Το άρθρο 10
της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι
η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην
αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ανακύπτει όμως το
ερώτημα, ποιος είναι ο «δήμος» που «κρατεί» και
πώς αντιπροσωπεύεται.
Ο «δήμος» συγκροτείται
στον δημόσιο χώρο και
αυτός εξακολουθεί ως
σήμερα σε μεγάλο βαθμό
να είναι εθνικός χώρος.
Ωστόσο μια σειρά κοινών
στοιχείων και/ή
ανταλλαγών ενώνουν τους
ευρωπαϊκούς λαούς σε
τομείς όπως ο πολιτισμός,
ο αθλητισμός, ο
τουρισμός, η εκπαίδευση
κ.ά., με εντεινόμενους
μάλιστα ρυθμούς. Έτσι η
αίσθηση μιας ευρωπαϊκής
ταυτότητας, παράλληλης
έστω προς την εθνική,
υφίσταται ήδη για μια
μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων
πολιτών. Σε σχετική
έρευνα του
Ευρωβαρόμετρου το
φθινόπωρο του 2020, το
30% των ερωτώμενων στα
κράτη μέλη της Ένωσης
απάντησαν ότι
ταυτίζονται ισχυρά με
τον όρο Ευρωπαίοι, το
26% ότι τείνουν να
αισθανθούν Ευρωπαίοι και
δευτερευόντως πολίτες
του οικείου κράτους, το
28% ότι παραμένουν
επιφυλακτικοί αναφορικά
με την ταυτότητά τους ως
Ευρωπαίοι και μόνο το
15% αρνήθηκαν την
ευρωπαϊκή τους ταυτότητα.
Στην πραγματικότητα όμως
οι δυνατότητες πολιτικής
συμμετοχής, τις οποίες
προσφέρουν οι ισχύουσες
ευρωπαϊκές συνθήκες
στους Ευρωπαίους πολίτες
είναι τόσο περιορισμένες,
ώστε ελάχιστα να οδηγούν
στην ανάπτυξη της
αίσθησης του «εμείς» από
τους τελευταίους. Βέβαια
από το 1979 υπάρχει το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
εκλεγόμενο άμεσα ανά
πενταετία με καθολική
ψηφοφορία (άρθρο 14 ΣΕΕ).
Όμως οι Συνθήκες ήταν
τόσο διστακτικές στην
ανάθεση αρμοδιοτήτων,
ώστε να μην υπάρχει
επαρκούς βαρύτητας
πολιτικό διακύβευμα στις
ευρωεκλογές. Εκείνες
παραμένουν στην πράξη
προσκολλημένες στους
εθνικούς «δημόσιους
χώρους», μεταλλασσόμενες
σε ένα είδος οιονεί
δημοσκόπησης για τα
εθνικά πολιτικά δρώμενα.
Ειδικότερα, το άρθρο 17
ΣΕΕ προβλέπει ότι,
λαμβάνοντας υπόψη τις
ευρωεκλογές, το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (αρχηγοί
κρατών ή κυβερνήσεων των
κρατών - μελών)
προτείνει στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο έναν
υποψήφιο για το αξίωμα
του Προέδρου της
Επιτροπής. Στη συνέχεια
το Κοινοβούλιο τον «εκλέγει»
με την απόλυτη
πλειοψηφία των μελών
του. Ωστόσο ο Πρόεδρος
έχει περιορισμένη μόνο
επιρροή στη σύνθεση της
Επιτροπής. Καθοριστικό
ρόλο έχει το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο και μάλιστα οι
αρχηγοί των κυβερνήσεων
των κρατών-μελών από τα
οποία προέρχονται κάθε
φορά τα μέλη της
Επιτροπής. Στην πράξη ο
Πρόεδρος της Επιτροπής
είναι υποχρεωμένος να
συμφωνεί με τα
προτεινόμενα από αυτούς
πρόσωπα, εκτός ίσως από
κάποιες ακραίες
περιπτώσεις. Συνεπώς, η
Επιτροπή αντικατοπτρίζει
κατά βάση την πολιτική
γεωγραφία των εθνικών
κυβερνήσεων. Στη
συνέχεια, ως σώμα,
υπόκειται σε «ψήφο
έγκρισης» από το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Έτσι η πλειοψηφία του
τελευταίου δεν έχει τη
δυνατότητα να επηρεάσει
καθοριστικά τη σύνθεση
της Επιτροπής, π.χ.
απορρίπτοντας τα
προερχόμενα από ορισμένο
πολιτικό χώρο μέλη της
και επιλέγοντας άλλους
στη θέση τους. Η επιρροή
του Ευρωκοινοβουλίου
μπορεί να γίνει αισθητή
μόνο σε εντελώς οριακές
περιπτώσεις, με την
οιονεί αναγκαστική
απόσυρση συγκεκριμένης
προκλητικής
υποψηφιότητας, π.χ. για
λόγους ηθικής
αναξιότητας, προ του
φάσματος της συνολικής
καταψήφισης της
Επιτροπής.
Όλα αυτά καταλήγουν στο
ότι δεν εξασφαλίζεται η
πολιτική ομοιογένεια της
Επιτροπής και πολύ
περισσότερο η πολιτική
ομοιογένεια μεταξύ
Επιτροπής και
πλειοψηφίας του
Ευρωκοινοβουλίου.
Ελλιπείς είναι και οι
διαδικασίες καταλογισμού
πολιτικής ευθύνης στα
μέλη της Επιτροπής, αφού
προβλέπεται μόνο η
πρόταση μομφής κατά της
Επιτροπής συνολικά, αλλά
η απαιτούμενη πλειοψηφία
ανέρχεται, σύμφωνα με το
άρθρο 234 ΣΛΕΕ, στα δύο
τρίτα (!) των ψηφισάντων.
Περαιτέρω το άρθρο 289
ΣΛΕΕ απονέμει ρόλο
συν-νομοθέτη στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
και στο Συμβούλιο των
Υπουργών. Πάντως η
νομοθετική πρωτοβουλία
ανήκει αποκλειστικά στην
Επιτροπή. Εξάλλου, το
Συμβούλιο αναδεικνύεται
σε μοναδικό νομοθέτη
στην περίπτωση της
ειδικής νομοθετικής
διαδικασίας, σε μια
σειρά ζητημάτων.
Συνεπώς οι ευρωεκλογές
δεν παράγουν επαρκή
δημοκρατική νομιμοποίηση
για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
ούτε συμβάλλουν στον
απαιτούμενο βαθμό στη
συγκρότηση ενός
ευρωπαϊκού «δήμου». Εάν
θέλουμε να μειωθεί το
δημοκρατικό έλλειμμα,
πρέπει να αναβαθμιστούν
δραστικά οι αρμοδιότητες
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου σε όλα τα
πεδία που προαναφέρθηκαν.
Το κρίσιμο ερώτημα
ωστόσο είναι κατά πόσο
οι εθνικές κυβερνήσεις
θα ήταν διατεθειμένες να
δεχθούν μια αντίστοιχη
μείωση του ρόλου του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,
έτσι ώστε να
προχωρήσουμε σ’ ένα
ανώτερο επίπεδο
ευρωπαϊκής δημοκρατίας
προς όφελος των
ευρωπαϊκών λαών.