Για
δεύτερη φορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περιορίσθηκε
την περασμένη εβδομάδα στο να καλέσει την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να διερευνήσει, μαζί μετους
διεθνείς εταίρους μας, τρόπους για να μειωθούν
οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, καθώς και
κατά πόσον είναι σκόπιμο να ορισθούν προσωρινά
ανώτατα όριατιμών, εφόσον συντρέχει περίπτωση».
Αυτή ήταν και πάλι η αόριστη -και εντελώς μη
δεσμευτική- απάντηση στον Μάριο Ντράγκι που,
υποστηριζόμενος από τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον
Κυριάκο Μητσοτάκη, επανέλαβε με αγωνία την
πρότασή του να τεθεί ευρωπαϊκό πλαφόν στην τιμή
εισαγωγής του ρωσικού φυσικού αερίου και να μπει
έτσι ένας φραγμόςστην ανεξέλεγκτη αύξησή της.
Η ίδια εντολή είχε δοθεί,
για πρώτη φορά, στην
Επιτροπή από το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις
30-31 Μαΐου, χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Η
καθυστέρηση της
Επιτροπής να δώσει
απάντηση δεν είναι
βέβαια δική της απόφαση.
Είναι περισσότερο από
σαφές ότι αν η εντολή
της συνόδου κορυφής ήταν
ομόθυμη -και κυρίως
ειλικρινής- οι προτάσεις
της θα ήταν ήδη πάνω στο
τραπέζι. Τώρα
αναμένονται περί τον
Σεπτέμβριο, με προοπτική
συζήτησής τους –και όχι
κατ’ ανάγκην λήψης
απόφασης- στην τακτική
σύνοδο κορυφής του
Οκτωβρίου. Τι και αν ο
Μάριο Ντράγκι, μαζί με
άλλους ηγέτες, κυρίως
από τον ευρωπαϊκό νότο,
κρούει σχεδόν
απελπισμένα τον κώδωνα
του κινδύνου; Ο ιταλός
πρωθυπουργός ζήτησε
έκτακτη σύνοδο κορυφής
για το θέμα τον Ιούλιο
χωρίς όμως να
εισακουσθεί. Έτσι
υποχρεώθηκε να αρκεσθεί
στη δήλωση ότι τότε «…μπορεί
να είναι αργά».
Διστάζουν, βλέπετε, οι
Γερμανοί και από κοντά
οι Ολλανδοί και οι
λοιποί ακόλουθοί τους.
Δείχνοντας να αγνοούν
ότι οι δισταγμοί σε
κρίσιμες ώρες αποβαίνουν
ενίοτε μοιραίοι. Και ότι
η «κόπωση» των ευρωπαίων
πολιτών μπορεί να τους
οδηγήσει σε απρόβλεπτες
και μη ελεγχόμενες
αντιδράσεις. Εν τω
μεταξύ όμως η τιμή του
φυσικού αερίου αυξήθηκε
ήδη κατά 70% μέσα στον
Ιούνιο, οι εγκαταστάσεις
υγροποίησης και
μεταφόρτωσης φυσικού
αερίου της Freeport LNG,
από τις οποίες φεύγει
περίπου το 20% του
αμερικανικού
υγροποιημένου φυσικού
αερίου προς τον υπόλοιπο
κόσμο, για τουλάχιστον
τρεις μήνες θα είναι
εκτός λειτουργίας, και η
Ρωσία μειώνει τη ροή του
φυσικού αερίου προς τη
Δύση με αιτία ή πρόσχημα
τις δυσκολίες συντήρησης
του υποθαλάσσιου
τμήματος του αγωγού
NordStream 1, ενώ οι
δεξαμενές φυσικού αερίου
στην Ευρώπη δεν θα
γεμίσουν πριν τον
Νοέμβριο.
Το –εκ πρώτης
τουλάχιστον όψεως-
παράδοξο είναι ότι οι
δισταγμοί της Γερμανίας
που δεν επιτρέπουν να
υπάρξει μια κοινή και
αποφασιστική ευρωπαϊκή
απάντηση εκδηλώνονται τη
στιγμή που η ίδια
αναγκάζεται
επιστρατεύσει μονάδες
παραγωγής ηλεκτρικού
ρεύματος από άνθρακα
προκειμένου να μειώσει
την κατανάλωση φυσικού
αερίου, μία κίνηση που
όπως παραδέχθηκε ο (πράσινος)
γερμανός υπουργός
Οικονομίας Ρόμπερτ
Χάμπεκ «πόνεσε πολύ». Ο
ίδιος υπουργός δηλώνει
σε δραματικούς τόνους
ότι ο Πούτιν θέλει να
διαλύσει τη Γερμανία
καθώς και ότι, αν
επαληθευθούν οι
χειρότερες προβλέψεις, η
ενεργειακή αγορά θα
βρεθεί σε κατάσταση
παρόμοια με αυτή που
ακολούθησε την
κατάρρευση της Lehman
Brothers το 2008.
«Των οικιών ημών
εμπιπραμένων ημείς
άδομεν» θα έλεγαν οι
αρχαίοι μας πρόγονοι αν
ζούσαν τη σημερινή κρίση.
«Ρίχνουν τη μπάλα στην
εξέδρα» θα λέγαμε εμείς
σε άπταιστα νέα ελληνικά
για να χαρακτηρίσουμε
αυτή την παρατεινόμενη
αναβολή στη λήψη μιας
απόφασης. Μόνο που
κάποιοι εταίροι μας
αγνοούν τον κίνδυνο να
μην επιστρέψει αυτή τη
φορά η μπάλα στον
αγωνιστικό χώρο. Ή,
ακόμη χειρότερα, να
επιστρέψει μαζί με
χούλιγκανς της εξέδρας
που θα θελήσουν να
αντικαταστήσουν τους
παίκτες των ομάδων. Τα
σημάδια αυτού του
κινδύνου σε διάφορες
ευρωπαϊκές χώρες-και
ακόμη περισσότερο στην
πέραν του Ατλαντικού
υπερδύναμη - είναι ήδη
αρκετά και ανησυχητικά.