O πόλεμος
στην Ουκρανία, η κρίση της ενέργειας και οι
μπλοκαρισμένες εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της
πανδημίας είναι οι κυριότερες αιτίες που
προβάλλονται για το σημερινό κύμα ακρίβειας. Το
κοινό στοιχείο αυτών των σεναρίων είναι ότι
προϋποθέτουν μια κρίση στην ισορροπία ζήτησης
και προσφοράς στην αγορά η οποία προκαλεί την
αύξηση των τιμών στα προϊόντα και στις υπηρεσίες.
Η κυρίαρχη νεοκεϊνσιανή σχολή που επικεντρώνεται
στη διαχείριση αυτής της ισορροπίας μέσω του
ενεργού ρόλου του κράτους βασίζεται εν πολλοίς
στη πεποίθηση ότι πληθωρισμός και ανεργία είναι
έννοιες αντιστρόφως ανάλογες. Στα τέλη της
δεκαετίας του ’70 ωστόσο η σχέση αυτή έσπασε,
οδηγώντας τον Πολ Βόλκερ να αυξήσει τα επιτόκια
στις ΗΠΑ ώστε να κατευνάσει το τότε πληθωριστικό
κύμα, προκαλώντας ωστόσο και μια σημαντική ύφεση.
Για να επιτευχθεί αυτό, χρησιμοποιήθηκαν
εργαλεία της σύγχρονης μονεταριστικής θεωρίας, η
οποία θεμελιώθηκε από τον Μίλτον Φρίντμαν.
Οι μονεταριστές
διατείνονται ότι ο
βασικός λόγος της
αύξησης των τιμών δεν
είναι άλλος από τη
διεύρυνση του
κυκλοφορούντος χρήματος
στην αγορά. Τα
δημοσιονομικά και
νομισματικά μέτρα
στήριξης της οικονομίας
στην περίοδο της
πανδημίας ήλθαν να
προστεθούν στην ποσοτική
χαλάρωση για την
καταπολέμηση των
επιπτώσεων της μεγάλης
χρηματοοικονομικής
κρίσης. Δεδομένου ότι τα
αγαθά και οι υπηρεσίες
παραμένουν σχετικά
σταθερά, το πλεονάζον
παραχθέν χρήμα οδηγεί
μαθηματικά σε
τιμολογιακές ανατιμήσεις.
Ο κυνισμός της
μονεταριστικής
προσέγγισης την
κατέστησε πάντοτε
κόκκινο πανί για το
μεγαλύτερο μέρος του
πολιτικού κόσμου αλλά
και της κοινωνίας, που
ανέκαθεν αποσκοπούσαν
στην πιο εύληπτη λύση
της κρατικής επέμβασης
με ευρεία δημοσιονομικά
μέτρα για την τόνωση της
απασχόλησης και της
οικονομικής
δραστηριότητας. Καθώς οι
σκοτεινές αναμνήσεις της
δίνης του πληθωρισμού
ξεθώριαζαν, οι
κυβερνήσεις πίστεψαν ότι
μπορούν να αυξάνουν
ακόπιαστα τη νομισματική
βάση χωρίς επιπτώσεις
για την αξία του
χρήματος.
Η πεποίθηση αυτή
ανάγκασε εν πολλοίς τις
κεντρικές τράπεζες, παρά
τις ενστάσεις, να
υιοθετήσουν άμεσα ή
έμμεσα τη στήριξη της
εργασίας και την αποφυγή
της ύφεσης ως κομμάτι
του καταστατικού τους
χάρτη παράλληλα με τον
παραδοσιακό τους ρόλο
που επικεντρώνεται στην
προστασία του εθνικού
νομίσματος. Δεν είναι
δύσκολο να φανταστεί
κανείς ότι από τις δύο
προσεγγίσεις αυτή των
μονεταριστών ήταν η
λιγότερο προσφιλής τόσο
στις κυρίαρχες τάσεις
της σοσιαλδημοκρατίας
αλλά και στους πιο
λαϊκιστικούς εκπροσώπους
του νεοφιλελευθερισμού.
Οι μονεταριστές
προτείνουν τη λύση ενός
πικρού φαρμάκου για την
οικονομία υπό τη μορφή
υψηλότερων επιτοκίων και
της απόσυρσης
πλεονάζουσας ρευστότητας
ούτως ώστε οι δυνάμεις
της αγοράς να
ξεδιαλύνουν τις
επιχειρήσεις αυτές οι
οποίες οφείλουν την
ευημερία τους κυρίως στη
δημοσιονομική επέκταση,
χωρίς κάποια πραγματική
παραγωγική καινοτομία. Η
άνοδος των τιμών μπορεί
σήμερα να είναι επώδυνη
αλλά μπορεί να
εκτραχυνθεί περαιτέρω
εφόσον οι ίδιοι οι
πολίτες αρχίζουν να
απαιτούν μεγαλύτερες
αμοιβές. Σε αυτόν τον
φαύλο κύκλο
αυτοτροφοδοτούμενων
προσδοκιών και
οικονομικών σοκ, ο
έλεγχος της αξίας
χρήματος φαντάζει ως η
πιο αξιόπιστη μέθοδος
για τη συγκράτηση του
πληθωρισμού που ανέκαθεν
αποτελούσε τον πιο
ύπουλο φόρο στις
περιουσίες των πολιτών.
Η αναπόφευκτη επίδραση
που αυτό θα έχει στους
οικονομικούς δείκτες και
στα επίπεδα εργασίας θα
απαιτήσει γενναιότητα
τόσο από τις πολιτικές
δυνάμεις όσο και από
τους ίδιους τους πολίτες.
*Ο κ. Φάνης Βαρτζόπουλος
είναι χρηματοοικονομικός
αναλυτής στο Λονδίνο.