Δεν είναι
υπερβολή να πει κανείς πως η απόφαση του
Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου για τις
αμβλώσεις σόκαρε τη Δύση — τουλάχιστον. Η
κατάργηση της ομοσπονδιακής προστασίας των
αμβλώσεων και η παραχώρηση του δικαιώματος
θέσπισης σχετικών νομοθεσιών στις πολιτείες
δίνει εμμέσως στο συντηρητικότερο κομμάτι των
Ρεπουμπλικάνων τη δυνατότητα να εφαρμόσουν μια
απόλυτα οπισθοδρομική ατζέντα· όπως σημείωσαν
πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες, από τον Κυριάκο
Μητσοτάκη μέχρι τον Μπόρις Τζόνσον, η έμμεση
απαγόρευση των αμβλώσεων πλήττει κατάφορα τα
δικαιώματα των γυναικών και οδηγεί τις ΗΠΑ
πολλές δεκαετίες πίσω, υπενθυμίζοντας μας —αν μη
τι άλλο— πως η Ευρώπη, εντός και εκτός ΕΕ,
αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της γης για να ζει
κανείς.
Όμως σε κοινωνικό
επίπεδο, ένα κομμάτι των
ΗΠΑ δεν κοιτάζει εκεί
που κοιτάζει η Δυτική
Ευρώπη, αλλά και η
υπόλοιπη Δύση. Το
γεγονός και μόνο πως 26
από τις 50 Αμερικανικές
πολιτείες είναι έτοιμες
να εφαρμόσουν
περιοριστικούς νόμους
σχετικά με τις αμβλώσεις—οι
οποίοι αφορούν συχνά την
πλήρη απαγόρευση τους,
ακόμα και σε περιπτώσεις
βιασμού—αναδεικνύει το
πολιτισμικό χάσμα
ανάμεσα στις δύο πλευρές
του Ατλαντικού· κυρίως
όμως αποδεικνύει πως οι
ΗΠΑ μοιάζουν όλο και
περισσότερο με δύο χώρες
που αναγκαστικά
συνυπάρχουν. Το
χειρότερο όμως είναι πως
η ηγέτιδα υπερδύναμη του
κόσμου βυθίζεται στην
εσωστρέφεια—λίγο πριν
τις ενδιάμεσες εκλογές
του 2022.
Μια προεδρία χωρισμένη
στα δύο
Ο μέσος ευρωπαίος θεωρεί
πως ο εκάστοτε
Αμερικάνος πρόεδρος
συγκεντρώνει εξουσίες
που όμοιες τους δεν
απολαμβάνει κανένας
εκλεγμένος επικεφαλής
κράτους ανά τη Δύση.
Ωστόσο, η πραγματικότητα
είναι διαφορετική· η
αμερικανική κυβέρνηση
βασίζεται στην
αρχιτεκτονική του checks
and balances, σύμφωνα με
την οποία η εκτελεστική
εξουσία είναι δομικά
υποχρεωμένη να
συνεργάζεται με τη
νομοθετική, με τους
αμοιβαίους συμβιβασμούς
να είναι συχνά
μονόδρομος. Ο Πρόεδρος
διατηρεί μεν το δικαίωμα
των εκτελεστικών
διαταγμάτων (executive
orders) ωστόσο η
κατάχρηση του αποτελεί
σχεδόν πάντα αφορμή
σύγκρουσης με το
νομοθετικό σώμα, και
συχνά κατακρίνεται και
από στελέχη του ίδιου
του κόμματος του
Προέδρου. Στην πράξη, τα
εκτελεστικά διατάγματα
αξιοποιούνται κυρίως
ώστε ο κάθε καινούργιος
πρόεδρος να ακυρώσει
κάποιες από τις
πολιτικές του διαδόχου
του. Το σημαντικότερο
στοιχείο όμως είναι πως
ακόμα και τα εκτελεστικά
διατάγματα μπορούν να
ανατραπούν εμμέσως, μέσω
θέσπισης νόμων που
ουσιαστικά ακυρώνουν την
εφαρμογή τους.
Όμως πώς ακριβώς
νομοθετεί η νομοθετική
εξουσία; Στο Αμερικανικό σύστημα,
το νομοθετικό σώμα είναι
χωρισμένο στα δύο, στο
Κογκρέσο και τη Γερουσία·
συνοπτικά, το Κογκρέσο
(435 βουλευτές) πρέπει
να περάσει κάποιον νόμο,
ο οποίος μετά θα πρέπει
να εγκριθεί από τη
Γερουσία (100 μέλη).
Απλό; Καθόλου, κυρίως
γιατί η σύνθεση των δύο
σωμάτων αλλάζει κατά τη
διάρκεια κάθε προεδρίας.
Ο λόγος είναι πως στις
ΗΠΑ οι εκλογές για το
Κογκρέσο και τη Γερουσία
πραγματοποιούνται κάθε
δύο χρόνια, αντί για
τέσσερα όπως ισχύει για
την εκτελεστική εξουσία·
συγκεκριμένα, και οι 435
έδρες διεκδικούνται κάθε
τέσσερα χρόνια—καθώς οι
θητείες των βουλευτών
του Κογκρέσου είναι
διετείς—ενώ σε κάθε
εκλογική διαδικασία
διεκδικείται και το ένα
τρίτο των εδρών της
Γερουσίας—με τις θητείες
των Γερουσιαστών να
είναι επταετείς. Αυτό
σημαίνει πως κάθε
Πρόεδρος θα
αντιμετωπίσει μια πιθανή
αλλαγή της ισορροπίας
των δυνάμεων στο
νομοθετικό σώμα, η οποία
μπορεί είτε να τον
ωφελήσει—σπανιότερα—είτε
να τον δυσκολέψει—συχνότερα.
Σε περιπτώσεις όπως η
φετινή, όπου ο Τζο
Μπάιντεν συμπληρώνει τα
πρώτα του δύο χρόνια
στην Προεδρία, οι
ενδιάμεσες εκλογές για
Κογκρέσο και Γερουσία
ουσιαστικά αποτελούν την
πρώτη ευκαιρία που έχουν
οι πολίτες ώστε να
αξιολογήσουν τη θητεία
του νέου Προέδρου τους.
Τα προγνωστικά για τον
Νοέμβριο
Με βάση τα παραπάνω,
γίνεται εύκολα αντιληπτό
πως η αποτελεσματικότητα
της εκτελεστικής
εξουσίας βασίζεται σε
μεγάλο βαθμό στην
ισορροπία των δυνάμεων
της νομοθετικής.
Ανεξαρτήτως κόμματος, ο
κάθε Πρόεδρος έχει συχνά
απόλυτη ανάγκη μιας έστω
και οριακής πλειοψηφίας
του κόμματός του σε
Κογκρέσο και Γερουσία
ώστε να εφαρμόσει πλήρως
την ατζέντα του· όμως το
ιδανικό σενάριο δεν
είναι τόσο συχνό. Σήμερα,
ο Τζο Μπάιντεν έχει την
τύχη να συνεργάζεται με
τα νομοθετικά σώματα
όπου οι Δημοκρατικοί
έχουν οριακή πλειοψηφία·
στο Κογκρέσο οι
Δημοκρατικοί διατηρούν
220 έδρες έναντι 210 των
Ρεπουμπλικάνων και 10
των ανεξάρτητων, ενώ στη
Γερουσία Δημοκρατικοί
και Ρεπουμπλικάνοι έχουν
από 50 έδρες το κάθε
κόμμα, κάτι που δίνει
στην Αντιπρόεδρο της
Κυβέρνησης, Κάμαλα Χάρις,
τη δυνατότητα να
εφαρμόσει το
συνταγματικό της
δικαίωμα και να δίνει
την καθοριστική ψήφο
ώστε να σπάσει
οποιαδήποτε πιθανή
ισοψηφία. Με άλλα λόγια,
από την αρχή της θητείας
του μέχρι και τις
ενδιάμεσες εκλογές του
2022, ο Μπάιντεν είχε
και διατηρεί τη
δυνατότητα να εφαρμόζει
σε πολύ μεγάλο βαθμό το
πρόγραμμά του· άλλωστε,
τα ιστορικά υψηλά
επίπεδα πόλωσης της
Αμερικανικής πολιτικής
σκηνής ουσιαστικά
εξασφαλίζουν μια
ιδιότυπη για τα
αμερικανικά δεδομένα
κομματική πειθαρχεία.
Όμως αυτή η ιδανική
κυβερνητική trifecta
αναμένεται να σπάσει—με
πολύ θόρυβο. Αυτή τη
στιγμή, τα ποσοστά
αποδοχής του Μπάιντεν
βρίσκονται μόλις στο
39%, έχοντας πέσει κατά
15% από το ιστορικά
υψηλό 54% που ο Πρόεδρος
διατηρούσε τον Μάιο του
2021· τα νούμερα της
Χάρις είναι εξίσου
απαισιόδοξα για τους
Δημοκρατικούς, καθώς
σήμερα η αποδοχή της
βρίσκεται μόλις στο 35%,
όταν στην αρχή της
θητείας της ήταν στο
55%. Με αυτά τα δεδομένα,
μοιάζει σχεδόν
αναπόφευκτη η αλλαγή της
ισορροπίας δυνάμεων σε
Κογκρέσο και Γερουσία,
προς όφελος των
Ρεπουμπλικάνων· από τον
Νοέμβριο του 2021, οι
Ρεπουμπλικάνοι έχουν
προσπεράσει οριακά τους
Δημοκρατικούς στη
συνολική εκτίμηση ψήφου
για τις ενδιάμεσες
εκλογές του 2022, με τη
διαφορά σήμερα να έχει
ανοίξει περίπου στις
τρεις μονάδες. Με μια
πρώτη ματιά, το παιχνίδι
μοιάζει στατιστικά
ανοικτό, ωστόσο οι ανά
πολιτεία δημοσκοπήσεις
είναι αποθαρρυντικές για
τους Δημοκρατικούς· πιο
συγκεκριμένα, οι
κρίσιμες έδρες για τη
Γερουσία σε Αριζόνα,
Τζόρτζια και Νεβάδα—τις
οποίες ο Μπάιντεν είχε
κερδίσει το
2020—δείχνουν πως θα
περάσουν πίσω στους
Ρεπουμπλικάνους. Αν οι
προβλέψεις επιβεβαιωθούν,
τότε αυτό πρακτικά θα
σημαίνει πως ο Μπάιντεν
θα κυβερνήσει μέχρι τη
λήξη της θητείας του
έχοντας χάσει την
πλειοψηφία στη Γερουσία—αν
όχι και στο Κογκρέσο. Με
άλλα λόγια, το δεύτερο
μισό της θητείας
Μπάιντεν αναμένεται να
είναι ακόμα δυσκολότερο
από το πρώτο.
Η επέλαση του κοινωνικού
συντηρητισμού
Γιατί όμως μας
ενδιαφέρει ξαφνικά η
δομή της Αμερικανικής
κυβέρνησης; Ο λόγος
είναι πως με τη
διαφαινόμενη απώλεια της
Γερουσίας, η κυβέρνηση
Μπάιντεν θα δυσκολευτεί
τόσο σε τυπικά θέματα,
τα οποία απαιτούν απλή
πλειοψηφία στα
νομοθετικά σώματα, όσο
κυρίως σε θεσμικές τομές·
τόσο οι διεθνείς
συνθήκες που η
εκτελεστική εξουσία
επιθυμεί να συνάψει, όσο,
και οι συνταγματικές
αναθεωρήσεις που μπορεί
να προτείνει, απαιτούν
πλειοψηφία δύο τρίτων
στη Γερουσία. Αυτό
σημαίνει πως η έτσι και
αλλιώς δύσκολη
συνεννόηση—και σε
ορισμένες περιπτώσεις
συνύπαρξη—Δημοκρατικών
και Ρεπουμπλικάνων στον
σημερινό πολιτικό χρόνο
θα επιβαρυνθεί ακόμα
περισσότερο, καθώς αν οι
προβλέψεις για τις
ενδιάμεσες επιβεβαιωθούν—και
με τις προεδρικές
εκλογές του 2024 που
πλησιάζουν—οι
διακομματικοί
συμβιβασμοί θα
δυσκολέψουν, ενώ οι
τομές που ίσως θέλει να
φέρει ο Μπάιντεν
ουσιαστικά δε θα έχουν
καμία πιθανότητα
επιτυχίας. Η πόλωση την
οποία μπορούσε να
εκμεταλλευτεί μέχρι
σήμερα, από τον Νοέμβριο
και μετά θα αποτελέσει
το μεγαλύτερό του
πρόβλημα.
Για τους Δημοκρατικούς,
ο εφιάλτης συμπληρώνεται
από τη σύνθεση του
Ανώτατου Δικαστηρίου.
Όπως έδειξε και η
ψηφοφορία σχετικά με τον
τερματισμό της
προστασίας των αμβλώσεων
σε ομοσπονδιακό επίπεδο,
οι συντηρητικοί ανώτατοι
δικαστές έχουν τις
διπλάσιες έδρες από τους
κοινωνικά φιλελεύθερους—τη
στιγμή που η θητεία στο
Ανώτατο Δικαστήριο είναι
εφ’ όρου ζωής. Κάπως
έτσι, οι Δημοκρατικοί δε
δείχνουν να έχουν
σημαντικές προοπτικές
ανατροπής της σχετικής
απόφασης—ή οποιασδήποτε
παρόμοιας ακολουθήσει—ειδικά
αν το 2024 χάσουν ξανά
τον Λευκό Οίκο.
Ενδεικτικά, αν οι
εκλογές του 2020
επαναλαμβάνονταν σήμερα,
οι περισσότερες
δημοσκοπήσεις θεωρούν
πως νικητής θα
αναδεικνυόταν ο Ντόναλντ
Τραμπ, κάτι που θεωρούν
πιθανότερο να συμβεί και
το 2024, αν ο πρώην
Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος
κατέβει ξανά· κατά τη
διάρκεια της θητείας του,
ο Τραμπ ήταν εκείνος που
άλλαξε τις ισορροπίες
στο Ανώτατο Δικαστήριο,
διορίζοντας τρεις
συντηρητικούς και
ηλικιακά νέους δικαστές,
καθορίζοντας έτσι την
ιδεολογική τοποθέτηση
του σώματος για αρκετά
χρόνια ακόμα. Έτσι, το
σενάριο που θέλει τους
Ρεπουμπλικάνους να
πραγματοποιούν την ολική
ανατροπή, επανακτώντας
την πλειοψηφία σε
Κογκρέσο και Γερουσία το
2022, την Προεδρία το
2024, και τον πρώτο λόγο
στη σύνθεση του Ανώτατου
Δικαστηρίου σχεδόν μέχρι
το τέλος της δεκαετίας
μοιάζει συνεχώς
πιθανότερο. Ειδικά, δε,
αν κατεβάσουν τον Ρον
ΝτεΣάντις απέναντι στον
Μπάιντεν—η οποιονδήποτε
Δημοκρατικό υποψήφιο·
αυτό όμως είναι μια άλλη
ιστορία.