουλίου που ξεκίνησε την
καμπάνια της, κι από τότε η δημοτικότητά της
έκανε μια απότομη στροφή από τις μείον 17
μονάδες (περισσότερες αρνητικές από θετικές
γνώμες) και μέσα σε δύο μήνες έφτασε στην
ισορροπία αρνητικών και θετικών απόψεων. Οι
αρνητικές γνώμες είναι τώρα στο 46% περίπου, άρα
υπάρχουν αρκετοί ψηφοφόροι που δεν τη βλέπουν
αρνητικά, αλλά δεν έχουν αποφασίσει ακόμα να την
ψηφίσουν. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στο
ίδιο διάστημα η δημοτικότητα του Τραμπ
βελτιώθηκε μόνο οριακά, από τις μείον 12 μονάδες
στις μείον 10, όπως και του Τζο Μπάιντεν, που
πήγε από το μείον 18 στο μείον 14. Οι απόψεις
των ψηφοφόρων γι’ αυτούς είναι πλέον παγιωμένες
και δύσκολα αλλάζουν.
Η
δημοτικότητα της Κάμαλα Χάρις (ασχέτως προθέσεως
ψήφου), σύμφωνα με τον μέσο όρο των
δημοσκοπήσεων που υπολογίζει η ομάδα
FiveThirtyEight του ABC News. Οι αρνητικές
γνώμες φαίνονται με κόκκινο, οι θετικές με μπλε.
Ένα άλλο
ενδιαφέρον στοιχείο είναι η μεταστροφή των
ψηφοφόρων σε πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις για
τους υποψηφίους. Σύμφωνα με έρευνα του Cook
Political Report που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες
ημέρες, οι ψηφοφόροι των 7 πιο κρίσιμων
Πολιτειών θεωρούν τη Χάρις και τον Τραμπ εξίσου
ικανούς να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του
πληθωρισμού, ενώ τον Αύγουστο ο Τραμπ υπερείχε
κατά 6 μονάδες σε αυτό το θέμα. Στο κρίσιμο
ζήτημα της μεταναστευτικής κρίσης στα νότια
σύνορα, η Χάρις υπολείπεται του Τραμπ κατά 9
μονάδες, κάτι που όμως αποτελεί βελτίωση από τις
14 μονάδες διαφορά που είχε τον Αύγουστο. Σε
άλλα ζητήματα πάντως, όπως η αντιμετώπιση της
εγκληματικότητας και η συνολική διαχείριση της
οικονομίας, δεν έχει καταφέρει να μειώσει
σημαντικά τη διαφορά της από τον Τραμπ, που
είναι τώρα στις 2 και 5 μονάδες αντίστοιχα. Στον
αντίποδα, ο Τραμπ δεν έχει βελτιώσει τη θέση του
στη διαχείριση των αμβλώσεων και την προστασία
της Δημοκρατίας, όπου η Χάρις προηγείται κατά 19
και 8 μονάδες αντίστοιχα.
Οι
κρίσιμες Πολιτείες
Πάμε
λοιπόν να δούμε σε ποιες γεωγραφικές περιοχές
επικεντρώνονται οι προσπάθειες των δύο υποψηφίων
για τη βελτίωση των ποσοστών τους. Όπως
είχαμε εξηγήσει αναλυτικά τον προηγούμενο μήνα,
ο νικητής των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ
κρίνεται αποκλειστικά από έναν μικρό αριθμό
Πολιτειών όπου τα ποσοστά των δύο κομμάτων έχουν
μικρή διαφορά (λιγότερο από 5-6 μονάδες). Φέτος,
αυτές χωρίζονται σε τρεις ομάδες:
«Η ζώνη
της σκουριάς» (Rust
Belt), που περιλαμβάνει το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και
την Πενσιλβάνια,
έχει πληγεί εδώ και δεκαετίες από την παρακμή
των κάποτε κραταιών βιομηχανιών αυτοκινήτου και
χάλυβα, εξ ου και το όνομά της. Έχει μεγάλο
ποσοστό απογοητευμένων πολιτών της εργατικής
τάξης, που είναι κυρίως λευκοί χωρίς
πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Παρόλο που στα μεγάλα
αστικά κέντρα (π.χ. Μιλγουόκι, Ντιτρόιτ,
Φιλαδέλφεια) συνεχίζουν να υπερισχύουν οι
Δημοκρατικοί, τα ποσοστά τους έχουν μειωθεί και
εξισταθμίζονται πλέον από τη δύναμη των
Ρεπουμπλικανών στις αγροτικές περιοχές. Αυτό
επέτρεψε στον Τραμπ να κάνει την έκπληξη και να
κερδίσει (οριακά) και τις τρεις Πολιτείες το
2016, μετά από 24 χρόνια υπεροχής των
Δημοκρατικών. Ο Μπάιντεν τις ξανακέρδισε το 2020
(με μικρή διαφορά) με τη βοήθεια των συνδικάτων,
και η Χάρις προηγείται τώρα στις δημοσκοπήσεις,
αλλά η διαφορά βρίσκεται στα όρια του
δημοσκοπικού σφάλματος. Αν πάντως καταφέρει να
τις κερδίσει και τις τρεις, της αρκούν για να
φτάσει ακριβώς στο όριο των 270 εκλεκτόρων που
θα της εξασφαλίσει την Προεδρία.
Στον
Νότο έχουμε
τη Βόρεια
Καρολίνα και την Τζόρτζια, που
ψηφίζουν σταθερά Ρεπουμπλικανό Πρόεδρο τα
τελευταία 30 χρόνια (όπως και οι περισσότερες
Πολιτείες του «Παλιού Νότου»), με μοναδικές
εξαιρέσεις τη νίκη του Ομπάμα στη Βόρεια
Καρολίνα το 2008, κι αυτή του Μπάιντεν στη
Τζόρτζια το 2020. Εδώ προηγείται στις
δημοσκοπήσεις ο Τραμπ, αλλά με ελάχιστη διαφορά.
Η ελπίδα της Χάρις είναι αφενός να
δραστηριοποιήσει τα σημαντικά ποσοστά
Αφροαμερικανών ψηφοφόρων (20% στη Βόρεια
Καρολίνα και 30% στην Τζόρτζια), και αφετέρου να
αυξήσει κι άλλο την επιρροή της στους πληθυσμούς
των προαστίων, οι οποίοι είναι υψηλότερου
οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, και τα
τελευταία χρόνια κάνουν σταδιακά στροφή προς
τους Δημοκρατικούς.
Στις
Νοτιοδυτικές ΗΠΑ,
τέλος, η Αριζόνα και
η Νεβάδα έχουν
κάποια κοινά δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το
μεγάλο ποσοστό ισπανόφωνων (περίπου 30%),
ψηφίζουν όμως διαφορετικά. Η Νεβάδα, όπου ο
πληθυσμός απασχολείται κυρίως στα καζίνο του Λας
Βέγκας και του Ρίνο, ψηφίζει σταθερά Δημοκρατικό
Πρόεδρο στις τελευταίες 4 εκλογές, αλλά το
προβάδισμα της Χάρις στις δημοσκοπήσεις είναι
πολύ μικρό για να είναι ασφαλές. Στην Αριζόνα
αντιθέτως, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει πολύ
ισχυρή και μακροχρόνια παράδοση, αλλά η μεγάλη
αύξηση του αστικού πληθυσμού στο Φοίνιξ και το
Τούσον έδωσε τη νίκη στον Μπάιντεν το 2020. Τώρα
ο Τραμπ προηγείται και πάλι, βοηθούμενος κι από
την ανησυχία των ψηφοφόρων για τη μεταναστευτική
κρίση στα σύνορα με το Μεξικό, ένα θέμα που
θεωρείται αδύνατο σημείο των Δημοκρατικών. Η
Χάρις προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις
επισκεπτόμενη τα σύνορα πριν από μια εβδομάδα
και μιλώντας για το σχετικό νομοσχέδιο του
Μπάιντεν που απέρριψαν οι Ρεπουμπλικανοί τον
Μάιο, αλλά σίγουρα θα χρειαστούν κι άλλες
κινήσεις για να αλλάξει η εικόνα.
Οι
τρέχουσες προβλέψεις για τις Πολιτείες και τους
εκλέκτορες που εξασφαλίζει ο κάθε υποψήφιος (270
είναι το όριο για την Προεδρία). Σημειώνονται με
ανοιχτό χρώμα και λεζάντα οι αμφίρροπες
Πολιτείες, όπου η εκτίμηση είναι μέσα στα όρια
του δημοσκοπικού σφάλματος.
Η πιο
κρίσιμη από τις παραπάνω Πολιτείες είναι η
Πενσιλβάνια, καθώς έχει τους περισσότερους
εκλέκτορες (19) και είναι το στατιστικά
πιθανότερο «σημείο ανατροπής», που θα χαρίσει τη
νίκη σε έναν από τους δύο υποψηφίους. Οι
τρέχουσες εκτιμήσεις των κύριων προγνωστικών
μοντέλων (Economist, Nate Silver,
FiveThirtyEight) είναι πως η Χάρις θα κερδίσει
οριακά την τριάδα στη «Ζώνη της Σκουριάς» και τη
Νεβάδα, με τον Τραμπ να κερδίζει οριακά σε Β.
Καρολίνα, Τζόρτζια και Αριζόνα. Η ισορροπία όμως
είναι τόσο ευαίσθητη, που αν υπάρχει ένα
συστηματικό λάθος μόλις 2 μονάδων στα νούμερα
που βλέπουμε τώρα στις δημοσκοπήσεις, είτε προς
την κατεύθυνση της Χάρις είτε προς την
κατεύθυνση του Τραμπ, τότε αντίστοιχα ο
ένας από τους δύο θα κερδίσει και τις 7 παραπάνω
Πολιτείες! Οι δημοσκοπήσεις σε επίπεδο
Πολιτειών έχουν συνήθως ένα περιθώριο σφάλματος
4 με 5 μονάδες, άρα ένα τέτοιο σενάριο είναι
απολύτως ρεαλιστικό. Ο Νέιτ Σίλβερ μάλιστα
υπολογίζει ότι υπάρχει 22% πιθανότητα να συμβεί
κάτι τέτοιο υπέρ της Χάρις, και 20% πιθανότητα
να συμβεί υπέρ του Τραμπ.
Οι
κρίσιμες δημογραφικές ομάδες
Εκτός
όμως από το να οργανώνουν προεκλογικές
συγκεντρώσεις σε αυτές τις κρίσιμες Πολιτείες,
οι δύο υποψήφιοι προσαρμόζουν τη στρατηγική τους
και με βάση συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες
που πιστεύουν ότι μπορούν να φέρουν στην πλευρά
τους, ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής. Οι
διαφορές στις κομματικές προτιμήσεις κάποιων
ομάδων είναι εντυπωσιακές, όπως προκύπτει από τα
στοιχεία δημοσκοπήσεων που δημοσιεύτηκαν
σε πρόσφατο άρθρο του ABC News για τα ποσοστά
των ψηφοφόρων που επιλέγουν την Κάμαλα Χάρις:
Άντρες
47% / Γυναίκες 55%
Λευκοί
45% / Αφροαμερικανοί 82% / Ισπανόφωνοι 58%
Λευκοί
πανεπιστημιακής μόρφωσης 58% / Λευκοί χωρίς
πανεπιστημιακή μόρφωση 37%
Αστικές
περιοχές 60% / Προάστια 53% / Αγροτικές περιοχές
40%
Ηλικίες
18-29, 60% / Ηλικίες 65+, 49%
Αξίζει
να σημειώσουμε ότι τα ποσοστά της Χάρις στις
φυλετικές μειονότητες είναι μεν καλύτερα από
αυτά που είχε ο Μπάιντεν τον Ιούνιο, αλλά
παραμένουν χειρότερα από αυτά των προεδρικών
εκλογών του 2020. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται,
ο Τραμπ έχει καταφέρει να αυξήσει τα ποσοστά του
στους Ισπανόφωνους και τους Αφροαμερικανούς,
παρά τη συχνά ρατσιστική του ρητορική. Χωρίς να
μπορούμε να γενικεύσουμε, σ’ αυτές τις
δημογραφικές ομάδες απαντώνται συχνά —ειδικά
στους άντρες— κάποια χαρακτηριστικά που ευνοούν
την προσέλκυσή τους από το Ρεπουμπλικανικό
κόμμα, όπως η προσήλωση στη θρησκεία και σε
παραδοσιακές αξίες και πρότυπα. Οι νεότερες
γενιές δεν νιώθουν απαραίτητα την ίδια αφοσίωση
στο Δημοκρατικό κόμμα που είχαν οι προηγούμενες,
και δεν θέλουν να θεωρούνται δεδομένες από
κανέναν.
Ενδιαφέρον έχει επίσης η διαφορά
ανδρών-γυναικών, γιατί, αν και φαίνεται μικρή
συνολικά, παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις
ανά ηλικία. Συγκριμένα, στους νέους 18-29 ετών
έχει αυξηθεί πολύ την τελευταία δεκαετία το
χάσμα μεταξύ των φύλων, με τις γυναίκες να
δηλώνουν πολύ πιο συχνά προοδευτικές, ενώ οι
άντρες παραμένουν στα ίδια ποσοστά, σύμφωνα με
στοιχεία της γνωστής εταιρείας δημοσκοπήσεων
Gallup.
Δεδομένα
της Gallup για την πολιτική ιδεολογία των νέων
στις ΗΠΑ διαχρονικά, ανά φύλο. (Σημ.: Η
δημοσκόπηση είχε τις επιλογές
«conservative/moderate/liberal», που κατά λέξη
θα μεταφράζονταν
«συντηρητικός/μετριοπαθής/φιλελεύθερος», αλλά
στην αμερικανική πολιτική σκηνή και σε αυτά τα
συμφραζόμενα, το «liberal» αντιστοιχεί στην
έννοια του «προοδευτικού» για τα ελληνικά
μέτρα).
Ένας
επιπλέον παράγοντας που επηρεάζει αυτή τη
διαφοροποίηση είναι το ζήτημα της απαγόρευσης
των αμβλώσεων σε Πολιτείες που
ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς, μετά από
την άρση της συνταγματικής προστασίας τους από
το Ανώτατο Δικαστήριο το 2022, με ψήφους των
δικαστών που διορίστηκαν από τον Τραμπ. Η Χάρις
τονίζει αυτό το θέμα σε κάθε ευκαιρία, και είναι
χαρακτηριστικό ότι την ερχόμενη εβδομάδα θα
δημοσιευθεί η συνέντευξη που έδωσε στο πολύ
δημοφιλές νεανικό πόντκαστ «Call her daddy»,
όπου συμμετέχουν συχνά διασημότητες σαν τη Μάιλι
Σάιρους και την Κέιτι Πέρι. Η Χάρις προσπαθεί
επίσης να αξιοποιήσει το γεγονός ότι στη Νεβάδα
και την Αριζόνα (όπως και σε άλλες 8 Πολιτείες)
θα διεξαχθεί δημοψήφισμα για την προστασία των
αμβλώσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι των
Δημοκρατικών θα έχουν ένα παραπάνω κίνητρο να
πάνε στην κάλπη, και μπορεί έτσι να μειωθούν
σημαντικά τα ποσοστά αποχής, που είναι ένας
κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας.
Οι
αντίστοιχες προσπάθειες της πλευράς του Τραμπ να
κλείσει το χάσμα ανδρών-γυναικών είναι μάλλον
άγαρμπες έως τώρα, με τον ίδιο να δηλώνει σε
πρόσφατη ομιλία του ότι θα είναι ο «προστάτης»
των γυναικών, και να τις διαβεβαιώνει χωρίς
κάποια εξήγηση πως «δεν θα σκέφτεστε πια τις
αμβλώσεις». Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Τζ. Ντ.
Βανς έκανε μια προσπάθεια στο πρόσφατο debate να
αμβλύνει τις εντυπώσεις, λέγοντας ότι οι
Ρεπουμπλικανοί πρέπει να κάνουν περισσότερα για
να βοηθήσουν τις γυναίκες, χωρίς όμως να κάνει
ούτε βήμα πίσω από την απόλυτη θέση που έχει για
το θέμα. Ίσως όμως να έχει καλύτερη τύχη η
προσπάθεια της Μελάνια Τραμπ, η οποία σε νέο
βιβλίο για τη ζωή της που θα κυκλοφορήσει την
επόμενη εβδομάδα, τάσσεται καθαρά υπέρ του
δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση.
Πέρα από
τις αμβλώσεις, τα άλλα θέματα που βαθμολογούν
ψηλά στα κριτήριά τους οι ψηφοφόροι, είναι:
Η οικονομία,
με σημαντικότερη πτυχή της την ακρίβεια.
Παρόλο που ο πληθωρισμός έχει πέσει κάτω από το
4% για πάνω από ένα χρόνο, και τους τελευταίους
μήνες είναι κάτω από το 3%, οι τιμές παραμένουν
υψηλές σε πολλά αγαθά. Αρκετές ακόμα θετικές
εξελίξεις στην οικονομία, όπως η αύξηση των
ωρομισθίων γρηγορότερα από τον πληθωρισμό και η
πτώση των επιτοκίων (με επιπτώσεις στα
στεγαστικά δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες κλπ.),
είναι πολύ πρόσφατες για να τις έχει νιώσει ο
μέσος Αμερικανός στον οικογενειακό του
προϋπολογισμό. Η ανεργία είναι σε ιστορικά
χαμηλά επίπεδα και η ύφεση που φοβόντουσαν οι
περισσότεροι οικονομολόγοι φαίνεται να
αποφεύγεται, αλλά οι αναμνήσεις της συνεχούς
ανάπτυξης πριν την πανδημία κάνουν τη σύγκριση
με το σήμερα αρνητική για πολλούς.
Το μεταναστευτικό είναι
επίσης συνεχώς στη δημοσιότητα (με τη βοήθεια
βέβαια του Τραμπ και του Βανς), καθώς ο αριθμός
όσων διασχίζουν τα σύνορα με το Μεξικό ζητώντας
άσυλο ξεπέρασε κάθε ρεκόρ τα προηγούμενα χρόνια.
Οι Δημοκρατικοί καθυστέρησαν αδικαιολόγητα να
λάβουν μέτρα, και όταν —τον Μάιο— έφεραν στη
Γερουσία ένα συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης του
προβλήματος και ενίσχυσης των συνόρων, οι
Ρεπουμπλικανοί το καταψήφισαν κατ’ εντολήν του
Τραμπ, παρόλο που είχε προκύψει από διακομματική
επιτροπή στην οποία συμμετείχαν. Ο Μπάιντεν
κατάφερε στη συνέχεια να μειώσει τις ροές μέσω
προεδρικών διαταγμάτων που περιορίζουν τις
αιτήσεις ασύλου, αλλά η εικόνα που έχουν
σχηματίσει οι ψηφοφόροι μετά από τόσο καιρό δεν
αλλάζει εύκολα. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο
Μπάιντεν είχε αναθέσει στη Χάρις να συνεργαστεί
με τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής για τη
μείωση των μεταναστευτικών ροών στη ρίζα τους,
έχει δώσει δικαιολογία στον Τραμπ να επιρρίπτει
στη Χάρις ευθύνες για το πρόβλημα συνολικά,
αποκαλώντας την (εσφαλμένα) «Τσαρίνα των
συνόρων».
Οι απειλές
για τη Δημοκρατία είναι ένα ακόμα θέμα
που αναφέρεται συχνά στις δημοσκοπήσεις, και
επανέρχεται τώρα στη δημοσιότητα λόγω του
ανανεωμένου κατηγορητηρίου που υπέβαλε ο ειδικός
συνήγορος Τζακ Σμιθ κατά του Τραμπ, στην υπόθεση
για τις προσπάθειες ανατροπής του εκλογικού
αποτελέσματος του 2020. Σίγουρα δεν βοηθάει και
την εικόνα του Τραμπ προς τους ανεξάρτητους
ψηφοφόρους το γεγονός ότι συνεχίζει να μιλά για
τη δήθεν «νοθεία» του 2020 και να προετοιμάζει
το έδαφος για αντίστοιχες θεωρίες συνωμοσίας για
τις φετινές εκλογές. Αλλά και ο υποψήφιος
Αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, κατά τη διάρκεια του
πρόσφατου ντιμπέιτ με τον Τιμ Γουόλς, αρνήθηκε
να δεχτεί πως ο Τραμπ έχασε τις εκλογές του
2020.
Οι
Δημοκρατικοί εκμεταλλεύονται τώρα τη συγκυρία,
με την οργάνωση προεκλογικής συγκέντρωσης την
περασμένη Πέμπτη στο Ουισκόνσιν, όπου μαζί με τη
Χάρις μίλησε η Λιζ Τσέινι, βασικό πρώην στέλεχος
των Ρεπουμπλικανών και κόρη του πρώην
Αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι. Η Τσέινι είχε
πρωτοστατήσει στην επιτροπή της Βουλής που
διερεύνησε την προσπάθεια ανατροπής του
εκλογικού αποτελέσματος και την εισβολή στο
Καπιτώλιο και είχε βρεθεί γι’ αυτό τον λόγο στο
στόχαστρο του Τραμπ, χάνοντας τελικά την έδρα
της. Αντίστοιχα όμως, και οι Ρεπουμπλικανοί
μιλάνε για απειλές στη Δημοκρατία,
παρουσιάζοντας τις δικαστικές διώξεις κατά του
Τραμπ σαν στημένα κατηγορητήρια από την
κυβέρνηση Μπάιντεν και μιλώντας για προσπάθεια
των Δημοκρατικών να περιορίσουν την ελευθερία
του λόγου.
Αξίζει
τέλος να αναφερθούμε στην κρίση
στην Μέση Ανατολή, παρόλο που δεν
φαίνεται να είναι ψηλά στις προτεραιότητες των
περισσότερων ψηφοφόρων. Είναι όμως εξαιρετικά
σημαντική συγκεκριμένα για τους Αμερικανούς
εβραϊκής και αραβικής καταγωγής, κάνοντας την
ισορροπία δύσκολη για την Κάμαλα Χάρις. Οι
εβραϊκής καταγωγής ψηφοφόροι ψηφίζουν
παραδοσιακά Δημοκρατικούς σε μεγάλα ποσοστά, και
το Ισραήλ είναι στρατηγικός σύμμαχος που οι ΗΠΑ
δεν μπορούν να αφήσουν αβοήθητο. Τόσο ο Μπάιντεν
όμως όσο και η Χάρις (ο σύζυγος της οποίας είναι
εβραϊκής καταγωγής και θρησκεύματος) επιμένουν
από την πρώτη στιγμή στην ανάγκη προστασίας των
αμάχων. Αυτό δυστυχώς δεν ήταν αρκετό ούτε για
να αλλάξει την τραγική κατάσταση στη Γάζα, ούτε
—από εκλογικής πλευράς— για να μειώσει τις
αντιδράσεις των αραβικής καταγωγής ψηφοφόρων, οι
οποίοι αποτελούν κρίσιμη μάζα στην αμφίρροπη
Πολιτεία του Μίσιγκαν. Η ισορροπία εκεί είναι
στα όρια του δημοσκοπικού λάθους όπως αναφέραμε
και παραπάνω, και επομένως θα μπορούσε ίσως να
κριθεί από αυτή τη δημογραφική ομάδα.
Η
«έκπληξη του Οκτωβρίου»
Τι
απομένει λοιπόν; Να ενεργοποιήσουν οι δύο
υποψήφιοι και τα τελευταία όπλα που διαθέτουν,
στο τελικό σπριντ για να πείσουν τους λίγους
αναποφάσιστους στις κρίσιμες Πολιτείες. Οι
Δημοκρατικοί επιστρατεύουν τον Ομπάμα, ο οποίος
θα ξεκινήσει περιοδεία τις επόμενες ημέρες, ενώ
ο Τραμπ έβγαλε χθες στη σκηνή τον Ίλον Μασκ, σε
συγκέντρωση που οργάνωσε στην ίδια πόλη της
Πενσιλβάνια όπου είχε γίνει η απόπειρα
δολοφονίας του.
Το άλλο
βέβαια που απομένει είναι να δούμε ποια θα είναι
η φετινή «έκπληξη του Οκτωβρίου» που παραδοσιακά
εμφανίζεται τον τελευταίο μήνα πριν τις αμερικανικές
εκλογές: Κάποιο —τυχαίο ή μεθοδευμένο—
γεγονός που θα αλλάξει ξαφνικά την ισορροπία εις
βάρος του ενός υποψήφιου, ο οποίος δεν θα έχει
αρκετό χρόνο αντίδρασης για να ανακάμψει από τη
ζημιά. Ένα κλασικό τέτοιο παράδειγμα ήταν η
δημοσίευση τον Οκτώβριο του 2016 ενός
παλαιότερου βίντεο από τα γυρίσματα της εκπομπής
Access Hollywood, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε
χυδαία σχόλια για τις γυναίκες. Παρόλο που
υπήρξαν έντονες αντιδράσεις, ακόμα κι από
σημαντικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, τελικά δεν
φάνηκε να άλλαξε κάτι στην έκβαση του αγώνα.
Λίγες μέρες πριν από εκείνες τις εκλογές υπήρξε
όμως και δεύτερη έκπληξη, αυτή τη φορά υπέρ του
Τραμπ, καθώς ο διοικητής του FBI ανακοίνωσε ότι
είχε ανοίξει εκ νέου την έρευνα για τα email που
είχε στείλει η Χίλαρι Κλίντον ως Υπουργός
Εξωτερικών από το σπίτι της, παρακάμπτοντας τις
υποδομές ασφαλείας του υπουργείου. Η αποκάλυψη
αυτή εκτιμάται ότι επηρέασε οριακά το τελικό
αποτέλεσμα υπέρ του Τραμπ.
Φέτος
υπήρχε αρχικά ο φόβος ότι η απεργία που
ανακοίνωσαν οι λιμενεργάτες την περασμένη Τρίτη
θα οδηγούσε σε ελλείψεις αγαθών και αυξήσεις
τιμών, με αρνητικές επιπτώσεις για τη Χάρις. Η
απεργία όμως έληξε γρήγορα με τη βοήθεια του
Προέδρου Μπάιντεν, χωρίς επιπτώσεις. Ένας
σημαντικότερος κίνδυνος, που δεν έχει περάσει
ακόμα, είναι η κρίση στη Μέση Ανατολή, η οποία
ωθεί προς τα πάνω τις τιμές του πετρελαίου. Οι
περισσότεροι ψηφοφόροι μπορεί να μην
ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για θέματα εξωτερικής
πολιτικής, όταν δεν εμπλέκονται Αμερικανοί
στρατιώτες, αλλά η τιμή της βενζίνης —και των
αγαθών που συμπαρασύρει— είναι πάντα φλέγον
θέμα.
Υπάρχει
επίσης περίπτωση να προκύψει κάποιος νέος
τυφώνας σαν τον Helene (ήδη ετοιμάζεται ο
«Μίλτον»), ο οποίος θα μπορούσε είτε να
εμποδίσει τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν σε
συγκεκριμένες περιοχές, είτε να αλλάξει την
εικόνα της Χάρις με βάση μια εξαιρετικά καλή ή
εξαιρετικά κακή αντίδραση της κυβέρνησης στους
πληγέντες. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει τον
Οκτώβριο του 2012, όταν ο Ρεπουμπλικανός
κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, Κρις Κρίστι, είχε
απροσδόκητα πλέξει το εγκώμιο του Προέδρου
Ομπάμα για τη βοήθεια που προσέφερε η κυβέρνηση
μετά το πέρασμα του τυφώνα Σάντι.
Για να
είμαστε και ρεαλιστές όμως, πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι η εμμονή πολλών με την
προσμονή μιας «έκπληξης του Οκτωβρίου» καταλήγει
συχνά να γίνεται υπερβολική. Είναι εξίσου πιθανό
να μη γίνει τίποτε αρκετά συγκλονιστικό ώστε να
ανατρέψει τα δεδομένα, και έτσι ίσως φτάσουμε
στις εκλογές σκεπτόμενοι την περίφημη ρήση του
Βίτγκενστάιν: «Όταν γύρισα σπίτι μου περίμενα
μια έκπληξη και δεν υπήρχε καμία έκπληξη για
μένα, και έτσι, φυσικά, εξεπλάγην».
Νικόλας
Μολφέτας (Athens Voice) |