Όσο
παράλογο και εάν ακούγεται, φαίνεται ότι παρά
τον διεθνή οικονομικό αποκλεισμό που
επιχειρείται κατά της Ρωσίας τους τελευταίους 3
μήνες, με αφορμή την εισβολή της τελευταίας στην
Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου και την εκεί
πολεμική σύρραξη, οι κυρώσεις για τις εξαγωγές
ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό
αέριο) δεν έχουν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Πώς διαφορετικά μπορούμε να εξηγήσουμε την
συνεχιζόμενη εισροή εκατομμυρίων δολαρίων προς
την Ρωσία σε καθημερινή βάση από πωλήσεις
ενεργειακών πρώτων υλών;
Η συνεχής ροή
ενεργειακών πρώτων υλών
Όχι μόνο προς την Ευρώπη
αλλά και διεθνώς;
Ενδεικτικά, σύμφωνα με
πρόσφατο δημοσίευμα των
Financial Times (20/5),
οι πωλήσεις πετρελαίου
προς την Ιταλία από τις
αρχές του τρέχοντος
έτους έχουν σχεδόν
τετραπλασιαστεί. Με τις
καθημερινές εξαγωγές
ρωσικού πετρελαίου
ποικιλίας Urals προς την
Ιταλία να έχουν φθάσει
τις 450.000 βαρέλια, την
υψηλότερη ποσότητα σε
σχέση με το 2013,
σύμφωνα με στοιχεία της
εταιρείας Kpler, η οποία
παρακολουθεί και
καταγράφει παγκοσμίως
όλες τις δια θαλάσσης
κινήσεις πρώτων υλών. Με
την Ιταλία να ξεπερνά σε
εισαγωγές ρωσικού
πετρελαίου την Ολλανδία.
Από αυτές τις ποσότητες,
τα 2/3 προορίζονται για
το διυλιστήριο ISAB,
ιδιοκτησίας Lukoil,
που είναι πλησίον της
Augusta στην Σικελία.
Αλλά και η Βουλγαρία,
όπου το διυλιστήριο της
Lukoil είναι το μοναδικό
που διαθέτει η χώρα, οι
εισαγωγές ρωσικού
πετρελαίου έχουν αυξηθεί
από αρχές του έτους. Αν
και στην ρωσικών
συμφερόντων Lukoil δεν
έχουν επιβληθεί ακόμα
κυρώσεις, πολλές
ευρωπαϊκές τράπεζες
έχουν κλείσει τις
πιστωτικές γραμμές της,
ενώ στις αρχές Μαΐου ο
μέχρι πρότινος πρόεδρος
και ιδρυτής της, ο Vagit
Alekperov, υποχρεώθηκε
σε παραίτηση μετά την
επιβολή κυρώσεων κατά
του ιδίου. Όπως δήλωσε ο
ίδιος, αυτή η κίνηση
ήταν επιβεβλημένη
προκειμένου να
διασφαλισθεί η
λειτουργία της εταιρείας.
Αλλά και στην περίπτωση
του φυσικού αερίου παρά
τον πρόσφατο τερματισμό
παραδόσεων ρωσικού
αερίου σε Πολωνία,
Βουλγαρία και Φινλανδία
και επιλεκτικά σε
ορισμένους πελάτες της Gazprom σε
Ολλανδία και Γερμανία
και την προσπάθεια
απεξάρτησης πολλών χωρών
από το ρωσικό αέριο, τα
προβλεπόμενα έσοδα από
εξαγωγές αερίου προς την
Ευρώπη δεν φαίνεται ότι
θα είναι αισθητά
μειωμένα το 2022 γιατί,
όπως και στη περίπτωση
του πετρελαίου, έχουν εν
τω μεταξύ αυξηθεί κατά
πολύ οι τιμές.
Η τιμή του φυσικού
αερίου
Να θυμίσουμε ότι η τιμή
του αερίου στο ολλανδικό
TTF από τις αρχές του
έτους κινείται σταθερά
άνω των €80/MWh, δηλαδή
τέσσερις φορές επάνω σε
σύγκριση με την ίδια
περίοδο πέρυσι, ενώ
υπήρξαν και κορυφώσεις
(peak) με τις τιμές να
εκτιμώνται ακόμα και στα
€120/MWh. Αλλά και στο
αργό πετρέλαιο, που
εξακολουθεί να αποτελεί
την βάση των ενεργειακών
αγορών διεθνώς, το
Brent, το διεθνές
benchmark, κινείται
σταθερά πάνω από τα $115
το βαρέλι, ενώ στις 31/5
μόλις έγινε γνωστή η
απόφαση της ΕΕ να
επιβάλλει κυρώσεις σε
όλα τα δια θαλάσσης
κινούμενα φορτία ρωσικού
πετρελαίου με
προορισμούς σε
κράτη-μέλη, η τιμή
εκτινάχτηκε στα $124 το
βαρέλι, για να
υποχωρήσει αργότερα σε
χαμηλότερα επίπεδα, με
το αργό Brent να έχει
ανατιμηθεί σχεδόν κατά
70% σε σχέση με την ίδια
χρονική περίοδο πέρυσι.
Με την άνοδο των τιμών
του αργού να σχετίζεται
με την εξίσου σοβαρή
απόφαση της ΕΕ, σε
συνεργασία με την
βρετανική κυβέρνηση, να
απαγορευτεί σε
Ευρωπαϊκές εταιρείες να
ασφαλίζουν ρωσικά πλοία.
Άρα, ό,τι ζημία πιθανώς
θα έχει η Ρωσία από
μειωμένους όγκους
πωλήσεων πετρελαίου και
φυσικού αερίου διεθνώς,
αναλυτές εκτιμούν ότι θα
την αναπληρώσει με το
παραπάνω από την αύξηση
των τιμών σε αργό και φ.
αέριο.
Ο ρόλος της Κίνας
Ενώ η Ουάσιγκτον, μαζί
με την πρόθυμη ΕΕ,
αναζητεί νέους τρόπους
για να πλήξει περαιτέρω
τον πετρελαϊκό κλάδο της
Ρωσίας, ώστε να μειώσει
κατά το δυνατόν τα έσοδά
της από το πετρέλαιο, με
απώτερο στόχο να
καταστρέψει τον κεντρικό
ρόλο που εξακολουθεί να
διαδραματίζει η Μόσχα
στην παγκόσμια οικονομία
της ενέργειας, την ίδια
στιγμή η Κίνα σπεύδει να
επωφεληθεί από τη διεθνή
απομόνωση της Ρωσίας
αυξάνοντας τα στρατηγικά
αποθέματα πετρελαίου σε
πολύ χαμηλές τιμές (αφού
η ποικιλία Urals
πωλείται με ένα discount
30%-35%) από τον
ενεργειακά πλούσιο
σύμμαχό της, τον οποίο
δεν έπαψε, άλλωστε, να
στηρίζει. Οι προσπάθειες
της Ουάσιγκτον
αναμένεται, έτσι, να
προκαλέσουν ένταση στις
σχέσεις της υπερδύναμης
με την Κίνα, την Ινδία
και την Τουρκία, καθώς
και με όσες χώρες
αγοράζουν ρωσικό
πετρέλαιο.
Τα μέτρα που εξετάζουν
οι ΗΠΑ
Ανάμεσα στα μέτρα που
εξετάζει η αμερικανική
κυβέρνηση είναι και η
επιβολή ανώτατου ορίου
στις τιμές του ρωσικού
πετρελαίου. Το μέτρο
αυτό θεωρητικά θα
στηρίζεται και από τις
λεγόμενες δευτερογενείς
κυρώσεις που
επιβάλλονται σε όσους
δεν συμμορφώνονται με
τις εντολές των ΗΠΑ με
στόχο αυτοί να
αποκλείονται από κάθε
μορφής επιχειρηματική
συνεργασία με
αμερικανικές
επιχειρήσεις. Όπως έχουν
επισημάνει οικονομολόγοι
και διεθνείς οργανισμοί,
τα σχεδόν 20 δισ.
δολάρια που εξακολουθούν
να εισρέουν κάθε μήνα
στα ταμεία της Ρωσίας
από πωλήσεις πετρελαίου
και φυσικού αερίου
μπορούν και
χρηματοδοτούν τον πόλεμο
στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με στελέχη της
αμερικανικής κυβέρνησης,
κύριος προβληματισμός
της Ουάσιγκτον είναι πώς
θα μπορέσει από εδώ και
στο εξής να μπλοκάρει τα
έσοδα του πετρελαίου
ώστε να μην έχει
πρόσβαση σε αυτά η Μόσχα,
χωρίς όμως να διακοπεί η
παροχή ρωσικού
πετρελαίου, αφού κάτι
τέτοιο θα προκαλούσε
περαιτέρω άνοδο των
τιμών του πετρελαίου,
που ωφελεί τη Ρωσία αλλά
πλήττει τον υπόλοιπο
κόσμο.
Οι κυρώσεις και η άνοδος
των ρωσικών εσόδων
Όμως, κοινή είναι πλέον
η εκτίμηση μεταξύ
αναλυτών ότι όπως και σε
πολλές άλλες περιπτώσεις
η επιβολή κυρώσεων κατά
των εξαγωγών πετρελαίου
και άλλων αγαθών, μικρή
μόνο επίπτωση έχουν στον
περιορισμό της
εξαγωγικής
δραστηριότητας μιας
χώρας, όπως έχει
αποδειχθεί περίτρανα στη
περίπτωση του Ιράν που
εξακολουθεί να εξάγει
σημαντικές ποσότητες
αργού σε Κίνα, Ινδία και
μερικές άλλες χώρες.
Έτσι, ενώ το 2021 τα
συνολικά έσοδα της
Ρωσίας από εξαγωγές
πετρελαίου (αργού και
προϊόντων) έφθασαν τα
$178.7 δισεκ. και από φ.
αέριο τα $61.6 δισεκ.,
δηλαδή συνολικά τα
$240.3 δισεκ., οι
εκτιμήσεις για το 2022
είναι ότι τα συνολικά
έσοδα από τις διεθνείς
πωλήσεις πετρελαίου και
φυσικού αερίου θα
φθάσουν τα $320 δισεκ.
Έτσι, παρά τις
Αμερικανικές και
Ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά
της Ρωσίας, οι ρωσικές
εξαγωγές ενεργειακών
πρώτων υλών συνεχίζονται
κανονικά με οριακές μόνο
μειώσεις στους όγκους
που διακινούνται, που
όμως αντισταθμίζονται
από την αύξηση των τιμών,
ενώ αναμένεται σημαντική
αύξηση των συνολικών
εσόδων κατά το τρέχον
έτος με την μέση τιμή
του Brent, σύμφωνα με
την Citi, να εκτιμάται
ότι θα διαμορφωθεί στα
$113 το βαρέλι.
Οι περισσότεροι αναλυτές
εκτιμούν ότι η τιμή του
αργού θα ανατιμηθεί
περαιτέρω καθώς τα πρώτα
σημάδια ελλείψεων στην
αγορά από την αποχώρηση
των ρωσικών φορτίων
αργού από τις Ευρωπαϊκές
αγορές είναι ήδη εμφανή,
ενώ τα παγκόσμια
αποθέματα είναι σε
ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα
πενταετίας, στα 7.3
δισεκ. βαρέλια, από 8.6
δισεκ. που ήταν πέρυσι
και ικανά να καλύψουν
μόνο 57 ημέρες ζήτησης.
Παράλληλα, η απόφαση του
OPEC την περασμένη
εβδομάδα για αύξηση της
παραγωγής κατά 648.000
βαρέλια/ημέρα (από τα
ήδη συμφωνηθέντα 432.000
βαρέλια/ημέρα) δεν είχε
τα αναμενόμενα
αποτελέσματα, με τις
τιμές να αυξάνονται αντί
να μειώνονται, αφού η
αγορά έκρινε ότι με
δεδομένη την σημερινή «σφικτή»
κατάσταση από πλευράς
προμήθειας η αύξηση της
παραγωγής θα έπρεπε να
είναι μεγαλύτερη. Την
Τρίτη το Brent έφτασε τα
$121 το βαρέλι
ενισχύοντας τους φόβους
για ελλείψεις.
*Ο Κ. Ν. Σταμπολής είναι
Σύμβουλος Στρατηγικής
στην Ενέργεια και
Προέδρος του Ινστιτούτου
Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)