Η ενεργειακή κρίση που βιώνουμε εδώ και έναν
περίπου χρόνο, πέρα από τη μεγάλη της διάρκεια,
είναι ιδιαίτερα οξεία λόγω των σημαντικών
ανατιμήσεων σε όλες τις μορφές καυσίμων.
Μπορεί η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή στις 14
Σεπτεμβρίου να
ανακοίνωσε δέσμη μέτρων
με στόχο την τιθάσευση
των υψηλών τιμών
ηλεκτρισμού στην Ε.Ε.,
όμως οι τιμές δεν
δείχνουν να υποχωρούν
αυτομάτως. Και αυτό
γιατί οι αγορές έχουν τα
δικά τους κριτήρια
αξιολόγησης ρίσκου και
διαχείρισης των κινδύνων
που αυτή ενέχει. Ετσι,
παρά την ανακοίνωση
πλαφόν στα έσοδα των
παραγωγών ηλεκτρισμού
(180 ευρώ/ MWH) από
πυρηνική ενέργεια,
λιγνίτες και ΑΠΕ –πράγμα
που θα δημιουργήσει
σημαντικά έσοδα για
ανακατανομή σε
νοικοκυριά και
επιχειρήσεις και θα
κρατήσει τις τιμές
λιανικής σε λογικά
επίπεδα–, οι
χονδρεμπορικές τιμές του
ηλεκτρισμού και του
φυσικού αερίου (όπου δεν
μπαίνει πλαφόν)
συνεχίζουν την ανοδική
τους πορεία, εντείνοντας
την αβεβαιότητα ως προς
την πορεία της
ευρωπαϊκής αγοράς
ενέργειας η οποία
εξαρτάται κατά 60% από
εισαγωγές ενεργειακών
πρώτων υλών και
προϊόντων.
Αν και η ανωτέρω
παρέμβαση της Κομισιόν
είναι ελλιπής,
οπωσδήποτε αποτελεί μια
αχτίδα αισιοδοξίας,
δηλαδή ότι έστω και αργά
καταβάλλεται μια
συντονισμένη προσπάθεια
για τη συγκράτηση των
τιμών. Αυτό όμως δεν
σημαίνει απαραίτητα ότι
οι τιμές ηλεκτρισμού και
φυσικού αερίου θα
αρχίσουν σύντομα να
αποκλιμακώνονται. Στην
καλύτερη περίπτωση
προβλέπεται διατήρηση
των τιμών καταναλωτή στα
σημερινά επίπεδα.
Επομένως τίθεται θέμα
ενεργειακής επιβίωσης
των καταναλωτών και
επιβάλλεται η άμεση λήψη
μέτρων προς αποφυγή ενός
επερχόμενου κύματος
ενεργειακής φτώχειας.
Ναι μεν η κυβέρνηση,
όπως και άλλες στην
Ευρώπη, μεριμνά για τη
διατήρηση των τιμών
καταναλωτή σε λογικά
επίπεδα μέσω μαζικών
επιδοτήσεων, αλλά
υπάρχει ένα όριο στις
οικονομικές ενισχύσεις,
πέραν του οποίου θα
κινδυνεύσει με
εκτροχιασμό η οικονομία.
Το τέλος των οριζόντιων
επιδοτήσεων προανήγγειλε
εξάλλου ο πρωθυπουργός
στην πρόσφατη ομιλία του
στη ΔΕΘ, με προωθούμενη
πλέον την κλιμακωτή
επιδότηση ηλεκτρικής
ενέργειας η οποία
εκτιμάται ότι θα
συμβάλει στη συγκράτηση
της κατανάλωσης ρεύματος.
Στην Ελλάδα υπάρχουν
τεράστια περιθώρια για
τη βελτίωση της
ενεργειακής
αποδοτικότητας και γι’
αυτό και στο τελευταίο
εθνικό σχέδιο για την
ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ)
έχει τεθεί στόχος η
βελτίωση της ενεργειακής
αποδοτικότητας κατά 45%
μέχρι το 2030. Το εάν θα
πραγματοποιηθεί ο
φιλόδοξος αυτός στόχος
θα εξαρτηθεί από τον
βαθμό κινητοποίησης όλων
των καταναλωτών, είτε
είναι νοικοκυριά και
επιχειρήσεις είτε
δημόσια κτίρια και
εγκαταστάσεις. Και προς
αυτή την κατεύθυνση η
κυβέρνηση οφείλει να
χαράξει πολιτική και να
δώσει συγκεκριμένες
κατευθύνσεις,
ενθαρρύνοντας την
εξοικονόμηση ενέργειας
σε πολλαπλά επίπεδα.
Με τον κτιριακό
τομέα να αποτελεί τον
μεγαλύτερο αναλογικά
καταναλωτή ενέργειας (οι
υπόλοιποι είναι η
βιομηχανία, η γεωργία
και οι μεταφορές)
αναπόφευκτα το
ενδιαφέρον για
παρεμβάσεις για τη
βελτίωση της ενεργειακής
αποδοτικότητας
επικεντρώνονται στα
κτίρια και το δομημένο
περιβάλλον γενικότερα.
Και ενώ όλα τα
καινούργια κτίρια βάσει
κανονισμού (ΚΕΝΑΚ)
οφείλουν να είναι
χαμηλής ή και μηδενικής
ενεργειακής κατανάλωσης,
το πρόβλημα εντοπίζεται
στα υπάρχοντα, που
αποτελούν και τον βασικό
κτιριακό όγκο με μεγάλο
ηλικιακό κύκλο.
Μεταξύ άλλων τα
διατιθέμενα εργαλεία και
οι παρεμβάσεις για τη
βελτίωση της ενεργειακής
αποδοτικότητας στα
κτίρια περιλαμβάνουν
εσωτερικές και
εξωτερικές μονώσεις του
κτιριακού κελύφους, την
εγκατάσταση αντλιών
θερμότητας για θέρμανση
και δροσισμό, την
τοποθέτηση λαμπτήρων
χαμηλής κατανάλωσης
(LED), την αντικατάσταση
παλαιών κουφωμάτων με
νέα αεροστεγή, την
εγκατάσταση ηλιακών
θερμικών συστημάτων για
την παροχή ζεστού νερού,
την εγκατάσταση
φωτοβολταϊκών συστημάτων
στη στέγη ή στην ταράτσα
για παραγωγή ηλεκτρισμού,
την προσάρτηση ηλιακού
θερμοκηπίου για θέρμανση
εσωτερικών χώρων και
μείωση των απωλειών
θερμότητας κ.λπ. Ετσι,
μέσα από έναν συνδυασμό
εφαρμογών το κάθε
νοικοκυριό και η κάθε
επιχείρηση μπορούν να
βελτιώσουν σημαντικά την
ενεργειακή τους απόδοση.
Εάν καταγράψει κάποιος
την ενέργεια που
χρησιμοποιεί ένα κτίριο
και χαρτογραφήσει τους
χώρους που μπορεί να
εξοικονομήσει ενέργεια
θα βρεθεί προ εκπλήξεως,
καθότι συνήθως οι
δυνατότητες μείωσης της
ενεργειακής κατανάλωσης
εύκολα φθάνουν και
ξεπερνούν το 50% της
ενέργειας που
καταναλώνεται, χωρίς
απαραίτητα την επιλογή
ακριβών λύσεων, όπως
είναι τα φωτοβολταϊκά ή
οι αντλίες θερμότητας.
Ναι μεν η Πολιτεία
έχει εδώ και μια
δεκαετία εισάγει τα
προγράμματα «Εξοικονομώ
κατ’ οίκον» και η
συμβολή τους κρίνεται
γενικά πολύ θετική, όμως
η σημερινή συγκυρία
είναι τέτοια που
απαιτούνται άμεσες
λύσεις. Για αυτό η
κυβέρνηση πέρα από τα
τρέχοντα προγράμματα και
τα μέτρα που πρόσφατα
(7.9) ανακοίνωσε για τα
δημόσια κτίρια, που όμως
ευθύνονται μόλις για το
10% της συνολικής
κτιριακής κατανάλωσης
ενέργειας, οφείλει να
μελετήσει και να
ανακοινώσει το
συντομότερο δυνατό, εν
είδη καμπάνιας, ένα
πανελλαδικό πρόγραμμα
εξοικονόμησης ενέργειας
ευρείας κλίμακας.
Ξεκινώντας από
γενικές κατευθύνσεις και
οδηγίες που θα
απευθύνονται σε όλους
τους πολίτες και θα
είναι εύκολα εφαρμόσιμες
και προχωρώντας σε
εξειδίκευση μέτρων
ανάλογα με τους τύπους
των κτιρίων, καθιστώντας
τους ενοίκους και όχι
μόνον τους ιδιοκτήτες
υπεύθυνους για την
εξοικονόμηση ενέργειας.
Τέλος, θα πρέπει να
επισημανθεί ότι μια
ευρεία και συστηματική
εφαρμογή μέτρων
βελτίωσης της
ενεργειακής κατάστασης
στα κτίρια θα έχει πολύ
θετικές μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις για την
οικονομία, αφού θα
κινητοποιήσει δεκάδες
επαγγελματικούς κλάδους
και θα ενισχύσει την
εγχώρια βιομηχανική
παραγωγή συστημάτων και
εξαρτημάτων (λ.χ.
ηλιακοί θερμοσίφωνες,
μεταλλικές κατασκευές,
μονώσεις, κουφώματα
αλουμινίου, καλωδιώσεις
κ.λπ.).
* Ο κ. Κωστής Ν.
Σταμπολής είναι πρόεδρος
και εκτελεστικός
διευθυντής του
Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ
Ευρώπης (ΙΕΝΕ).