Η εμπειρία
έχει δείξει ότι η αύξηση της φορολόγησης φέρνει
τα αντίθετα αποτελέσματα, τόσο για την οικονομία
όσο και για τα δημόσια ταμεία.
Κυκλοφορεί ευρέως
τελευταία η
επιχειρηματολογία πολλών
προς την κυβέρνηση ότι
στο πλαίσιο της διάσωσης
του διαθέσιμου
εισοδήματος των πολιτών,
κακώς έχει τόσο χαμηλό
φορολογικό συντελεστή
στα κέρδη των
επιχειρήσεων και θα
έπρεπε να εστιαστεί η
προσπάθεια στη μείωση
της φορολογικού βάρους
της μισθωτής εργασίας.
Για το τελευταίο έχουν
εν μέρει δίκιο. Πράγματι
οι συντελεστές
φορολόγησης των μισθωτών,
ήταν ίσως από τους
λίγους που δεν μειώθηκαν
σημαντικά την τελευταία
τριετία.
Η αλήθεια ωστόσο είναι
ότι το μη μισθολογικό
κόστος εργασίας μειώθηκε
σημαντικά. Για τον μέσο
εργαζόμενο χωρίς παιδιά,
ως ποσοστό του συνολικού
κόστους εργασίας που
καταγράφηκε μεταξύ 2019
και 2021, η μείωση του
μη μισθολογικού κόστους
ήταν η δεύτερη υψηλότερη
μεταξύ των χωρών του
Οργανισμού Οικονομικής
Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μετά
την Τσεχία. Και μάλιστα
την πιο κρίσιμη στιγμή,
που η αγορά εργασίας
υπερθερμαίνονταν και η
ανεργία μειώνονταν.
Πολλοί άνθρωποι βρήκαν
δουλειά λόγω ακριβώς
αυτής της πολιτικής. Τον
Απρίλιο είχε υποχωρήσει
στο 12,5% από 17,1% που
ήταν τον Δεκέμβριο του
2019. Ακόμα και αν δεν
οφείλεται αποκλειστικά
στο χαμηλότερο μη
μισθολογικό κόστος
εργασίας, η μείωση της
ανεργίας, το σίγουρα
είναι ότι δεν την
εμπόδισε να μειώνεται.
Ξέρετε απ’ αυτά τα
εμπόδια που βάζει με
τους φόρους του και τις
εισφορές του το ελληνικό
κράτος όταν κάτι δείχνει
να πηγαίνει καλά.
Πάει δε καλύτερα και από
το 2009. Πριν απ’ την
κρίση και τη χρεοκοπία.
Οπως παρατηρεί σε
πρόσφατη οικονομική της
ανάλυση η Alpha Bank, η
μείωσή του σε σχέση με
εκείνη την περίοδο
φτάνει τις 4,5
ποσοστιαίες μονάδες, με
αποτέλεσμα η επιβάρυνση
της μισθωτής εργασίας
στη χώρα μας να είναι
πλέον χαμηλότερη σε
σχέση με άλλες
ευρωπαϊκές χώρες, όπως η
Ισπανία και η Πορτογαλία.
Στη μείωση της ανεργίας
συνέβαλε όμως και η
μείωση της φορολόγησης
των κερδών των
επιχειρήσεων, από το
40-45% που ήταν για μια
τουλάχιστον δεκαετία,
στο 25,9% (22%
φορολόγηση κερδών + 5%
μερισμάτων). Μπορεί η
διαφορά να φαίνεται
μεγάλη. Αλλά μεγάλο ήταν
και το πρόβλημα της
υπερφορολόγησης των
επιχειρήσεων. Αποτελούσε
αδήριτη ανάγκη ένα σοκ
απότομης μείωσης της
φορολογίας, προκειμένου
να ενισχυθεί το
ενδιαφέρον για
επενδύσεις. Με άλλον
αέρα κινείται ένας
επιχειρηματίας που έχει
το εύλογο κίνητρο του
κέρδους. Προσλαμβάνει
κόσμο, επεκτείνεται,
έχει διάθεση για
επενδύσεις. Κανένα από
αυτά δεν διατάσσεται.
Ούτε καν με τα περίφημα
κίνητρα της μειωμένης
φορολόγησης των κερδών
που επανεπενδύονται.
Υπάρχουν και κάποιοι που
επιχειρηματολογούν υπέρ
της αύξησης της
φορολόγησης μόνο των
μερισμάτων (5%), ως
δήθεν δίκαιο μέτρο που
πρέπει να εφαρμοσθεί σε
δύσκολους καιρούς που
διανύουμε. Η εμπειρία
ωστόσο έχει δείξει ότι η
αύξηση της φορολόγησης
φέρνει τα αντίθετα
αποτελέσματα, τόσο για
την οικονομία όσο και
για τα δημόσια ταμεία.
Για να μην υπάρχει
παρανόηση συντελεστές
φορολόγησης 28% πάνω από
20.000 ευρώ, 36% πάνω
από 30.000 και 44% πάνω
από 40.000 ευρώ ετήσιο
εισόδημα είναι πάρα πολύ
υψηλοί. Αλλά κυρίως
είναι πολύ χαμηλό το
εισόδημα επί των οποίων
επιβάλλονται και αυτό
είναι πρόβλημα
φοροαποφυγής, νόμιμης ή
παράνομης.
Δεν σημαίνει ωστόσο ότι
για να λύσουμε ένα
πρόβλημα πρέπει να
καταστρέψουμε ό,τι
θετικό δημιούργησε στη
μικρή και μεσαία
επιχειρηματικότητα, που
επίσης πλήττεται από
μείωση του διαθέσιμου
εισοδήματος, η μείωση
της φορολογίας που
εφαρμόζεται την
τελευταία τριετία…