Η αλήθεια
είναι πως λίγα πράγματα μοιάζουν πιο βαρετά στο
Facebook από το να διαβάζεις για θέματα
ευρωπαϊκών κανονισμών. Είναι πιο «sexy» να
γράφεις για τον Ελον Μασκ, τον βαθύπλουτο
υπερόπτη με την απαράμιλλη ικανότητα να
συνδυάζει θράσος με αναισθησία, ο οποίος λίγο
πριν αγοράσει το Twitter ανέβασε μια φωτογραφία
του Μπιλ Γκέιτς και μαζί ένα emoji ενός εγκύου
άντρα και ένα ιδιαίτερα προσβλητικό σχόλιο.
Το ζήτημα που απασχολεί
όλους, και πρώτα στην
Αμερική, είναι οι
συνέπειες που θα έχει
στην πληροφόρηση η
ικανότητα ενός ανθρώπου
να αποκτήσει μια
παγκόσμια πλατφόρμα
συζήτησης και να τη
μετατρέψει σε προσωπικό
του παιχνίδι. Ή όπλο με
το οποίο θα λύσει τις
προσωπικές του διαφορές
ή θα δώσει διέξοδο στις
μανίες του.
Την ίδια στιγμή, λίγοι
προσέχουν ένα δελτίο
Τύπου στις 23 Απριλίου
από την Ε.Ε. Αυτό το
δελτίο Τύπου που γενικά
περνάει απαρατήρητο,
ανακοινώνει κάτι το
συγκλονιστικά σημαντικό,
ειδικά σε αυτή τη
συγκυρία: το European
Union Digital Services
Act. To Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο σε
διαβούλευση με τις
κυβερνήσεις κατέληξε σε
έναν κανονισμό
λειτουργίας των
τεχνολογικών κολοσσών
όπως Facebook, Google,
Amazon και φυσικά
Twitter!
Αν μια τεχνολογική
πλατφόρμα θέλει να
λειτουργεί στην Ε.Ε. θα
πρέπει να αποδεικνύει
ότι εφαρμόζει μέτρα για
τον περιορισμό της
διασποράς προπαγάνδας
και της παραπληροφόρησης,
του λόγου μίσους, του
εκφοβισμού και των
απειλών κατά της ζωής
και διακίνησης παράνομου
υλικού (π.χ. revenge
porn). Ταυτόχρονα,
οφείλει να παρέχει
πρόσβαση στις
ρυθμιστικές αρχές και σε
ανεξάρτητους ερευνητές
στον αλγόριθμο
λειτουργία της, δηλαδή
στη μεθοδολογία με την
οποία όταν ψάχνεις κάτι
στo Google το εμφανίζει
στην πρώτη σελίδα
αποτελεσμάτων και όχι ας
πούμε στη δέκατη, ή να
εξηγεί με ποια σειρά η
Amazon εμφανίζει
προϊόντα στην ιστοσελίδα
αγορών της, να εξηγεί
τον τρόπο με τον οποίο η
Apple αποφασίζει ποιες
εφαρμογές θα ανέβουν
στην πλατφόρμα της, και
φυσικά τους κανόνες
«moderation» στο
Twitter.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει
δεχθεί κριτική (για
παράδειγμα από τη Διεθνή
Αμνηστία) πως ο
κανονισμός δεν είναι
αρκετά τολμηρός, ή ότι
εφαρμογή του θα είναι
δύσκολη, καθώς αντίθετα
με τους τεχνολογικούς
κολοσσούς, η Ευρωπαϊκή
Ενωση δεν έχει επαρκώς
στελεχώσει τη ρυθμιστική
αρχή. Σας βεβαιώνω όμως
πως οι αντίστοιχοι
Αμερικανοί βλέπουν τη
χώρα τους να είναι
εγκλωβισμένη στην
αγεφύρωτη πολιτική
διαφορά μεταξύ
Δημοκρατικών και
Ρεπουμπλικανών για το τι
συνιστά ελεύθερη
λειτουργία των social
media (οι πρώτοι θέλουν
περισσότερους κανόνες
και οι δεύτεροι σχεδόν
κανέναν), και ζηλεύουν
την Ευρώπη απίστευτα.
Για παράδειγμα, ο Μπεν
Σκοτ, πρώην σύμβουλος
για θέματα τεχνολογίας
της πρώην υπουργού
Εξωτερικών Χίλαρι
Κλίντον, η οποία έχασε
τις προεδρικές εκλογές
στην Αμερική το 2016 και
εξαιτίας της οργανωμένης
επίθεσης
παραπληροφόρησης από το
Κρεμλίνο, δήλωσε στο
NPR: «Ο νέος κανονισμός
της Ευρωπαϊκής Ενωσης
αλλάζει πλήρως το τοπίο».
Ενώ σχεδόν όλοι
γνωρίζουμε τον Ελον Μασκ,
ελάχιστοι έχουμε ακούσει
για τον Τιερί Μπρετόν.
Αντιπρόεδρος και CEO του
Groupe Bull (1996-1997),
πρόεδρος και CEO της
Thomson-RCA (1997-2002),
πρόεδρος και CEO της
France Télécom
(2002-2005). Το 2005
γίνεται υπουργός
Οικονομικών και
Βιομηχανίας (2005-2007)
επί προεδρίας Ζακ Σιράκ.
Το διάστημα 2007-2008
διδάσκει στο Harvard,
ενώ από το 2009 έως το
2019 γίνεται ο CEO της
Atos. Είναι προφανές πως
ο Μπρετόν ξέρει δύο τρία
πράγματα από τεχνολογία.
Ετσι, από το 2019 με
πρόταση του προέδρου
Μακρόν αναλαμβάνει
επίτροπος για θέματα
Εσωτερικής Αγοράς της
Ε.Ε.
Την ίδια λοιπόν στιγμή
που ο Ελον Μασκ με το
παραφουσκωμένο εγώ του –με
εξαιρετική επιτυχία στα
ηλεκτρικά αυτοκίνητα και
στους διαστημικούς
πυραύλους αλλά
σοκαριστική άγνοια στο
τι συνιστά πραγματική
ελευθερία του λόγου στα
social media–
πλημμυρίζει τις ειδήσεις
με μεγαλεπήβολες
δηλώσεις για την
πεφωτισμένη στρατηγική
του για το Twitter, ο κ.
Μπρετόν του λέει εκ
μέρους όλων μας, των
Ευρωπαίων: «Καλωσορίζουμε
τους πάντες. Είμαστε
ανοιχτά, αλλά υπό όρους.
Ξέρουμε τι έχουμε να
πούμε στον Ελον: “Ελον,
υπάρχουν κανόνες. Καλώς
ήρθες, αλλά αυτοί είναι
οι κανόνες μας. Εδώ,
στην Ευρώπη, ισχύουν οι
δικοί μας κανόνες!”».
* Ο κ. Στράτος
Σαφιολέας είναι κάτοχος
διδακτορικού σε
Technology Policy από το
George Washington
University και
ειδικεύεται σε θέματα
στρατηγικής επικοινωνίας.