Είναι γνωστό ότι η καλή λειτουργία της
εφοδιαστικής αλυσίδας είναι στενά συνδεδεμένη με
την απόδοση της λιανικής αγοράς. Η αξιοποίηση
των νέων, έξυπνων τεχνολογικών προσεγγίσεων που
αφορούν καινοτόμες πλατφόρμες ανάλυσης δεδομένων,
θα αποσυμπιέσει την υπάρχουσα πίεση που
υφίσταται η εφοδιαστική αλυσίδα από απρόβλεπτους
μακροοικονομικούς παράγοντες όπως η πανδημία, (υστέρηση
στην εκτέλεση παράδοσης εμπορευμάτων, έλλειψη
εργατικών χεριών, μειωμένες ώρες εργασίας,
πολιτικές lockdown κ.ά.) αλλά και η εμπόλεμη
σύρραξη στην Ουκρανία (υστέρηση στην τροφοδοσία
βασικών πρώτων υλών, υψηλό ενεργειακό κόστος που
επιβαρύνει την ομαλή ροή τροφοδοσίας κ.ά.).
Οι θεμελιώδεις
επίσης αλλαγές που
συντελούνται στη
συμπεριφορά των
καταναλωτών, καθώς οι
πρωτοπόρες γενιές Ζ και
Μillennials θα έχουν τα
πρωτεία αγορών σε
ποσοστό άνω του 40%,
είναι απαραίτητο να
τύχουν σοβαρής ανάλυσης
και μελέτης, π.χ. το
στοιχείο του ρεαλισμού
που χαρακτηρίζει τις εν
λόγω γενιές, ο ανοιχτός
τρόπος σκέψης, η
αυξημένη κοινωνική
υπευθυνότητα, η
εξατομικευμένη
εξυπηρέτηση και η
ψηφιακή εξοικείωση.
Τούτο βεβαίως αντανακλά
και τις εταιρικές
στρατηγικές με σκέψεις
ανασχεδίασης και
αναδιαμόρφωσης του
προϊοντικού μείγματος
ώστε να ανταποκρίνεται
στην παλέτα προτιμήσεων
της νέας γενιάς
καταναλωτών.
Υπάρχει όμως και ένα
άλλο κορυφαίο ζήτημα που
χρήζει επανεξέτασης,
αυτό της συσχέτισης της
κατανάλωσης με την
πράσινη οικονομία, με το
σκεπτικό ότι όλα γύρω
μας προέρχονται από τη
φύση και τελούν σε
απόλυτη εξάρτηση με το
περιβάλλον, π.χ. είδη
ένδυσης – υπόδησης,
τρόφιμα, είδη σπιτιού,
εξοπλισμοί, αυτοκίνητα,
ενέργεια κ.ά. Ωστόσο, ο
τρόπος που αξιοποιούμε
και κάνουμε χρήση των
φυσικών πόρων είναι
ενδεικτικός και του
βαθμού αντίδρασης από
πλευράς φυσικού
περιβάλλοντος, εάν
δηλαδή αυτό είναι φιλικό
και συμβάλλει στη
διατήρηση και βελτίωση
της ποιότητας ζωής και
στην εξασφάλιση
ευημερίας ή διαφορετικά
αντιδρά με βίαιο τρόπο,
τα αποτελέσματα του
οποίου είναι γνωστά και
πλήττουν όλον τον
πλανήτη.
Η αλήθεια είναι ότι
σήμερα με περίπου 7 δισ.
παγκόσμιο πληθυσμό το
επίπεδο κατανάλωσης και
παραγωγής κρίνεται μη
βιώσιμο, όταν δε το 7
δισ. γίνει 10 δισ. το
2040, τότε η απειλή
φτώχειας και ανισοτήτων
θα λάβει ανεξέλεγκτες
διαστάσεις. Πέραν τούτου,
στην Ευρωπαϊκή Ενωση
περίπου 100 εκατομμύρια
τόνοι τροφίμων ετησίως
καταλήγουν στα σκουπίδια,
πράγμα που σημαίνει ότι
σε προϊόντα που δεν
καταναλώνονται
δεσμεύονται αδίκως πόροι
και υπάρχει άσκοπη
κατασπατάλησή τους, π.χ.
σε ενέργεια, εργασία κ.ά.
Επιπροσθέτως, με
τελευταία ορθή
ανακοίνωσή της η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
απευθύνει κάλεσμα στις
επιχειρήσεις για
εθελοντική δέσμευση στη
στήριξη της βιώσιμης
κατανάλωσης. Με απλά
λόγια, ζητείται η
δέσμευση των εταιρειών:
πρώτον, στον
προσδιορισμό του
αποτυπώματος άνθρακα και
στον καθορισμό
μετρήσιμων στόχων
μείωσής του, στον
προσδιορισμό επίσης του
περιβαλλοντικού
αποτυπώματος που
σχετίζεται και με άλλους
περιβαλλοντικούς δείκτες,
δεύτερον, στην αύξηση
της κυκλικότητας των
δραστηριοτήτων τους, π.χ.
χρήση περισσότερων
ανακυκλωμένων ή βιώσιμων
υλικών, δημιουργία
λιγότερων αποβλήτων,
χαμηλότερη κατανάλωση
ενέργειας, τρίτον, στον
σεβασμό της κοινωνικής
βιωσιμότητας σε όλη την
αλυσίδα εφοδιασμού της
εταιρείας, π.χ. να
ισχύσουν εσωτερικές
διαδικασίες που
διασφαλίζουν τη βιώσιμη
παραγωγή, καταχώριση
προϊόντων με
αναγνωρισμένες ετικέτες
κ.ά.
Οι παγκόσμιοι
στρατηγικοί παίκτες
λιανικής, η εφοδιαστική
αλυσίδα, όλοι οι
καταναλωτές και ο
καθένας χωριστά αλλά και
πρωτίστως η Πολιτεία
έχουμε υποχρέωση να
συμβάλουμε σε μια
περισσότερο πράσινη και
αποδοτική οικονομία με
ορθολογική αξιοποίηση
πόρων και μείωση
αποβλήτων, σε μια
βιώσιμη κατανάλωση, αν
βέβαια επιθυμούμε να
απολαμβάνουμε για τα
επόμενα χρόνια την
εμπειρία, ψηφιακή ή
φυσική, των εμπορικών
συναλλαγών και τη μαγεία
των αγορών μας, κυρίως
όμως σκεπτόμενοι τις
γενιές που θα
ακολουθήσουν εμάς, να
είναι γενιές στις οποίες
θα κομίσουμε, έστω τα
ελάχιστα, ψήγματα
περιβαλλοντικής
ευαισθησίας και βιώσιμης
κατανάλωσης. Και όλα
αυτά βεβαίως όσο υπάρχει
καιρός.
* Ο κ. Αντώνης
Ζαΐρης είναι αναπληρωτής
αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, επικ.
καθηγητής Πανεπιστημίου
Νεάπολις Κύπρου.
** Το άρθρο
δημοσιεύτηκε αρχικά στην
Καθημερινή της Κυριακής.