Αυτή η
καταστρατήγηση δεν είναι καινούργια: όπως
ξέρουμε, από τη δεκαετία του 1950 το πρόγραμμα
COINTELPRO χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για
την παρακολούθηση αλλά και για τη δολοφονία
ακτιβιστών και ηγετών. Ωστόσο, η μαζική
παρακολούθηση έχει εξελιχθεί πολύ από το 2001 με
τη βοήθεια της τεχνολογίας των υπολογιστών:
πολλά έχουν αλλάξει από τότε που, μετά τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αμερικανικός στρατός και το
Στέιτ Ντιπάρτμεντ ίδρυσαν το Γραφείο
Κρυπτογράφησης, το οποίο συνέλεγε
πληροφοριακό υλικό ακόμα κι από διπλωματικές
επικοινωνίες κορυφής. Στη συνέχεια, κατά τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπηρεσίες επιτήρησης
παρακολουθούσαν επικοινωνίες ταχυδρομείου,
τηλεγράφου, ραδιοφώνου μεταξύ των Ηνωμένων
Πολιτειών και οποιασδήποτε ξένης χώρας: αυτό
σήμαινε 350.000 συνδέσεις με το εξωτερικό και
25.000 διεθνείς τηλεφωνικές κλήσεις
εβδομαδιαίως. Ήταν λογικό για καιρό πολέμου:
κάθε επιστολή που διέσχιζε διεθνή ή εδαφικά
σύνορα των ΗΠΑ από τον Δεκέμβριο του 1941 έως
τον Αύγουστο του 1945 υπόκειτο σε άνοιγμα και
σάρωση. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου,
ιδρύθηκε το Project
SHAMROCK με σκοπό τη συγκέντρωση
τηλεγραφικών δεδομένων που εισέρχονταν και
εξέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες: εταιρείες
όπως η Western Union, η RCA Global και η ITT
World Communications βοήθησαν ενεργά
επιτρέποντας σε αξιωματούχους των αμερικανικών
μυστικών υπηρεσιών να αποκτήσουν πρόσβαση στη
διεθνή κυκλοφορία μηνυμάτων. Το 1952, ο πρόεδρος
Χάρι Τρούμαν ίδρυσε την Υπηρεσία
Εθνικής Ασφάλειας (NSA) η ύπαρξη της
οποίας δεν ήταν γνωστή στους πολίτες μέχρι τη
δεκαετία του 1970: τότε, η Επιτροπή Πολιτών για
την Έρευνα του FBI δημοσίευσε κλεμμένα έγγραφα
του FBI που αποκάλυπταν κατάχρηση προγραμμάτων
πληροφοριών. Μετά από πολλές διαμάχες για το τι
μπορούσε να επιτρέπεται για το τι έπρεπε να
παραμένει απόρρητο, τα θεσμικά όργανα
προσπάθησαν να περιορίσουν την εξουσία των
υπηρεσιών πληροφοριών, διασφαλίζοντας ότι οι
δραστηριότητες παρακολούθησης θα παρέμεναν εντός
του κράτους δικαίου. Αλλά, μετά τις επιθέσεις
του 2001, το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο
Patriot για να ενισχύσει τις
προσπάθειες ασφάλειας και πληροφοριών: η πράξη
παρείχε στον πρόεδρο ευρείες εξουσίες για τον
πόλεμο κατά της τρομοκρατίας,
συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προγράμματος
υποκλοπών χωρίς ένταλμα —αυτό το τελευταίο
φέρεται να έληξε, υπό την πίεση της κοινής
γνώμης, τον Ιανουάριο του 2007. Τον Ιούνιο του
2013 ο Έντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψε με
λεπτομέρειες τις εν λόγω δραστηριότητες και
καταχρήσεις: η NSA υπέκλεπε δεδομένα και
τηλεφωνικές κλήσεις πάνω από ένα δισεκατομμύριο
χρηστών, σε διάφορες χώρες.
Ακόμα
και ο Φρανκ Σινάτρα θεωρούνταν ύποπτος για
κομμουνιστικές διασυνδέσεις: ο φάκελός του
έφτανε τις 1.300 σελίδες. Άλλοι διάσημοι
παρακολουθούμενοι ήταν η Μέριλιν Μονρόε και ο
σύζυγός της Άρθουρ Μίλλερ, ο Τζον Λέννον, ο
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και βεβαίως όλοι ακτιβιστές
που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι
απειλές και οι κίνδυνοι για το κράτος διέφεραν
από εποχή σε εποχή: από
τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του
1930, η επιτήρηση αφορούσε αναρχικούς και
γκάγκστερς, κυρίως όσους ασχολούνταν με το
λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών. Στη συνέχεια,
αφορούσε Γερμανο-αμερικανούς και
Ιαπωνο-αμερικανούς υπόπτους για φιλία με τις
Δυνάμεις του Άξονα· στη διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου αφορούσε κυρίως κομμουνιστές· ύστερα,
Ρώσους, Κινέζους και ισλαμιστές τρομοκράτες. Αν
και από το 1935, το FBI είχε εξελιχθεί σε
ανεξάρτητη υπηρεσία χωρίς λογοδοσία, υπό την
καθοδήγηση του J. Edgar Hoover, σήμερα η μαζική
επιτήρηση έχει φτάσει σε επίπεδα μη συγκρίσιμα
με εκείνα του 1939. Κι αυτό παρότι επί Hoover το
FBI επιτηρούσε ακόμα και την Πρώτη Κυρία, την
Eleanor Roosevelt, για την οποία υπήρχε φάκελος
3.000 σελίδων. Ακόμα και ο Φρανκ Σινάτρα
θεωρούνταν ύποπτος για κομμουνιστικές
διασυνδέσεις: ο φάκελός του έφτανε τις 1.300
σελίδες. Άλλοι διάσημοι παρακολουθούμενοι ήταν η
Μέριλιν Μονρόε και ο σύζυγός της Άρθουρ Μίλλερ,
ο Τζον Λέννον, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και βεβαίως
όλοι ακτιβιστές που διαμαρτύρονταν για τον
πόλεμο του Βιετνάμ. Από την άλλη πλευρά, ο FBI
και η NSA χρησιμοποιούσαν ένα τεράστιο δίκτυο
πληροφοριοδοτών εξίσου διάσημων με τους
παρακολουθούμενους: ο Γουόλτ Ντίσνεϊ ήταν ένας
από αυτούς. Όλα αυτά είναι χιλιοειπωμένα. Το
«πρόβλημα» όμως δεν είναι ηθικής φύσεως, είναι
καθαρά πρακτικό: αν η αμερικανική
κυβέρνηση γίνει τυραννική, δηλαδή σε περίπτωση
που ένας δικτάτορας αναλάβει την εξουσία, η
τεχνολογική ικανότητα των μυστικών υπηρεσιών θα
μπορούσε να της επιτρέψει να επιβάλει τόσο
ολοκληρωτική εξουσία που δεν θα υπήρχε τρόπος να
αντισταθεί κανείς. Η σημερινή ικανότητα της
τεχνολογίας μπορεί να μεταμορφωθεί σε τέρας αν
περάσει σε χέρια τύπου Ντόναλντ Τραμπ: για
πολλούς παρατηρητές, συστήματα όπως το ECHELON,
το οποίο μπορούσε να υποκλέψει δορυφορικές
μεταδόσεις, επικοινωνίες δημόσιου τηλεφωνικού
δικτύου μεταγωγής (PSTN) (συμπεριλαμβανομένης
της κίνησης στο Διαδίκτυο) και εκπομπές που
μεταφέρονταν από μικροκύματα, μπορούν να γίνουν
θανάσιμο όπλο δικτατόρων. Το φιλοσοφικό ζήτημα
που μπαίνει είναι πως ό,τι είναι χρήσιμο στη
δημοκρατία, μπορεί να γίνει σύμμαχος της
δικτατορίας επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις της.
Πολλοί Αμερικανοί δημοσιογράφοι έχουν κρούσει
τον κώδωνα του κινδύνου και άλλοι έχουν
υπακούσει στα κελεύσματα του Λευκού Οίκου με
αποτέλεσμα να μη δημοσιεύσουν τα σχετικά
ρεπορτάζ και να μην εκφράσουν ανοιχτά τη γνώμη
τους. Πάντως, το 2006 η δημοσιογράφος του USA
Today, Leslie Cauley, σε άρθρο με τίτλο «Η
NSA έχει τεράστια βάση δεδομένων για τις
τηλεφωνικές κλήσεις των Αμερικανών» έγραφε
ότι η αμερικανική κυβέρνηση διατηρεί λεπτομερή
αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων δεκάδων
εκατομμυρίων πολιτών, τα οποία απέκτησε με τη
συνεργασία τριών εταιρειών τηλεπικοινωνιών.
Ακολούθησαν εκτεταμένα ρεπορτάζ των New York
Times, του περιοδικού Wired (με τίτλο «Προσέξτε
τι λέτε») και της βρετανικής Guardian, η οποία
δημοσίευσε σειρά αποκαλύψεων από τον τότε
ανώνυμο Αμερικανό πληροφοριοδότη —τον Έντουαρντ
Σνόουντεν.
Oι
σκεπτικιστές παραπέμποντας σε έναν από τους
συντάκτες του Συντάγματος, τον Τζέιμς Μάντισον,
ο οποίος προειδοποιούσε για τον ενδεχόμενο
«περιορισμό της ελευθερίας του λαού με σταδιακές
και σιωπηρές καταπατήσεις από όσους βρίσκονται
στην εξουσία», πέτυχαν στις 2 Ιουνίου 2015 τη
θέσπιση του Νόμου περί Ελευθερίας
Η μαζική
επιτήρηση παραβιάζει την Τέταρτη Τροπολογία του
αμερικανικού Συντάγματος, που λέει συνοπτικά το
εξής: «Δεν
πρέπει να παραβιάζεται το δικαίωμα του λαού να
είναι ασφαλές ως προς το άτομό του, το σπίτι
του, τα έγγραφά του»— δηλαδή εξασφαλίζει
την προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των
Αμερικανών. Αλλά σε κάθε τροπολογία υπάρχουν
παραθυράκια και η χρήση της υψηλής τεχνολογίας
για συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
ανάγεται στην εθνική ασφάλεια η οποία υπερβαίνει
το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Από την πλευρά
τους, οι σκεπτικιστές παραπέμποντας σε έναν από
τους συντάκτες του Συντάγματος, τον Τζέιμς
Μάντισον, ο οποίος προειδοποιούσε για τον
ενδεχόμενο «περιορισμό της ελευθερίας του λαού
με σταδιακές και σιωπηρές καταπατήσεις από όσους
βρίσκονται στην εξουσία», πέτυχαν στις 2 Ιουνίου
2015 τη θέσπιση του Νόμου περί Ελευθερίας. Αυτός
ο νόμος τερμάτιζε τη μαζική συλλογή
μεταδεδομένων τηλεφωνικών κλήσεων από την NSA
εντός 180 ημερών, αλλά επέτρεπε τη διατήρηση των
μεταδεδομένων από εταιρείες τηλεφωνίας: σύμφωνα
με αυτόν τον νόμο η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει
πρόσβαση μετά από έγκριση κατά περίπτωση του
Δικαστηρίου Εποπτείας Εξωτερικών Πληροφοριών.
Όμως, η
τεχνολογία έχει εξελιχθεί τόσο ώστε μπορεί να
διαφύγει από τον νόμο: τα
προηγμένα προγράμματα ομιλίας σε κείμενο (έτσι
ώστε οι τηλεφωνικές συνομιλίες να μπορούν να
παρακολουθούνται μαζικά από υπολογιστή, αντί να
απαιτείται η παρουσία χειριστών), λογισμικό
ανάλυσης κοινωνικών δικτύων για την
παρακολούθηση ομάδων ανθρώπων και τις
αλληλεπιδράσεις τους μεταξύ τους, λογισμικό "Human
identification in a distance" που
επιτρέπει στους υπολογιστές να αναγνωρίζουν
άτομα σε κάμερες παρακολούθησης από τα
χαρακτηριστικά του προσώπου και το βάδισμά τους
—όλα αυτά μπορούν να γίνονται σιωπηρά χωρίς να
αφήνουν ίχνη. Στο μεταξύ, καθώς ομάδες της civil
society έχουν μηνύσει επιχειρήσεις όπως την AT&T
Inc. για τη «βοήθειά» της στην παρακολούθηση των
επικοινωνιών εκατομμυρίων Αμερικανών, το FBI
ανεξαρτητοποιείται και δεν έχει πια ανάγκη από
τη συνεργασία με τους γίγαντες των επικοινωνιών:
έχει αναπτύξει τα προγράμματα
υπολογιστών "Magic Lantern" και CIPAV, τα
οποία μπορεί να εγκαταστήσει εξ αποστάσεως σε
σύστημα υπολογιστή, προκειμένου να παρακολουθεί
την ψηφιακή δραστηριότητα ενός ατόμου. Εξάλλου,
το Wide Area Persistent Surveillance (ή Wide
Area Motion Imaging), μια μορφή
αερομεταφερόμενου συστήματος επιτήρησης που
συλλέγει δεδομένα προτύπων ζωής καταγράφοντας
κινούμενες εικόνες ολόκληρων περιοχών, καθώς και
τα drones προσφέρουν αδιάλειπτο «eye in the sky»
που καταγράφει πραγματικές ή αντιληπτές
παραβιάσεις του νόμου.
Πρέπει
όντως να «προσέχουμε τι λέμε» με τον φόβο μήπως
βρεθούμε μπλεγμένοι;
Τα
ερωτήματα του κοινού παραμένουν καίρια: Κατά
πόσο συμβάλλει η μαζική επιτήρηση στην
αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, της
τρομοκρατίας και της κατασκοπίας ξένων δυνάμεων;
Δικαιολογείται ο προϋπολογισμός των 72 δις
ετησίως για όλα αυτά τα δίκτυα και την
τεχνολογία; Εξαντλείται το περιθώριο διαφάνειας
που αφήνουν οι επιχειρήσεις εθνικής ασφαλείας ή
απλούστατα η κυβέρνηση και οι μυστικές υπηρεσίες
δρουν χωρίς να λογοδοτούν στον αμερικανικό λαό
με το πρόσχημα των απορρήτων πληροφοριών; Πρέπει
όντως να «προσέχουμε τι λέμε» με τον φόβο μήπως
βρεθούμε μπλεγμένοι;
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης (Athens Voice) |