Η απρόκλητη
ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του
2022 αναδιατάσσει βιαίως τις μεταψυχροπολεμικές
σταθερές του διεθνούς συστήματος. Υπάρχουν πάρα
πολλές ασάφειες αναφορικά με την εξέλιξη των
πραγμάτων αλλά εάν υπάρχει κάτι που έχει
καταστεί σαφές, είναι το γεγονός ότι η συνέχιση
της παρούσης εξάρτησης των ευρωπαϊκών
οικονομικών από τις εξαγωγές ρωσικού φυσικού
αερίου (Φ.Α.) δεν είναι πλέον βιώσιμη. Η
ευρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική αναπόφευκτα θα
αναδιαταχθεί.
Εως το 2019 η ευρωπαϊκή
ενεργειακή στρατηγική
επέτυχε να τηρεί μια
ομολογουμένως πολύ
δύσκολη ισορροπία
ανάμεσα στις επιταγές
της περιβαλλοντικής
βιωσιμότητας, της
τιμολογιακής
σταθερότητας, και της
ενεργειακής ασφάλειας.
Μετά το 2019 η «Πράσινη
Συμφωνία» αναδιέταξε
αυτή τη λεπτή ισορροπία
κατά τρόπο που φάνηκε να
δίνει μονοδιάστατη
σχεδόν έμφαση στον πρώτο
από τους τρεις πυλώνες
μιας ενεργειακής
στρατηγικής που θα
έπρεπε να είναι
εσωτερικά συνεκτική και
εξωτερικά ανθεκτική σε
γεωπολιτικές αναταράξεις,
καθώς η συνολική
ενεργειακή εξάρτηση της
Ενωσης αυξανόταν κάθε
χρόνο.
Το Φ.Α. από
αναγνωρισμένο καύσιμο «γέφυρα»
που θα αποτελούσε ένα
από τα υποστυλώματα της
«μετάβασης» προς ένα
μελλοντικό ενεργειακό
μείγμα μειωμένων
εκπομπών, βρέθηκε εν μια
νυκτί στο περιθώριο της
ευρωπαϊκής πολιτικής,
ενώ τα ελάχιστα κράτη
που είχαν διατηρήσει ένα
οριακό επίπεδο παραγωγής,
είτε κήρυτταν moratorium
στην περαιτέρω
εξερεύνηση και παραγωγή
υδρογονανθράκων είτε
έδιναν αντικίνητρα στις
πετρελαϊκές εταιρείες με
αποτέλεσμα την ταχεία
αποτελμάτωση της
παραγωγής.
Το ότι η Επιτροπή
επεδίωξε να επιβάλει
αυτήν την πολιτική χωρίς
να λάβει υπ’ όψιν τις
ιδιοσυγκρασίες πολλών
κρατών-μελών που
βρίσκονταν στην αρχή της
ενεργειακής τους
μετάβασης και δεν
διέθεταν εναλλακτικούς
εγχώριους πόρους, είναι
ενδεικτικό του
αποστολικού «ζήλου» με
το οποίο ορισμένοι
ευρωκράτες επιχείρησαν
να θέσουν στο περιθώριο
τη βιομηχανία Φ.Α. της
Ευρώπης ακόμη και σε
εκείνες τις περιφέρειες
της Ενωσης, όπως η δική
μας, όπου το Φ.Α.
υποκαθιστούσε τον
λιγνίτη και όπου υπήρξαν
σοβαρά ελλείμματα: α)
στην ολοκλήρωση των
περιφερειακών αγορών
ενέργειας, β) στη φυσική
τους διασυνδεσιμότητα
και γ) στη συγκρότηση
δεσμευτικών πλαισίων
κατανομής στρατηγικών
αποθεμάτων Φ.Α. σε
περίπτωση κρίσης.
Η συστηματική
δαιμονοποίηση του Φ.Α.
από ορισμένους «Πράσινους
Ταλιμπάν» της Επιτροπής
υπέσκαψε τα θεμέλια της
ευρωπαϊκής ενεργειακής
ασφάλειας επιταχύνοντας
την κατάρρευση της
εγχώριας παραγωγικής
βάσης. Μέσα σε μόλις
τρία έτη μεταξύ
2019-2021 η παραγωγή Φ.Α.
της Ε.Ε. μειώθηκε
περίπου κατά 1/3
περιοριζόμενη σε
λιγότερο από 40 δισ. κ.μ./έτος
το 2021. Κατά την ίδια
δε περίοδο, σε αντίθεση
με τα προβλεπόμενα
μοντέλα της Επιτροπής, η
ζήτηση Φ.Α. αυξήθηκε
μεσοσταθμικά σε όλη την
Ενωση των 28
κρατών-μελών από τα 331
δισ. κ.μ./έτος το 2014
σε πάνω από 452,5 δισ.
κ.μ./έτος το 2020 ή 380
δισ. κ.μ./έτος εάν
εξαιρέσουμε το Η.Β.
Ως αποτέλεσμα η καθαρή
εισαγωγική εξάρτηση της
Ε.Ε. αυξήθηκε από το 70%
της τελικής ζήτησης το
2014 σε πάνω από το 90%
το 2021. Παρά την
εντυπωσιακή αύξηση των
αμερικανικών εξαγωγών
ΥΦΑ που ανέβηκαν από
ελάχιστες ποσότητες το
2016 στα 18 δισ. κ.μ./έτος
το 2020 και σχεδόν 40
δισ. κ.μ./έτος το 2021,
και παρά το άνοιγμα του
Νότιου Διαδρόμου μέσω
του ΤΑΡ των 10 δισ. κ.μ./έτος
το 2020, η Ε.Ε. κατέληξε
να είναι περισσότερο όχι
λιγότερο εξαρτημένη από
το ρωσικό Φ.Α. Το 2021
οι ρωσικές εξαγωγές Φ.Α.
κάλυπταν το 43% με 45%
της τελικής κατανάλωσης
των Ε.Ε.-27 από μόλις
31% της κατανάλωσης των
Ε.Ε.-28 το 2014.
Η Ευρώπη αυτοπαγιδεύτηκε
στη γωνία. Εάν όντως
επιδιώκει, όπως
διακηρύττει να εξαλείψει
τα περίπου 155-170 δισ.
κ.μ./έτος που εισήγαγε
το 2021 από τη Ρωσία
τότε θα πρέπει να
ανακατευθύνει κονδύλια
και επενδύσεις σε α)
περισσότερες αποθήκες «στρατηγικών
αποθεμάτων» Φ.Α., β)
περισσότερες
συντονισμένες πολιτικές
κοινής αγοράς Φ.Α. για
αποθήκευση, γ)
περισσότερες υποδομές
επαναεριοποίησης και
διασύνδεσης εκεί όπου
χρειάζονται περισσότερο,
δηλαδή στη ΝΑ Ευρώπη και
δ) θα πρέπει να μην
καλλιεργεί την
ψευδαίσθηση ότι αυτό
μπορεί να γίνει με
μαζικές στροφές σε
βιοαέρια, ενεργειακές
εξοικονομήσεις και
παραγωγή πράσινου Η2
μέσα σε μερικούς μήνες ή
το πολύ έως το 2023. Σε
ό,τι αφορά την περιοχή
μας πρέπει να
υπογραμμισθεί ότι όσο
μαζικές και εάν είναι οι
ροές ΥΦΑ από την
Ανατολική Μεσόγειο προς
τη Νοτιοανατολική και
Κεντρική Ε.Ε. δεν
μπορούν να καλύψουν από
μόνες τους το κενό που
θα αφήσει πίσω του η
επιδιωκόμενη πλήρης
εξάλειψη των ρωσικών
εξαγωγών. Η αρνητική
στάση των ΗΠΑ για τον
αγωγό EastMed πρέπει να
επανεξετασθεί υπό το
βάρος των εξελίξεων, ενώ
ο ίδιος ο αγωγός πρέπει
να καταστεί συμβατός με
τη μεταφορά Η2 από την
πρώτη ημέρα λειτουργίας.
Η φυσική διασύνδεση των
αποθεμάτων της
Ανατολικής Μεσογείου με
τις αγορές της Ιταλίας
και πρωτίστως της
Βαλκανικής, είτε μέσω
ενός αναδομημένου
EastMed είτε και μέσω
ενός αγωγού Ελλάδας –
Αιγύπτου που θα συναντά
τον EastMed στην Κρήτη,
αποτελεί προτεραιότητα
ύψιστης στρατηγικής
σημασίας για την
ενεργειακή ασφάλεια και
τη γεωπολιτική
σταθερότητα της περιοχής
καθώς μαζί με τις ροές
ΥΦΑ από την Αίγυπτο και
τις ΗΠΑ θα παρακάμπτει
ταυτόχρονα και τη Ρωσία
και την Τουρκία.
* Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης
είναι αναπληρωτής
καθηγητής Γεωπολιτικής
και Ενεργειακής
Πολιτικήςτου
Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε
αρχικά στην Καθημερινή
της Κυριακής.