Στις 25
Ιουλίου 1974, το βράδυ, έγινε μια πρώτη, άτυπη
συνάντηση στη Γενεύη των υπουργών Εξωτερικών
Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, Τζέιμς Κάλαχαν,
Γεωργίου Μαύρου και Τουράν Γκιουνές. Ο Ελληνας
υπουργός των Εξωτερικών είχε απειλήσει να μη
συμμετάσχει στη συνάντηση, γιατί τα τουρκικά
στρατεύματα στην Κύπρο συνέχιζαν να προωθούνται
και να ενισχύονται, παρά την εκεχειρία της 23ης
Ιουλίου. Τελικά, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και
της Βρετανίας που επιθυμούσαν το Κυπριακό να
λυθεί άμεσα, χωρίς την παρέμβαση της Σοβιετικής
Ενωσης, ο Ελληνας υπουργός των Εξωτερικών μετέβη
στη Γενεύη.
Το πλαίσιο μέσα στο
οποίο διεξήχθησαν οι
συνομιλίες ήταν αρνητικό.
Κανένα κράτος δεν είχε
καταδικάσει την τουρκική
εισβολή, κάτι που
επιβεβαιώθηκε και με το
ψήφισμα 353 του
Συμβουλίου Ασφαλείας,
καθώς εθεωρείτο από τη
διεθνή κοινότητα πως
έγινε εντός του πλαισίου
των τριμερών εγγυήσεων,
ενώ στην Ελλάδα η
κυβέρνηση μετρούσε ζωή
ούτε καν δύο ημερών και
στην Τουρκία ο
κυβερνητικός συνασπισμός
του σοσιαλδημοκράτη
Ετσεβίτ με τον
εθνικιστή-ισλαμιστή
Ερμπακάν ήταν εύθραυστος,
όπως αποδείχθηκε μετά
λίγους μήνες. Ας
σημειωθεί πως ο Ερμπακάν
δήλωνε: «Κάναμε χάρη
στους Ελληνοκύπριους που
τους αφήσαμε το 60% της
Κύπρου. Επί 400 χρόνια
ήταν ολόκληρη δική μας».
Η πρώτη επίσημη
συνάντηση των τριών
μερών έγινε το απόγευμα
της 28ης Ιουλίου 1974.
Ηταν φανερό από την
πρώτη στιγμή πως το
κυρίαρχο ζήτημα ήταν ο
χρόνος αποχώρησης των
τουρκικών στρατευμάτων
από την Κύπρο. Επ’ αυτού,
η τουρκική κυβέρνηση
ήταν δέσμια των
αποφάσεων των στρατηγών,
κάτι που δεν άφηνε πολλά
περιθώρια συμβιβασμού
στον Γκιουνές. Αλλωστε,
όπως αποδείχθηκε από την
εξέλιξη της συνάντησης,
η Τουρκία προσήλθε στη
Γενεύη με τον αέρα του
νικητή που επιζητεί να
επιβάλει τους όρους του
στον ηττημένο. Η
παρελκυστική στάση του
Γκιουνές εξόργισε τον
Βρετανό υπουργό
Εξωτερικών, ενώ ο Γ.
Μαύρος απείλησε να
αποχωρήσει από τις
συνομιλίες. Τελικά, οι
τρεις πλευρές κατέληξαν
σε ένα κείμενο το
απόγευμα της 30ής
Ιουλίου –μετά και την
παρέμβαση του Κίσινγκερ
προς τον Ετσεβίτ– στο
οποίο όλες οι πλευρές
δεσμεύτηκαν στη
διεξαγωγή νέων
συνομιλιών στις 8
Αυγούστου, στις οποίες
θα συμμετείχαν και οι
εκπρόσωποι των δύο
κοινοτήτων.