Πρόσφατα η Eurostat δημοσίευσε στοιχεία για το
ποσοστό του πληθυσμού σε νοικοκυριά που δαπανούν
άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για τη στέγασή τους
(δηλ. ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου συν
λογαριασμοί). Τα αποτελέσματα για την Ελλάδα
είναι απογοητευτικά: το σχετικό ποσοστό στη χώρα
μας φθάνει το 33,3%, που είναι το υψηλότερο
ποσοστό στην ΕΕ, με μεγάλη διαφορά από τη
δεύτερη Βουλγαρία (14,4%), και φυσικά από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο (7,8%).
Εν μέρει το πρόβλημα
εντοπίζεται στον
παρονομαστή: τα
εισοδήματα στην Ελλάδα
είναι χαμηλά. Ωστόσο,
κράτη με αντίστοιχο
βιοτικό επίπεδο, όπως η
Κροατία (4,2%), η
Σλοβακία (3,2%) και η
Λετονία (4,8%) έχουν
πολύ μικρότερο ποσοστό
υπερβολικής επιβάρυνσης
των δαπανών στέγασης.
Φαίνεται λοιπόν πως το
πρόβλημα αφορά και τον
αριθμητή: το ύψος των
δαπανών κατοικίας.
Στην Ελλάδα οι τιμές
κατοικίας έπεφταν για 8
συνεχόμενα χρόνια
(2010-2017). Από το
2018, οι τιμές των
ακινήτων άρχισαν να
αυξάνονται. Το 2019
αυξήθηκαν κατά 7.2% σε
σύγκριση με το
προηγούμενο έτος, ενώ η
αυξητική τάση
συνεχίστηκε παρά την
πανδημία: 5.6% για το
2020 και 6.0% για το
2021, σύμφωνα με
στοιχεία της Eurostat. Η
ανάδειξη των μεγάλων
αστικών κέντρων σε
τουριστικούς προορισμούς
επέτεινε το πρόβλημα
αφού προσέλκυσε διεθνείς
επενδυτές στην αγορά
κατοικίας, και οδήγησε
στην εκτίναξη της αγοράς
βραχυχρόνιας μίσθωσης σε
τουρίστες, μειώνοντας
αντίστοιχα τον αριθμό
διαμερισμάτων που
διατίθενται για
μακροχρόνια ενοικίαση σε
κατοίκους.
Το φαινόμενο δεν είναι
μόνο ελληνικό. Στο
Βερολίνο, όπου μεγάλες
εταιρείες διαχείρισης
ακινήτων ελέγχουν μεγάλο
μέρος της τοπικής αγοράς,
οι τιμές και τα ενοίκια
έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Στην Βαρκελώνη, η
δημοτική αρχή έχει
περιορίσει την ενοικίαση
βραχείας διάρκειας στο
κέντρο της πόλης. Η
Ελλάδα έχει ανάγκη τις
ξένες επενδύσεις, ενώ το
παραγωγικό μοντέλο της
χώρας βασίζεται στον
τουρισμό. Για αυτό, η
κυβέρνηση διευκολύνει
την είσοδο ξένων μεγάλων
επενδυτών στην αγορά
κατοικίας, είτε
απευθείας, είτε ως
αγοραστές μη
εξυπηρετούμενων δανείων
(και υποθηκευμένων
κατοικιών), είτε μέσω
του προγράμματος Golden
Visa που παραχωρεί
ελληνικό (και ευρωπαϊκό)
διαβατήριο σε όσους
επενδύουν πάνω από
250.000 ευρώ. Επίσης, η
νομοθεσία για την
ενοικίαση βραχείας
διάρκειας στοχεύει
περισσότερο στην άντληση
φορολογικών εσόδων παρά
στην προστασία των
εγχώριων ενοικιαστών. Η
παρενέργεια είναι ότι
για πολλά νοικοκυριά το
κόστος της στέγασης έχει
γίνει δυσβάσταχτο.
Σε αυτό συμβάλλει το
εξαιρετικά χαμηλό
μερίδιο της κοινωνικής
κατοικίας. Στην απογραφή
του 2011, μόλις 1,6% του
πληθυσμού της Αθήνας
στεγαζόταν σε
συγκροτήματα κοινωνικής
κατοικίας. Η υστέρηση
αναφέρεται στο εθνικό
σχέδιο ανάκαμψης και
ανθεκτικότητας, που
προβλέπει δράσεις
επέκτασης της κοινωνικής
κατοικίας. Οι δράσεις
όμως αυτές θα μπορέσουν
να αντιμετωπίσουν μονάχα
μερικώς το πρόβλημα,
αφού στοχεύουν στην
παροχή κατοικίας στον
άστεγο πληθυσμό των δύο
μεγάλων αστικών κέντρων
(Αθήνα και Θεσσαλονίκη).
Η μεγάλη επιβάρυνση των
Ελλήνων για δαπάνες
κατοικίας είναι
προορισμένη να αυξηθεί
και άλλο λόγω των
πληθωριστικών πιέσεων.
Πρόσφατη έρευνα της
Τράπεζας Πειραιώς έδειξε
πως νοικοκυριά με
μηνιαίο οικογενειακό
εισόδημα από 751 έως
1.100 ευρώ δαπανούν το
27,1% και 13,6% του
εισοδήματος τους για
διατροφή και ενέργεια
αντίστοιχα. Η αύξηση των
τιμών και των δύο λόγω
του πολέμου στην
Ουκρανία απειλεί να
κάνει την οικονομική
κατάσταση των φτωχών
νοικοκυριών ακόμη
δυσκολότερη.
Μάνος Ματσαγγάνης,Κύριος
Ερευνητής, Επικεφαλής
του Παρατηρητηρίου
Ελληνικής και Ευρωπαϊκής
Οικονομίας, Υπότροφος
της Έδρας «Σταύρος
Κωστόπουλος», Καθηγητής,
Politecnico di Milano