Η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια
ιδιαίτερα δύσκολη φάση, με πολύ περισσότερες
αβεβαιότητες παρά ποτέ. Ο πληθωρισμός δείχνει
ότι θα παραμείνει ένα πάγιο στοιχείο της
οικονομικής πραγματικότητας και δεν είναι απλώς
το συγκυριακό παρεπόμενο της μεταπανδημικής
επανεκκίνησης. Αυτό σημαίνει ότι στοιχείο
διαρκές της συγκυρίας θα είναι τα υψηλά επιτόκια
των κεντρικών τραπεζών, με όλες τις επιπτώσεις
που έχουν από το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά,
επιχειρήσεις και κράτη. Την ίδια στιγμή τα κράτη
όλο το επόμενο διάστημα θα κληθούν να έχουν
αυξημένες δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την
κλιματική αλλαγή και να κάνουν την πράσινη
μετάβαση, να ενισχύσουν την άμυνά τους σε έναν
κόσμο όλο και πιο συγκρουσιακό, να αναμετρηθούν
με έναν πληθυσμό που γερνάει και έχει ανάγκη για
συντάξεις και περίθαλψη, αλλά και για να
βοηθήσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να
αποφύγουν τους κραδασμούς από τις αναταράξεις
στην παγκόσμια οικονομία του. Αυτό με τη σειρά
του σημαίνει ότι ο συνολικός όγκος δανεισμού θα
συνεχίσει να αυξάνεται και η αναλογία χρέους /
ΑΕΠ να επιδεινώνεται σε όλες τις χώρες.
Την ίδια στιγμή όλα
δείχνουν ότι απέχουμε
από το να έχουμε εκείνο
το είδος «τομών» στην
παραγωγικότητα της
εργασίας που θα
παρέπεμπε σε μια ισχυρή
δυναμική από την
πραγματική οικονομία
προς τον
χρηματοοικονομικό τομέα.
Και παρότι αρκετοί
αποδίδουν τα προβλήματα
στις στατιστικές της
παραγωγικότητας της
εργασίας στα
χαρακτηριστικά μια
αγοράς εργασίας που
χαρακτηρίζεται από μικρή
ανεργία, πιο σωστό είναι
να πούμε .οτι έχουμε μια
παραλλαγή «παραδόξου της
παραγωγικότητας», καθώς
ο συνδυασμός ανάμεσα
στις τεχνολογικές τομές
με την ολοένα και
μεγαλύτερη μετατόπιση
εργασίας προς το χώρο
των υπηρεσιών σημαίνει
ότι αυτές οι τομές δεν
έχουν την
αποτελεσματικότητα ως
προς την αύξηση της
παραγωγικότητας με
προηγούμενες περιόδους
τεχνολογικών ανατροπών.
Τα επιτόκια ως καταλύτης
Με την εξαίρεση ίσως
της κεντρικής τράπεζας
της Τουρκίας που
εφαρμόζει την
ιδιοσυγκρασιακή πολιτική
του Ερντογάν για μείωση
επιτοκίων εν μέσω
καλπάζοντος πληθωρισμού,
ο τόνος των κεντρικών
τραπεζιτών είναι
παρόμοιος σε όλο τον
κόσμο: εδώ και τώρα
αποφασιστικές αυξήσεις
των επιτοκίων, για όσο
καιρό χρειαστεί μέχρις
ότου τιθασευτεί ο
πληθωρισμός, όποιο
κόστος και εάν έχει αυτό.
Η αντίδραση αυτή
αποτυπώνει μια προηγούμενη
οικονομική ορθοδοξία που
δοκιμάστηκε κυρίως στη
δεκαετία του 1980 και
υποστηρίζει ότι όταν
ανεβαίνει ο πληθωρισμός
αυτό που πρέπει να γίνει
είναι να συρρικνωθεί η
ζήτηση μέσα από την
αύξηση των επιτοκίων που
κάνουν πιο δύσκολο για
τις επιχειρήσεις να
αντλούν κεφάλαια και άρα
τις οδηγούν να
συγκρατούν μισθούς ή να
προχωράνε σε απολύσεις,
κάτι που με τη σειρά του
μειώνει τη συνολική
ζήτηση (μαζί με τη
μειωμένη πρόσβαση των
νοικοκυριών σε
καταναλωτική πίστη) και
αυτό στο τέλος οδηγεί σε
και υποχώρηση των τιμών
άρα και του πληθωρισμού.
Είναι η κλασική αντίληψη
ότι η μείωση του
πληθωρισμού περνάει μέσα
από την ύφεση και την
αύξηση της ανεργίας.
Μόνο που τώρα τα
πράγματα είναι
διαφορετικά. Παρά τα
πολύ χαμηλά ποσοστά
ανεργίας δεν έχει
υπάρξει μια μεγάλη
ανοδική τάση των μισθών.
Οι αυξήσεις των τιμών
δεν προέρχονται από την
υπερβάλλουσα ζήτηση,
αλλά πολύ περισσότερο
από προβλήματα στη
σφαίρα της προσφοράς:
από τις αυξήσεις στις
τιμές των καυσίμων και
τις αναταράξεις στις
εφοδιαστικές αλυσίδες
που φέρνει ο πόλεμο,
μέχρι το γεγονός ότι οι
επιχειρήσεις απαντούν
στη συρρίκνωση του
περιθωρίου κέρδους τους
με αυξήσεις των τιμών,
τροφοδοτώντας έτσι τον
πληθωρισμό.
Αυτό σημαίνει ότι
ακόμη και εάν η ύφεση
και μια αύξηση της
ανεργίας ρίξουν τις
τιμές, δεν έχουν
αντιμετωπίσει τον πυρήνα
του πληθωρισμού και αυτό
θα οδηγήσει και σε
επόμενα πληθωριστικά
κύματα.
Επιπλέον, η αύξηση
των επιτοκίων των
κεντρικών τραπεζών έχει
αλυσιδωτές επιπτώσεις
στην οικονομία, κυρίως
γιατί σημαίνει και
αύξηση του κόστους
δανεισμού. Αυτό με τη
σειρά του έχει και άλλες
αρνητικές επιπτώσεις,
όπως π.χ. να
λειτουργήσει
επιβραδυντικά για την
αγορά ακινήτων (που
κατεξοχήν στηρίζεται σε
φτηνό δανεισμό).
Αύξηση των επιτοκίων
σε περιβάλλον αυξημένου
δανεισμού από τις
κυβερνήσεις και
αυξημένου πληθωρισμού,
μπορεί να επηρεάσει τις
αποδόσεις των ομολόγων
και αυτό με τη σειρά του
επηρεάζει διάφορες
πλευρές της οικονομίας.
Θα μπορούσε κανείς
να πει ότι η επιμονή σε
ένα αφήγημα για τον
πληθωρισμό που θεωρεί
κλειδί τη συγκράτηση των
μισθών και της
απασχόλησης, παρότι όλες
οι ενδείξεις είναι ότι
έχουμε να κάνουμε με
έναν διαφορετικό
μηχανισμό από την
κλασική υπόθεση ενός
πληθωρισμού που
τροφοδοτείται από τις
αυξήσεις των μισθών έχει
να κάνει ακριβώς με τον
τρόπο που ώρες ώρες η
κριτική ανάλυση
υποκαθίσταται από ένα
είδος «μαγικής σκέψης».
Κράτη που δανείζονται,
την ώρα που πλούτος
σωρεύεται
Όλο το επόμενο
διάστημα τα κράτη θα
αναγκαστούν ξοδέψουν
περισσότερο. Θα πρέπει
να αντιμετωπίσουν το
κοινωνικό κόστος από την
εκτίναξη των τιμών της
ενέργειας, να
χρηματοδοτήσουν τις
μεγάλες επενδύσεις της
πράσινης μετάβασης, να
πληρώσουν έναν ολοένα
και υψηλότερο λογαριασμό
συντάξεων και περίθαλψης,
και να εξασφαλίσουν ότι
το χρηματοοικονομικό
σύστημα συνεχίζει να
κάνει τη δουλειά του.
Στο βαθμό που η
έννοια της «αναδιανομής»
είναι σχεδόν εξ ορισμού
καταδικαστέα από τους
περισσότερους σχεδιαστές
πολιτικής (παρά τις
μικρές επιμέρους
αυξήσεις της φορολογίας
που καταγράφονται), το
μόνο που απομένει είναι
η αύξηση του δανεισμού.
Μόνο που αυτό όταν
έρχεται σε περιβάλλον
πληθωρισμού και
αυξημένων επιτοκίων δεν
είναι καθόλου δεδομένο
ότι θα έχει τη μορφή της
εύκολης και συνεχούς
ανακύκλωσης που
παρατηρήθηκε το
προηγούμενο διάστημα.
Το παράδειγμα της
Αγγλίας ήταν
χαρακτηριστικό. Η
ανακοίνωση της
κυβέρνησης ότι θα
μειώσει τους φόρους και
θα αυξήσει τις δαπάνες
για την αντιμετώπιση της
ενεργειακής κρίσης,
ερμηνεύτηκε ως απόφαση
για εκτίναξη του
δανεισμού και σε
συνδυασμό με τον υψηλό
πληθωρισμό οδήγησε σε
μια πρωτοφανή αναστάτωση
στις αγορές ομολόγων,
που με τη σειρά του
απείλησε τη θέση των
Συνταξιοδοτικών Ταμείων
που κατέχουν τεράστιο
όγκο ομολόγων όχι μόνο
ως βάση του
χαρτοφυλακίου τους αλλά
και ως εγγύηση για
συνεχή βραχυπρόθεσμο
δανεισμό για την αγορά
ακόμη περισσότερων
ομολόγων. Το αποτέλεσμα
ήταν η Τράπεζα της
Αγγλίας να επιστρέψει σε
πρακτικές «ποσοτικής
χαλάρωσης», δηλαδή σε μαζικές
αγορές ομολόγων, παρότι
υποτίθεται ότι
προσπαθούσε να κάνει το
αντίθετο.
Οι επιπτώσεις από το
ισχυρό δολάριο
Σε αυτό το τοπίο το
δολάριο συνεχίζει να
ενισχύεται τροφοδοτημένο
τόσο από τις αυξήσεις
επιτοκίων της FED όσο
και από τον τρόπο που
παραμένει νόμισμα
αναφοράς. Όμως, η αύξησή
του αυξάνει το κόστος
προϊόντων που
αποτιμώνται σε δολάρια –
ξεκινώντας από τα
ενεργειακά – και
ταυτόχρονα αυξάνει και
το κόστος αποπληρωμής
του χρέους πολλών
αναπτυσσόμενων χωρών.
Άλλη μια ένδειξη των
προβλημάτων που
δημιουργεί η στροφή σε «παραδοσιακές»
συνταγές για τον
πληθωρισμό.
Ωστόσο, την ίδια ώρα
άλλες οικονομίες δεν
είναι τόσο
προετοιμασμένες για τη
νέα περίοδο των
υψηλότερων επιτοκίων.
Μια σειρά από
χρηματοοικονομικά
εργαλεία και παράγωγα
επηρεάστηκαν ιδιαίτερα
αρνητικά και αυτό φάνηκε
όχι μόνο στη Βρετανία
αλλά και στις ευρωπαϊκές
αγορές ομολόγων, που με
την υποχώρηση στις τιμές
των μακροπρόθεσμων
ομολόγων βρέθηκαν να
αντιμετωπίζουν και πολύ μεγάλα
προβλήματα με τα margin
calls που έπρεπε να
καλύψουν.
Ο ορίζοντας της
αστάθειας και της ύφεσης
Όλα αυτά
διαμορφώνουν ένα τοπίο
πολύ μεγαλύτερης
αστάθειας και υφεσιακών
δυναμικών. Αυτό δείχνουν
και οι δυο εκθέσεις του
ΔΝΤ που κυκλοφόρησαν
στις 11 Οκτωβρίου. Το World
Economic Outlook και η
Global Financial
Stability Repot.
Η πρώτη επικεντρώνει
σε αυτό που οδηγούμαστε
εν μέσω αυξανόμενου
πληθωρισμού και
περιοριστικών πολιτικών
από τις κεντρικές
τράπεζες: σε μια κρίση
κόστους ζωής, με μεγάλες
κοινωνικές επιπτώσεις,
την ώρα που η
χρηματοοικονομική
αστάθεια θα εντείνεται
καθώς σωρεύονται ολοένα
και περισσότεροι
χρηματοοικονομικοί
κίνδυνοι, όπως
διαπιστώνει η δεύτερη
έκθεση.
Η προοπτική είναι
μια περίοδος
επιβράδυνσης των ρυθμών
ανάπτυξης το 2023, με
ορισμένες κρίσιμες
οικονομίες να μπαίνουν
σε ύφεση την ώρα που ο
πληθωρισμός θα κορυφωθεί.
Όμως, το κρίσιμο
ζήτημα δεν είναι τόσο η
διόρθωση προς τα κάτω
των προβλέψεων για την
ανάπτυξη, όσο η διάχυτη
και στις δύο εκθέσεις
διαπίστωση και επίγνωση
ότι οφείλουμε να
σκεφτούμε πέραν των
ορίων ενός τρόπου σκέψης
που στέκεται κυρίως
στους ρυθμούς ανάπτυξης
και να
συνειδητοποιήσουμε το
είδος των επισφαλειών
που σωρεύονται, των
παραγόντων κινδύνου που
αυξάνονται, της
αστάθειας που
επιτείνεται και της
αναμέτρησης με
αλληλοσυσχετίσεις που
δεν είχαν γίνει όσο
έπρεπε κατανοητές και
που ενέχουν τον κίνδυνο
για ενδεχόμενες μεγάλης
κλίμακας «απρόβλεπτες»
κρίσης, ξεκινώντας από
την πραγματικότητα ενός
παγκόσμιου
χρηματοοικονομικού
συστήματος δομημένου σε
μια πολύ διαφορετική
εποχή και ως έναν βαθμό
λογική.