Στην ανταπόκρισή της από την
Κωνσταντινούπολη η παρουσιάστρια-ρεπόρτερ ενός
τηλεοπτικού καναλιού ακούστηκε να λέει με έναν
εξαιρετικό υπογραμμισμένο, βαρύγδουπο τόνο πως
«ο Ερντογάν δεν μπορεί να χωνέψει (ακριβώς: «να
χωνέψει») την απόφαση της Αμερικής να μην
πουλήσει στην Τουρκία τα F-16». Αν η μοναδική
ζημιογόνος επίπτωση για το κοινό που την άκουγε
θα ήταν να χρησιμοποιήσει για τον τούρκο πρόεδρο
τη λέξη «ξύδι» – όσο και αν μια ανάλογη
αντίδραση αποδεικνύει μια παντελή έλλειψη
ουσιαστικής πολιτικοποίησης – και πάλι το κακό
θα ήταν μικρό.
Μια χρήση όμως των
λέξεων, όπως αυτή με το
ρήμα «χωνέψει» για τον
τούρκο πρόεδρο, κάνει
ώστε να μπορεί να
φαντάζεται ο καθένας πως
και ακόμη αν δεν είναι
ομοτράπεζος ενός
πολιτικού προσώπου μιας
τόσο τρομακτικής
εξουσίας, οπωσδήποτε το
πρόσωπο αυτό είναι «του
χεριού του».
Οταν μια λέξη, όπως
το ρήμα «χωνέψει», τη
χρησιμοποιείς
προκειμένου να
συνεννοηθείς για κάτι
που σας αφορά με έναν
οικείο σου, με τον
γείτονά σου, ή με τα
ξαδέρφια σου, γίνεται
απαγορευτική για ένα
πρόσωπο που καθώς
αποκλείεται να
αποκτήσεις την παραμικρή
σχέση μαζί του,
αδυνατείς να γνωρίζεις
τι ακριβώς σκέφτεται.
Εστω και αν η
δημοσιογραφία, έντυπη
και τηλεοπτική, φαίνεται
να μπορεί να πληροφορεί
ακόμη και για τις πιο
μύχιες σκέψεις του,
πιστεύει κανείς πως οι
σκέψεις αυτές είναι
ίδιες ή παρόμοιες με
όσες ανταλλάσσει με τη
γυναίκα του στο σπίτι ή
με έναν πολιτικό ακόμα
και αντίπαλης χώρας που
έρχεται σε επαφή μαζί
του;
Αυτή η ταύτιση του
ιδιωτικού με το δημόσιο,
να εκλαμβάνεται δηλαδή
πως ένας πολιτικός
αντιδρά στα μεγάλα
προβλήματα με τον τρόπο
που θα μας ευχαριστούσε
να τον πιστεύουμε και ως
προσωπική του πεποίθηση,
έχει ως αποτέλεσμα μια
εκτεταμένη πολιτική
αδρανοποίηση, αφού
αυτομάτως ένα πρόσωπο
εξουσίας γίνεται ένα
πρόσωπο ίδιο με μας.
Θα ήταν άραγε
παρακινδυνευμένο να
σκεφτεί κανείς πως μια
αντίστοιχη μεταχείριση,
αν δεν αποδεικνύει,
σαφέστατα υπαινίσσεται
πως θα θέλαμε να είμαστε
στη θέση του;
Διαφορετικά γιατί μια
ταύτιση μαζί του με το
να χρησιμοποιούνται
λέξεις που, αντί να
εικονογραφούν την άβυσσο
ανάμεσα σε μας και στο
πρόσωπο εξουσίας – στην
περίπτωσή μας τον τούρκο
πρόεδρο – χρησιμοποιούνται
λέξεις που όχι απλώς
γεφυρώνουν την άβυσσο
αλλά μεταβάλλουν το
πρόσωπο αυτό και σε
συγγενικό μας.
Αλλά και πάλι
περιορισμένο θα παρέμενε
το «κακό», αν μια
τέτοιου είδους
τοποθέτηση δεν
προϋπόθετε δυο οδυνηρές
πνευματικά παραμέτρους.
Πρώτη, να
εξοικειωνόμαστε με την
πολιτική εξουσία ώστε
όσο και αν συζητάμε και
κατακρίνουμε τα δεινά
που επισωρεύει, να
διατηρεί τελικά αυτή ένα
ανθρώπινο πρόσωπο και τα
σφάλματά της να γίνονται
σχεδόν αμελητέα, ή εν
πάση περιπτώσει
συγχωρητέα, αφού θα ήταν
δυνατόν σε ηπιότερη ή
και εντελώς ακίνδυνη
μορφή να τα διαπράξουμε
και εμείς οι ίδιοι στον
χώρο μας.
Και δεύτερη, να
μπορεί ο καθένας μας να
φαντάζεται πως επειδή
απλά πληροφορείται τα
όσα συμβαίνουν – έστω
και με τον τρόπο που τα
πληροφορείται – συμμετέχει
ενεργά ακόμη και στις
παρασκηνιακές πολιτικές
κινήσεις, αφού για όσα
δεν μαθαίνει μπορεί να
επιστρατεύει τις
εικασίες του ως μια
αντικειμενική και
αδιάβλητη γνώση.
Το να χρησιμοποιούμε
τις λέξεις σάμπως και ο
σχηματισμός τους να
υπήρξε εντελώς ανώδυνος
και να μη στοίχισε στην
ανθρωπότητα – ακόμα και
η πιο απλή ανάμεσά τους
– τεράστιο πόνο, έχει ως
αποτέλεσμα ένα αδιέξοδο
υπαρξιακό, πνευματικό
και πολιτικό, όπως αυτό
ακριβώς που βιώνουμε
σήμερα.