Άσχημη
εποχή διάλεξε η κυβέρνηση για να φέρει τον
καινούργιο νόμο για τα ΑΕΙ. Η περίοδος είναι
σχεδόν προεκλογική, πράγμα που δεν επιτρέπει
ιδιαίτερες καινοτομίες σε ένα χώρο που
παραδοσιακά έχει δυσανεξία στις αλλαγές. Ειδικά
σε αυτές που αφορούν τον τρόπο διοίκησης των
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και άπτονται των
πολυποίκιλων συμφερόντων που συγκρούονται εντός
τους.
Ένας νόμος στ’ αχνάρια
του 4009/2011, ένας
βελτιωμένος 4009 (της
Άννας Διαμαντοπούλου),
όπως είχε υποσχεθεί
προεκλογικά και
μετεκλογικά η κυβέρνηση,
είναι προφανές ότι θα
προκαλέσει την αντίδραση
όλων εκείνων που
νέμονται τα ιδρύματα και
που θεωρούν αυτονόητη
την ανεξέλεγκτη εξουσία
τους. Και φυσικά αυτοί
δεν ανήκουν μόνο στο
λεγόμενο «βαθύ
πανεπιστήμιο» αλλά και
σε μεγάλη μερίδα του
πολιτικού συστήματος που
«συνομιλεί» μαζί τους.
Η επιμονή στην αβελτηρία
της ανώτατης εκπαίδευσης,
αλλά και της εκπαίδευσης
γενικώς, είναι πολιτική
επιλογή από όλες εκείνες
τις δυνάμεις που τη
θέλουν να πελαγοδρομεί
μακριά από το ευρωπαϊκό
κεκτημένο. Για όλους
αυτούς η αριστεία
αποτελεί κακό παράδειγμα
για τη νεολαία, η
αξιοκρατία είναι
ενοχλητική για ευνόητους
λόγους, η αξιολόγηση και
η λογοδοσία εισάγουν
καινά δαιμόνια σε ένα
κλειστό σύστημα που δεν
θέλει με τίποτα να
ανοίξει. Πίσω και πάνω
απ’ όλα είναι η κοινωνία
των ανοικτών και
διάφανων θεσμών, η ουσία
δηλαδή της δημοκρατίας,
στην οποία πολλοί
ομνύουν, συνήθως
υποκριτικά. Και γι αυτό
ακόμα και για την
αντιμετώπιση της βίας
ακούς μόνο μισόλογα από
τα χείλη τους.
Η «πέτρα του σκανδάλου»
είναι τα περίφημα
Συμβούλια Ιδρυμάτων (ΣΙ).
Σύμφωνα με τον καινοτόμο
νόμο 4009/2011, το
σύνολο των μελών ΔΕΠ
κάθε ιδρύματος εξέλεγε 8
καθηγητές ή αναπληρωτές
καθηγητές οι οποίοι με
τη σειρά τους εξέλεγαν 6
εξωτερικά μέλη από τον
ακαδημαϊκό ή
επιχειρηματικό χώρο. Το
ΣΙ εξέλεγε τον πρόεδρό
του εκ των 6 εξωτερικών
μελών και ήταν αυτό που
διοικούσε το ίδρυμα.
Φρόντιζε για την εκλογή
του πρύτανη και των
κοσμητόρων, ασκούσε
έλεγχο στις αποφάσεις
του πρύτανη και της
Συγκλήτου, όριζε το ΔΣ
που θα διαχειριζόταν τα
οικονομικά και την
περιουσία του ιδρύματος.
Ένα δημοκρατικό μοντέλο
με ασφαλιστικές
δικλείδες στα πρότυπα
πολλών σύγχρονων
πανεπιστημίων όλου του
κόσμου.
Αντ’ αυτού οι
δημοσιογραφικές
πληροφορίες μιλούν για
μια πρόταση που
περιλαμβάνει ένα 11μελές
όργανο από 6 εκλεγμένα
εσωτερικά μέλη από την
πανεπιστημιακή κοινότητα
του ιδρύματος τα οποία
επιλέγουν 5 εξωτερικά.
Δυστυχώς όμως το όργανο
αυτό εκλέγει ως πρύτανη
έναν εκ των εσωτερικών μελών
του. Δηλαδή ο
ελεγχόμενος είναι και
μέλος του ελεγκτικού
οργάνου, είναι ο
πρόεδρός του! Δεν θα
υπάρχει ο πρόεδρος εκ
των εξωτερικών μελών που
προέβλεπε ο νόμος
Διαμαντοπούλου. «Γιάννης
κερνάει και Γιάννης
πίνει». Σε ένα τέτοιο
μοντέλο ο πρύτανης
γίνεται πανίσχυρος τόσο
μέσα στο ίδιο το ΣΙ όσο
και στο πανεπιστήμιο.
Κάτι τέτοιο φυσικά και
δεν αποτελεί
μεταρρύθμιση, δεν
αποτελεί καινοτομία. Αν
βέβαια οι πληροφορίες
είναι αληθείς.
Κατά τα άλλα οι αλλαγές
που προτείνονται μπορεί
να μοιάζουν εντυπωσιακές.
Για παράδειγμα,
εσωτερική κινητικότητα
των φοιτητών μεταξύ
ομοειδών τμημάτων, αλλά
και δυνατότητα επιλογής
μαθημάτων από άλλα
τμήματα στα πλαίσια μιας
σφαιρικότερης
εκπαίδευσης. Αναβάθμιση
του θεσμού της πρακτικής
άσκησης σε σύνδεση με
την αγορά και καθορισμό
της ελάχιστης
αποζημίωσης των φοιτητών
στο 80% του βασικού
μισθού. Μαθήματα εξ
αποστάσεως και
ανταποδοτικές υποτροφίες
με ακαδημαϊκά κριτήρια
για όσους παρακολουθούν
μεταπτυχιακά που έχουν
δίδακτρα. Αλλά δεν θα
μεταβάλουν την κατάσταση
των ελληνικών
πανεπιστημίων. Ο τρόπος
διοίκησης διαπερνά και
καθορίζει όλες τις
πλευρές της ακαδημαϊκής
ζωής και το βαθύ
πανεπιστήμιο που την
ασκεί επί δεκαετίες δεν
θέλει να χάσει τα
προνόμιά του.
Φυσικά και αυτές οι
ρυθμίσεις, που απέχουν
στο κρίσιμο θέμα των ΣΙ
από τον νόμο 4009/201,
θα συναντήσουν την
άρνηση των διοικήσεων
των πανεπιστημίων.
Παρότι δεν θίγονται επί
της ουσίας οι εξουσίες
τους. Και μόνο το
γεγονός ότι ο πρύτανης
δεν θα εκλέγεται
απευθείας από τα μέλη
ΔΕΠ θα χρησιμοποιηθεί ως
αιτία πολέμου. Αλλά και
γιατί επαναφέρει, έστω
αποδυναμωμένο, τον θεσμό
των εξωτερικών μελών που
μπορεί να είναι
καθηγητές ξένων
πανεπιστημίων ή
προβεβλημένα στελέχη της
αγοράς. Και αυτό δεν
αντέχεται, προφανώς.
Διότι το ελληνικό
πανεπιστήμιο δεν θέλει
να ανοίξει στην κοινωνία,
είναι «αγοραφοβικό».
Σχεδόν όλες οι
μεταρρυθμίσεις που
επιχειρήθηκαν στα ΑΕΙ τα
τελευταία σχεδόν 20
χρόνια ναυάγησαν. Και
αυτό γιατί τόσο οι ίδιοι
οι εργαζόμενοι σ’ αυτά,
όσο και το «φοιτητικό
κίνημα» δεν τις ήθελαν.
Φυσικά και δεν είναι
δόκιμο για μια κυβέρνηση
να επιχειρεί αλλαγές σε
έναν δύσκολο και
ευαίσθητο τομέα στο
τέλος της θητείας της.
Χωρίς τη μέγιστη
πολιτική νομιμοποίηση
που προσφέρει μια ισχυρή
και νωπή εκλογή. Ειδικά
όταν είναι σίγουρο ότι
όποια και αν είναι η
μεταρρύθμιση θα
συναντήσει αντιστάσεις
από τους άμεσα
ενδιαφερόμενους αλλά και
σύσσωμη την
αντιπολίτευση. Οι οποίες
θα είναι προφανώς
εκρηκτικότερες σε μια
μακρά προεκλογική
περίοδο και θα έχουν
βαρύτερο πολιτικό κόστος.
Και είναι αμφίβολο αν θα
βρουν υποστήριξη από την
κοινωνία των πολιτών που
σήμερα περί άλλων
τυρβάζει. Συνεπώς θα
ήταν καλύτερα η
μεταρρύθμιση να
περιμένει την επόμενη
κυβέρνηση. Για να είναι
πραγματικά γενναία σε
όλα. Μήπως και
ξεκολλήσει το κάρο και
δει η ελληνική
εκπαίδευση μια
πραγματικά άσπρη μέρα.