Η
αναγνώριση της «ανεξαρτησίας» των αποσχιστικών
οντοτήτων του Ντονμπάς από τον Πούτιν στις
21/2/2022 θα περάσει στην Ιστορία για μια σειρά
από λόγους. Αν και ο ακριβής απολογισμός του
δεύτερου μεταψυχροπολεμικού διαμελισμού της
Ουκρανίας ανήκει στους ιστορικούς του μέλλοντος,
η αμεσότερη επίπτωση της ρωσικής αναγνώρισης
αφορά την κλιμάκωση των προκλήσεων του Πούτιν
έναντι του Ζελένσκι στον ανώτατο δυνατό βαθμό
πριν από τη χρήση των όπλων.
Η αντίδραση της «Δύσης»
στα νέα τετελεσμένα θα
κρίνει σε μεγάλο βαθμό
και την περαιτέρω
κλιμάκωση της κρίσης. Η
εντολή του καγκελαρίου
Σολτς να «παγώσει» η
διαδικασία αδειοδότησης
του Nord Stream 2
απαντήθηκε σε οξύτατο
τόνο από τον Ρώσο
πρωθυπουργό, ο οποίος
έσπευσε να καλωσορίσει
τους Ευρωπαίους
καταναλωτές «στον νέο
γενναίο κόσμο όπου
σύντομα θα πληρώνουν
2.000 ευρώ τα 1.000
κυβικά μέτρα αερίου».
Αν και η δήλωση
Μεντβέντεφ είναι μεστή
αλαζονείας, το
ενδεχόμενο δομικής
διαταραχής των
ευρωπαϊκών αγορών σε
περίπτωση επιβολής
δρακόντειων κυρώσεων από
την πλευρά της Ε.Ε. δεν
μπορεί να αποκλεισθεί.
Εάν η ρωσική προέλαση
περιορισθεί στην περιοχή
του Ντονμπάς, το
πιθανότερο είναι ότι τα
μέτρα κατά της Ρωσίας θα
είναι ανάλογα –αν και
επιθετικότερα– εκείνων
που ελήφθησαν το 2014
όταν η Μόσχα ενσωμάτωσε
την Κριμαϊκή. Ισως
οδηγήσουν στην
απενεργοποίηση του Nord
Stream 2 σε μεσοπρόθεσμη
βάση και στην υιοθέτηση
εξατομικευμένων μέτρων
εναντίον της ρωσικής
επιχειρηματικής ελίτ.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο
ότι ο Πούτιν
κινητοποίησε περί τους
130.000 στρατιώτες για
να περιορίσει τις
διεκδικήσεις του μόνο
στην «αναγνώριση» των «κεκτημένων»
του 2014 από τον ίδιο.
Εάν προχωρήσει περαιτέρω,
δηλαδή επιχειρήσει να
καταλάβει όλη την
Αζοφική ή όλη την
Ουκρανία ανατολικά του
Δνείπερου, τότε το
σενάριο αποπομπής της
Ρωσίας από το σύστημα
διατραπεζικών συναλλαγών
SWIFT δεν μπορεί να
αποκλεισθεί.
Τέτοιες κυρώσεις, ιδίως
εάν συνοδευθούν με «πάγωμα»
λογαριασμών και άλλων
περιουσιακών στοιχείων
των ρωσικών εταιρειών,
θα ισοδυναμούσαν με
μποϊκοτάζ στις εξαγωγές
ρωσικού πετρελαίου και
φυσικού αερίου, αφού οι
ρωσικές εταιρείες δεν θα
μπορούν να πληρωθούν για
τις εξαγωγές τους ή δεν
θα έχουν πρόσβαση στα
κινητά και ακίνητα
περιουσιακά τους
στοιχεία (π.χ.
αποθηκευτικοί χώροι Φ.Α.)
εντός Ε.Ε.
Σε αυτό το ενδεχόμενο η
πιθανότητα ολικής
διακοπής των ροών
ρωσικού αερίου θα
αποτελέσει μονόδρομο για
τη Ρωσία σε μια συγκυρία
όπου τα διαθέσιμα
στρατηγικά αποθέματα Φ.Α.
στα περισσότερα
κράτη-μέλη της Ε.Ε. που
εισάγουν ρωσικό Φ.Α.
βρίσκονται σε ιστορικά
χαμηλά επίπεδα
πενταετίας. Στις
20/2/2022, σύμφωνα με τα
στοιχεία της βάσης
δεδομένων AGSI του Gas
Infrastructure Europe, ο
μέσος όρος των τεχνικά
απολήψιμων αποθεμάτων
των συγκεκριμένων κρατών
είχε πέσει στο 30% της
πληρότητάς τους από
περίπου 39% την ίδια
περίοδο πέρυσι.
Μια ολική διακοπή των
ρωσικών εξαγωγών θα
εκτοξεύσει τις τιμές
πολύ παραπάνω από το
ιστορικό υψηλό του
Δεκεμβρίου 2021, ενώ
είναι πιθανόν να
επικρατήσει αγοραστικός
πανικός στη
βραχυπρόθεσμη αγορά LNG
εάν η διακοπή συμπέσει
με το τέλος της περιόδου
αιχμιακής ζήτησης
(31/3/2022), ιδίως εάν
έως τότε τα στρατηγικά
αποθέματα των
κρατών-μελών πέσουν
κοντά στο 15% της
πληρότητάς τους.Παρά τις
αυξημένες ροές ΥΦΑ, που
ωστόσο πάνε σε σημαντικό
βαθμό στις χώρες οι
οποίες έχουν ήδη χαμηλή
εξάρτηση από το ρωσικό
Φ.Α., οι δυνατότητες
ανακατεύθυνσης φορτίων
ΥΦΑ, κυρίως από τις ΗΠΑ,
πλησιάζουν το σημείο
κορεσμού τους, ενώ οι
δυνατότητες αύξησης των
εισαγωγών μέσω αγωγών
από Νορβηγία, Αλγερία
και Αζερμπαϊτζάν ήταν
ούτως ή άλλως εξαιρετικά
περιορισμένες ακόμη και
πριν από την έναρξη της
κρίσης.
Η κρίση δεν θα
περιορισθεί μόνο στο Φ.Α.
Οι επιπτώσεις ενός
μποϊκοτάζ, που θα
οδηγήσουν στο «πάγωμα»
των 2,35 εκατ. βαρελιών
ημερησίως του ρωσικού
αργού που κατευθύνεται
στην Ε.Ε., θα είναι
επίσης πολύ σημαντικές.
Θα διαχυθούν στο σύνολο
της οικονομίας
αυξάνοντας και το κόστος
των καυσίμων που θα
χρησιμοποιηθούν ως
εναλλακτικό καύσιμο
ηλεκτροπαραγωγής. Σε
αυτήν την περίπτωση η
Σλοβακία θα μείνει χωρίς
τακτική ροή πετρελαίου,
ενώ Ουγγαρία και Τσεχία
θα πρέπει να κάνουν
άμεση χρήση των
στρατηγικών τους
αποθεμάτων, ζητώντας την
ενεργοποίηση των
συλλογικών αποθεμάτων
ασφαλείας που υφίστανται
σε επίπεδο Ε.Ε. και ΔΟΕ.
Μια τέτοια συλλογική
απάντηση θα μπορούσε να
αντιμετωπίσει τον
κίνδυνο της φυσικής
απώλειας της τροφοδοσίας
για αρκετούς μήνες, αλλά
θα είναι αδύνατον να
ανασχέσει μια πολύ
μεγάλη άνοδο των τιμών
εάν στο μεταξύ δεν
επιστραφούν στις
παγκόσμιες αγορές οι
ποσότητες ρωσικού αργού
που το προαναφερθέν
θεωρητικό μποϊκοτάζ θα
έχει αφαιρέσει.
Μόνον οι χώρες του ΟΠΕΚ
και πρωτίστως η Σαουδική
Αραβία έχουν την τεχνική
δυνατότητα να κάνουν
κάτι τέτοιο, ερχόμενες
σε ευθεία γεωπολιτική
αντιπαράθεση με τη Ρωσία
για ένα εντελώς
δευτερεύον για τις ίδιες
ζήτημα, την ώρα μάλιστα
που η κυβέρνηση Μπάιντεν
επιδιώκει να
ξαναζεστάνει τη συμφωνία
Ομπάμα για το Ιράν.
Γιατί να συγκρουστούν με
τη δεύτερη μεγαλύτερη
εξαγωγό πετρελαίου στον
κόσμο την ώρα που «ανακάμπτουν»
οι τιμές πετρελαίου σε
επίπεδα που τελευταία
φορά βρίσκονταν το 2013;
Γιατί να διαλύσουν τον
συνασπισμό ΟΠΕΚ+ που
διαχειρίστηκε με σχετική
επιτυχία την πτώση των
τιμών όταν κάλπαζαν η
πανδημία και η
αμερικανική σχιστολιθική
παραγωγή;
* Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης
είναι αναπληρωτής
καθηγητής Γεωπολιτικής
και Ενεργειακής
Πολιτικής στο
Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε
αρχικά στην Καθημερινή
της Κυριακής.