Είμαστε
πολλοί, καταναλώνουμε πολύ και οι περισσότερες
ανάγκες μας είναι ενεργοβόρες. Πώς θα
απεξαρτηθούμε από τα ενεργειακά προϊόντα χωρών
που δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα
λύνουν; Και πώς θα αποφύγουμε την κερδοσκοπία
στην ενέργεια; Από τις Βερσαλλίες ο Κυριάκος
Μητσοτάκης είπε ότι μέχρι το 2027 η ΕΕ δεν θα
έχει πια ανάγκη το ρωσικό φυσικό αέριο:
πρόκειται περισσότερο για μια ευχή και ένα
σχέδιο παρά για κάτι που μπορεί να υποσχεθεί
κανείς. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν -
κυρίως, να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε στα
σοβαρά τις ανανεώσιμες ή ήπιες μορφές ενέργειας
(ΑΠΕ) που προέρχονται από φυσικές διαδικασίες
και φαινόμενα, όπως ο άνεμος, ο ήλιος, η
θερμότητα του εσωτερικού της γης κτλ.
Οι ήπιες μορφές
ενέργειες δεν απαιτούν
εξόρυξη, άντληση ή καύση,
όπως συμβαίνει με τις οι
πηγές ενέργειας που
χρησιμοποιούμε ευρέως.
Το μόνο που χρειάζεται
είναι η αξιοποίηση της
ήδη υπάρχουσας ροής
ενέργειας στη φύση. Το
δεύτερο χαρακτηριστικό
τους είναι ότι πρόκειται
για «καθαρές» μορφές
ενέργειας, φιλικές στο
περιβάλλον: δεν εκλύουν
υδρογονάνθρακες,
διοξείδιο του άνθρακα ή
τοξικά και ραδιενεργά
απόβλητα. Ως «ανανεώσιμες
πηγές» θεωρούνται,
μεταξύ άλλων, η ηλιακή
ενέργεια και η αιολική
ενέργεια: οι πηγές που
βασίζονται στην ηλιακή
ακτινοβολία είναι
ανανεώσιμες εφόσον ο
ήλιος θα υπάρχει για
μερικά ακόμα
δισεκατομμύρια χρόνια· η
αιολική εκμεταλλεύεται
τους ανέμους που κι
αυτοί δεν προβλέπεται να
λείψουν, ενώ υπάρχουν
και μορφές ενέργειες που
βασίζονται στο νερό,
στον κύκλο εξάτμισης -
συμπύκνωσης και
κυκλοφορία τους. Επίσης,
η γεωθερμική ενέργεια
μπορεί να θεωρηθεί
πρακτικά ανανεώσιμη, υπό
τον όρον να μη γίνεται
υπεράντληση.
Ένα μέρος της εξάρτησης
από το ρωσικό φυσικό
αέριο κι από το
πετρέλαιο διάφορων
αυταρχικών χωρών
οφείλεται σε πολιτικές
και οικονομικές
σκοπιμότητες, σε
διακρατικές σχέσεις και
σε ιδεοληψίες σχετικές
με τα πυρηνικά. Το
αντιπυρηνικό κίνημα δεν
πρόσφερε καλές υπηρεσίες
ούτε στην ενέργεια, ούτε
στη γεωπολιτική
αυτονομία και
αξιοπρέπεια. Παρότι, οι
περιβαλλοντολόγοι
προσπάθησαν να
ενημερώσουν το κοινό για
τις ήπιες μορφές
ενέργειας ήδη από τη
δεκαετία του 1970, όταν
οι πετρελαϊκές κρίσεις
έδειξαν ότι το πετρέλαιο
δεν ήταν μόνο ασταθές
αλλά είχε και σύντομη
ημερομηνία λήξης, σε
χώρες μεσαίας ανάπτυξης
όπως η δική μας, η
ενεργειακή πρόοδος έχει
καθυστερήσει πολύ. Για
παράδειγμα, αν και στην
Ελλάδα οι περισσότερες
περιοχές έχουν
ηλιοφάνεια πάνω από
2.500 ώρες ετησίως, μόνο
το 25% των νοικοκυριών
έχουν εγκαταστήσει
ηλιακό θερμοσίφωνα.
Υπάρχουν και χειρότερα:
στις ΗΠΑ μόνο το 6,5%
της ενέργειας προέρχεται
από ανανεώσιμες πηγές,
ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση
σχεδόν το 20% των
αναγκών της σε ηλεκτρική
ενέργεια καλύπτεται από
εναλλακτικές πηγές - με
μεγάλες διαφορές από
χώρα σε χώρα. Πάντως, με
τον ενεργειακό τομέα να
είναι επί του παρόντος
υπεύθυνος για πάνω από
το 75% των εκπομπών
αερίων του θερμοκηπίου,
το ευρωπαϊκό σχέδιο
είναι να διασφαλιστεί
ότι το 40% της ενέργειας
θα προέρχεται από
ανανεώσιμες πηγές έως το
2030. Δύσκολο να
επιτευχθεί. Ευτυχώς όμως,
σήμερα, έχουμε
κατανοήσει ότι πρέπει να
ξεκολλήσουμε από τα
ορυκτά καύσιμα που
δημιουργούν γεωπολιτικές
εμπλοκές και επιβαρύνουν
το περιβάλλον.
Το πραγματικό πρόβλημα
είναι ότι η ηλιακή, η
υδροηλεκτρική και η
αιολική ενέργεια έχουν
μικρό συντελεστή
απόδοσης, περίπου 30% το
πολύ. Επίσης, η παροχή
και η απόδοσή τους
εξαρτώνται από την εποχή
του έτους, το γεωγραφικό
πλάτος και το κλίμα της
περιοχής στην οποία
γίνεται η εγκατάσταση.
Για παράδειγμα, στην
Ελλάδα, η Ρόδος και η
Μήλος είναι τα σημεία με
τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια
που ευνοούν τη χρήση της
ηλιακής ενέργειας, κάτι
που δεν ισχύει για τα
Ιωάννινα και για την
Ήπειρο γενικότερα.
Το τεχνητό πρόβλημα
είναι ότι, λόγου χάρη,
οι «αιολικές μηχανές»,
οι ανεμογεννήτριες,
καταστρέφουν το τοπίο
από αισθητική άποψη,
κάνουν πολύ θόρυβο και
προκαλούν θανάτους
πουλιών. Όμως, με την
πρόοδο της τεχνολογίας
τους και την
προσεκτικότερη επιλογή
χώρων εγκατάστασης (π.χ.
σε πλατφόρμες στην
ανοιχτή θάλασσα) αυτά τα
προβλήματα πρέπει να
θεωρούνται λυμένα. Για
τα υδροηλεκτρικά έργα
λέγεται ότι προκαλούν
έκλυση μεθανίου από την
αποσύνθεση των φυτών που
βρίσκονται κάτω από το
νερό και έτσι συντελούν
στο φαινόμενο του
θερμοκηπίου. Το θέμα
είναι ότι δεν μπορούμε
να τα έχουμε όλα κι ότι
χρειάζονται συμβιβασμοί
- εκτός αν είμαστε
διατεθειμένοι να
αλλάξουμε το
καταναλωτικό μας μοντέλο
και να υιοθετήσουμε
απλούστερο στιλ
διαβίωσης που θα έχει
μικρότερες ενεργειακές
απαιτήσεις.
Μέλλον ίσως έχει και η
ενέργεια από τη βιομάζα,
δηλαδή από τους
υδατάνθρακες των φυτών -
κυρίως των αποβλήτων της
βιομηχανίας ξύλου, των
τροφίμων, των ζωοτροφών
και της βιομηχανίας
ζάχαρης. Μπορούν να
χρησιμοποιηθούν αστικά
απόβλητα και σκουπίδια
από τα οποία παίρνουμε
βιοαιθανόλη και βιοαέριο,
καύσιμα πιο φιλικά προς
το περιβάλλον από ό,τι
τα μείγματα κεκορεσμένων
υδρογονανθράκων. Τέλος,
μεγάλη μας ελπίδα είναι
η γεωθερμική ενέργεια
που προέρχεται από τη
θερμότητα η οποία
εκλύεται από τη
ραδιενεργό αποσύνθεση
των πετρωμάτων της γης.
Η γεωθερμική ενέργεια
είναι εκμεταλλεύσιμη
όπου αυτή η θερμότητα
ανεβαίνει με φυσικό
τρόπο στην επιφάνεια,
π.χ. με θερμοπίδακες ή
πηγές θερμών υδάτων. Η
γεωθερμική ενέργεια, που
μπορεί να χρησιμοποιηθεί
είτε απευθείας για
θερμικές εφαρμογές, είτε
για την παραγωγή
ηλεκτρισμού, καλύπτει το
80-90% των ενεργειακών
αναγκών της Ισλανδίας
όσον αφορά τη θέρμανση,
και το 20% όσον αφορά
τον ηλεκτρισμό.
Οι ειδικοί της ενέργειας
έχουν εκπονήσει μελέτες
για την ενέργεια από
παλίρροιες που αξιοποιεί
τη βαρύτητα του ήλιου
και της σελήνης, η οποία
προκαλεί άνοδο της
στάθμης του νερού. Το
νερό αποθηκεύεται καθώς
ανεβαίνει και
ξανακατεβαίνοντας
περνάει μέσα από
τουρμπίνες, παράγοντας
ηλεκτρισμό. Έχει
εφαρμοστεί στην Αγγλία,
τη Γαλλία και τη Ρωσία,
αλλά σε περιορισμένη
κλίμακα. Επίσης, στο
μέλλον φαίνεται ότι θα
μπορούμε να
αξιοποιήσουμε την
κινητική ενέργεια των
κυμάτων της θάλασσας, τη
διαφορά θερμοκρασίας
ανάμεσα στα στρώματα του
ωκεανού, καθώς και την
ωσμωτική ενέργεια που
ανακτάται όταν το νερό
ενός ποταμού και το
θαλασσινό νερό
διαχωρίζονται από
ημιδιαπερατή μεμβράνη με
το γλυκό νερό να τη
διαπερνά. Λύσεις
υπάρχουν: το πρόβλημα
στην Ελλάδα είναι ότι
δεν παίρνουμε τολμηρές
αποφάσεις κι ότι ζητάμε
τη γνώμη συνδικαλιστών
και ψευτοειδικών.