Από το
σύνολο των εργαζόμενων στην Ελλάδα το 2020, μόνο
το 46% ανήκει στη λεγόμενη γενιά του
πολυτεχνείου και εκείνη που την ακολούθησε, τη
γενιά της μεταπολίτευσης. Σήμερα ένας στους δύο
εργαζόμενους (51%) ανήκει σε νεότερες γενιές.
Αυτή την εικόνα δείχνουν τα τελευταία στοιχεία
για την απασχόληση της Εθνικής Στατιστικής
Υπηρεσίας (2022).
Οι νεότερες γενιές στην
διεθνή αρθρογραφία
αναφέρονται ως γενιά Υ
και γενιά Ζ. Είναι οι
γενιές όσων
ενηλικιώθηκαν γύρω στο
2000 (γενιά Υ) και η
επόμενη (γενιά Ζ). Μία
γενιά απαρτίζεται από
άτομα τα οποία έχουν
γεννηθεί συγκεκριμένη
χρονική περίοδο και
έχουν βιώσει
πανομοιότυπα καθοριστικά
γεγονότα κατά την
ενηλικίωση τους.
Διαμορφώνεται με βάση
τις κοινές ιστορικές,
κοινωνικές, πολιτικές,
αξιακές και πολιτισμικές
αναφορές των ατόμων.
Διαφέρει μία ηλικιακή
ομάδα η οποία
υπολογίζεται
αποκλειστικά και μόνο
βάση χρονικές περιόδους
των 20-25 ετών από τον
χρόνο αναφοράς.
Είναι εξαιρετικά
ενδιαφέρον πως οι γενιές
που μελετώνται στην
διεθνή βιβλιογραφία
έχουν απευθείας
συσχέτιση με τις γενιές
που δημιουργήθηκαν στην
Ελλάδα. Η λεγόμενη ήσυχη
γενιά (Silent Generation
– SG) περιλαμβάνει όσους
και όσες γεννήθηκαν
μεταξύ 1928 και 1945 και
είναι η ελληνική γενιά
της κατοχής. Η γενιά των
Baby Boomers (1946 με
1964) ή λεγόμενη γενιά
του Μάη του ’68 είναι η
ελληνική γενιά του
Πολυτεχνείου. Η γενιά Χ
(Gen X – 1965-1980)
είναι η γενιά της
μεταπολίτευσης,
ακολουθούμενη από τους
Millenials (Gen Y –
1981-1996), την γενιά Ζ
(Gen Z – 1997-2012) και
την γενιά Α (Gen A –
2012 με όσους και όσες
γεννηθούν μέχρι τα μέσα
της δεκαετίας 2020).
Η σταδιακή αντικατάσταση
των μεγαλύτερων γενεών
από τις νεότερες έχει
εξαιρετικό ενδιαφέρον:
ένας στους δύο
εργαζόμενους στην Ελλάδα
έχει γεννηθεί μετά το
80, έχει μεγαλώσει μέσα
στον ψηφιακό κόσμο,
είναι άψογος χρήστης της
τεχνολογίας, ακολουθεί
κατά πόδας τις
απαιτήσεις της 4ης
βιομηχανικής επανάστασης,
συμμετέχει μέσω της
ψηφιακής επικοινωνίας σε
όλες τις διεθνείς τάσεις,
γνωρίζει ξένες γλώσσες
και νιώθει άνετα σε ένα
διεθνοποιημένο
περιβάλλον. Για την
Ελλάδα οι νεότερες
γενιές είναι οι πιο
μορφωμένες γενιές που
είχε ποτέ, αποτέλεσμα
της επένδυσης της χώρας
μας, κατά τη διάρκεια
της μεταπολίτευσης, στην
ελεύθερη πρόσβαση όλων
στη τριτοβάθμια
εκπαίδευση.
Εκτός από την Ελλάδα, οι
γενιές Υ και Ζ,
αντικαθιστούν με
γοργότατο ρυθμό τις
μεγαλύτερες σε όλο τον
κόσμο: στην Ιαπωνία, την
Κίνα, την Ινδία, την
Βραζιλία, την Βρετανία,
την Αφρική, την Αμερική
και την Ευρώπη. Οι
νεότερες γενιές αποκτούν
αγοραστική δύναμη ως
καταναλωτές και
ανέρχονται σε θέσεις
ευθύνες που επηρεάζουν
την στρατηγική
κατεύθυνση και την
οικονομική διαχείριση
των επιχειρήσεων στις
οποίες εργάζονται.
Το γεγονός αυτό
δημιουργεί μία επιπλέον
συνθήκη στην αγορά. Όσες
επιχειρήσεις δεν θέλουν
να αποκοπούν από την
μισή, για την ώρα, αγορά,
θα πρέπει να βρουν τους
τρόπους και τα μέσα που
προτιμούν οι νεότερες
γενιές, για να
επικοινωνήσουν και να
δημιουργήσουν σχέση μαζί
τους. Ενδεχομένως ο
ρυθμός αντικατάστασης
των παλαιότερων γενεών
από νεότερες να μην
είναι ο ίδιος για όλους
τους κλάδους, οι
επιχειρήσεις όμως που
δεν αντιλαμβάνονται ότι
οι νεότερες γενιές
πρέπει να κατέχουν
κεντρική θέση στην
στρατηγική τους, αφού
ήδη αποτελούν την μισή
αγορά και το μερίδιο
αυτό θα συνεχίσει να
αυξάνεται, αναπόφευκτα,
φράσουν τις δυνατότητες
ανάπτυξή τους.
Οι εμπορικές
επιχειρήσεις που
απευθύνονται απευθείας
στους καταναλωτές (B2C),
αντιλαμβανόμενες
νωρίτερα απ’ όλους την
αύξηση της αγοραστικής
δύναμης των νεότερων
γενιών, έχουν στραφεί
στα ψηφιακά μέσα για την
διαχείριση της
επικοινωνίας τους, στο
ηλεκτρονικό εμπόριο για
την διαχείριση των
πωλήσεων, σε ψηφιακές
πλατφόρμες και εφαρμογές
φορητών συσκευών για την
εξυπηρέτηση πελατών. Με
άλλα λόγια, για να
προσεγγίσουν τις
νεότερες γενιές,
επικεντρώθηκαν στον
ψηφιακό μετασχηματισμό
τους, με την πανδημία να
τον επιταχύνει αισθητά.
Τα στοιχεία συνηγορούν
πως αυτή η στρατηγική
είναι απαραίτητη και για
τις επιχειρήσεις που
απευθύνονται με προϊόντα
και υπηρεσίες σε άλλες
επιχειρήσεις,
κυβερνήσεις και μη
κερδοσκοπικούς
οργανισμούς. Σε έρευνα
του διεθνούς οίκου
Gartner (Digital Buying
Survey, Gartner 2021)
για το πως
διαμορφώνονται οι
σχέσεις αγοραστή/προμηθευτή
στο εμπόριο μεταξύ
επιχειρήσεων (Β2Β),
αναφέρεται ότι το 23%
των Baby Boomers (γενιάς
τους πολυτεχνείου), το
43% των Gen X (γενιάς
της μεταπολίτευσης) και
το 54% των millenials (γενιάς
Υ) προτιμούν την
αυτοεξυπηρέτηση μέσα από
ψηφιακές πλατφόρμες,
παρά την επικοινωνία με
το τμήμα πωλήσεων ενός
προμηθευτή. Με 4,42
δισεκατομμύρια φορητών
συσκευών συνδεδεμένες
στο διαδίκτυο σήμερα, τα
ποσοστά αυτά θα
μπορούσαν να είναι κατά
πολύ υψηλότερα, κάτι που
αναμένεται να γίνει στο
άμεσο μέλλον (Mobile
internet usage
worldwide, Statista
2022).
Οι ελληνικές Β2Β
επιχειρήσεις, στην
μεταποίηση, την
βιομηχανία, τις
κατασκευές και τις
υπηρεσίες ακόμη δεν
έχουν ολοκληρωμένη
στρατηγική για τον
ψηφιακό μετασχηματισμό
τους. Αυτό φαίνεται από
τον χαμηλό ρυθμό
επενδύσεων στο στάδιο
που προηγείται του
ψηφιακού μετασχηματισμού
και δεν είναι άλλο από
την ψηφιοποίηση
εσωτερικών διαδικασιών
και γενικότερα χρήση της
τεχνολογίας. Κάτι που
αποτυπώνεται και στην 3η
ετήσια έκδοση για την
ψηφιακή και τεχνολογική
ωριμότητα οικονομίας και
επιχειρήσεων του ΣΕΒ
(2022), όπου η Ελλάδα
στον δείκτη ψηφιακής
ωριμότητας επιχειρήσεων,
κατατάσσεται 24η από τα
27 κράτη μέλη της ΕΕ.
Ίσως μέχρι πρότινος η
καθυστέρηση στην ψηφιακή
ωριμότητα να φάνταζε, εν
μέρει, κατανοητή.
Εξάλλου γιατί μία
επιχείρηση που
κατασκευάζει φράγματα να
επενδύσει χρήματα ώστε
να περάσει στο ψηφιακό
κανάλι την διαδικασία
πώλησης; Ή γιατί μία
επιχείρηση που παράγει
φασόν παιδικά
παπουτσάκια για
χονδρέμπορους στην
Ιταλία να διαχειριστεί
την σχέση της μαζί τους
ψηφιακά αφού ήδη
επικοινωνούν με μηνύματα
ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου;
Όταν οι μισοί
εργαζόμενοι από την άλλη
πλευρά ανήκουν στις
νεότερες γενιές,
απομακρύνεσαι από αυτούς,
αν δεν διαθέτεις τα μέσα
και δεν χρησιμοποιείς
τον τρόπο προσέγγισης
που αυτοί αναμένουν. Και
όσο απομακρύνεσαι από
την αγορά, τόσο
διακινδυνεύεις το
μερίδιό σου να το πάρει
κάποιος άλλος. Δεν είναι
εξάλλου ανήκουστο οι
τεχνολογικές εξελίξεις
να επηρεάσουν
επιχειρήσεις κολοσσούς
οι οποίες μέσα σε λίγα
χρόνια να εξανεμίζονται.
Δεν αρκεί μία επιχείρηση
να βαφτίσει ψηφιακό
μετασχηματισμό την
υλοποίησης μιας ψηφιακή
πλατφόρμας. Οι νεότερες
γενιές θα εξάγουν
συμπεράσματα σχετικά με
την αξιοπιστία της
επιχείρησης κρίνοντας το
πόσο άρτια είναι η
εμπειρία πελάτη που
προσφέρει η ψηφιακή
πλατφόρμα. Οι νεότερες
γενιές θα εξάγουν
συμπεράσματα σχετικά με
την ποιότητα των
προϊόντων και υπηρεσιών
που προσφέρει η
επιχείρηση
προσεγγίζοντας την
παρουσία της στα
κοινωνικά δίκτυα, θα
διαβάσουν κριτικές για
τα προϊόντα και τις
υπηρεσίες της
επιχείρησης από τρίτους.
Οι νεότερες γενιές θα
εξάγουν συμπεράσματα
σχετικά με την αξία της
ίδιας της επιχείρησης,
αναζητώντας περισσότερες
πληροφορίες σε μηχανές
αναζήτησης. Με άλλα
λόγια θα διαμορφώσουν
άποψη, πριν καν έρθουν
σε άμεση επαφή με την
επιχείρηση, και αν αυτή
η άποψη είναι αρνητική,
θα επιλέξουν να μην
έρθουν σε επαφή.
Ανεξαρτήτως κλάδου και
ανεξαρτήτως αγοράς, κάθε
επιχείρηση πρέπει να
διαμορφώσει στρατηγική
για τον ψηφιακό
μετασχηματισμό της, ώστε
να παίζει επί ίσοις
όροις στις νέες συνθήκες
που διαμορφώνονται στην
αγορά, με την δυναμική
είσοδο των νεότερων
γενιών στην παραγωγική
διαδικασία. Δυστυχώς δεν
υπάρχει μία πετυχημένη
συνταγή που να
εφαρμόζεται σε όλους. Ο
ψηφιακός μετασχηματισμός
εξαρτάται από ενδογενείς
και εξωγενείς παράγοντας
και για αυτό λειτουργεί
ως ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα της
επιχείρησης όταν γίνεται
σωστά. Απαιτεί ανάλυση,
μικρά βήματα, μέτρηση
στόχων, αποτίμηση
αποτελεσμάτων και
επανάληψη.
Ο ψηφιακός
μετασχηματισμός είναι
μαραθώνιος, όχι αγώνα
ταχύτητας.
* Ο Τάσος Κούτλας
εργάζεται ως Αναπληρωτής
Διευθυντής Ψηφιακών
Λύσεων Ευρώπης στην FFW
και είναι ειδικός σε
θέματα ψηφιακού
μετασχηματισμού,
τεχνολογίας και
επικοινωνίας.