Ακριβώς
γι’ αυτό κυριαρχεί και στους λόγους της
δυσαρέσκειας των πολιτών όπως αυτή αποτυπώνεται
στις δημοσκοπήσεις.
Ακόμη
περισσότερο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι εάν
υπάρχει μια «βουβή» δυναμική που θα μπορούσε να
οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις και πιθανόν
πολιτικές ανατροπές, είναι ακριβώς αυτό που
διεθνώς ονομάζεται «κρίση κόστους ζωής».
Και στην
αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου προβλήματος, η
αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα η κυβέρνηση δεν
έχει καταφέρει να έχει κάποιο ουσιαστικό
αποτέλεσμα, παρότι έχει κάνει επανειλημμένες
εξαγγελίες για μέτρα, για ενίσχυση του
ανταγωνισμού, για καταπολέμηση της
αισχροκέρδειας.
Ως
αποτέλεσμα μπορεί να έχουμε μια βελτίωση σε οτι
αφορά την αποκλιμάκωση των τιμών σε κάποια αγαθά
και προϊόντα, π.χ. στην τιμή του φυσικού αερίου
ή του ρεύματος (όχι όμως στη βενζίνη), ωστόσο σε
αυτά που αποτελούν το βασικό κόστος ζωής των
λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή τρόφιμα, ενοίκια,
ένδυση, ψυχαγωγία, οι τιμές τραβούν την ανηφόρα.
Με αυτή
την έννοια, όλοι περίμεναν να δουν τι θα έλεγε ο
πρωθυπουργός στη συζήτηση στη Βουλή για την
ακρίβεια.
Μόνο που
όσοι προσδοκούσαν να ακούσουν άμεσα και
εφαρμόσιμα μέτρα, μάλλον θα έμειναν
απογοητευμένοι.
Πέραν
της πρωτοβουλίας του να ανοίξει το θέμα της
διαφορετικής τιμολόγησης που κάνουν οι
πολυεθνικές στην Ευρώπη, δεν πρότεινε κάτι άλλο.
Δεν
δεσμεύτηκε ούτε για πραγματικά μέτρα για τον
περιορισμό των υπερκερδών που γεννούν τον
«πληθωρισμό της απληστίας», ούτε για στοχευμένα
μέτρα μείωσης των κοινωνικά άδικων έμμεσων φόρων
που πλήττουν κυρίως τα λαϊκά στρώματα, ούτε για
μέτρα που θα εξασφαλίσουν ότι π.χ. τώρα που
υπάρχουν ενδείξεις ότι πάμε για διαφορετική και
καλύτερη σοδειά στο λάδι, αυτό θα μεταφραστεί
και σε σημαντική μείωση της τιμής για τον
καταναλωτή.
Αντιθέτως, υπεραμύνθηκε της δικής του πολιτικής
μέσα από μια αντιπαραβολή της κατάστασης την
προηγούμενη δεκαετία όταν η χώρα κινδύνευε από
χρεοκοπία και της σημερινής που η χώρα είναι
δημοσιονομικά σε καλύτερη κατάσταση.
Είναι η
γνωστή ρητορική ότι η κυβερνητική παράταξη
πρέπει να στηριχθεί, γιατί οποιαδήποτε άλλη
επιλογή είναι επικίνδυνη.
Παραβλέποντας, βέβαια, ότι καλώς ή κακώς δεν
μπορεί να κατηγορεί την αντιπολίτευση για
«ανευθυνότητα», εάν θυμηθούμε ποια κυβέρνηση
εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο και διαμόρφωσε το
περίφημο «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» των 37
δισεκατομμυρίων.
Όμως, το
πρόβλημα δεν είναι η όποια ρητορική λαθροχειρία.
Άλλωστε, τέτοιες πρακτικές είναι ενδημικές στον
πολιτικό λόγο.
Το
πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να γίνεται
επίκληση κινδύνου χρεοκοπίας όταν έχουμε
ξεπεράσει αυτό τον κίνδυνο, όταν δεν υπάρχει
στον ορίζοντα δημοσιονομική κατάρρευση, όταν
κανένας δεν δείχνει την Ελλάδα «με το δάκτυλο»,
αλλά αντιθέτως αυτό που είναι το βασικό επίδικο
είναι τι θα γίνει με την ακρίβεια.
Θα
επαναλάβω ότι η αναβάθμιση της χώρας από τους
διεθνείς οίκους αξιολόγησης είναι θετικό και
καλοδεχούμενο γεγονός για την οικονομία, αλλά
δεν πληρώνει το νοίκι.
Και στη
χώρα μας χρειάζεται να αποφύγουμε το ενδεχόμενο
να ευημερούν οι αριθμοί και να δυστυχούν οι
άνθρωποι. Εκτός όλων των άλλων γιατί εάν
αρχίσουν να χρεοκοπούν τα νοικοκυριά και να
έχουμε κοινωνική κρίση, τότε κάποια στιγμή θα
δυστυχήσουν και οι αριθμοί.
Και
βέβαια η αλαζονεία και η αίσθηση ότι ένας χώρος
είναι πολιτικά κυρίαρχος και ότι «παίζει χωρίς
αντίπαλο», είναι οι χειρότεροι οδηγοί. Γιατί δεν
επιτρέπουν να γίνουν αντιληπτά τα «υπόγεια
ρεύματα» στην κοινωνία. Αυτά που γεννούν μεγάλα
κύματα διαμαρτυρίας. Αυτά που οδηγούν στις
πολιτικές αλλαγές. Αυτές που κάνουν τους
σημερινούς συσχετισμούς να δείχνουν παραπάνω από
απατηλοί.
Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |