Το πολιτικό ρίσκο δηλαδή, ο πολιτικός
κίνδυνος ότι μια πολιτική δράση (action), μια
πολιτική απόφαση (regulation), μια νέα πολιτική
στρατηγική (policy), μπορούν να επηρεάσουν
σημαντικά τις οικονομικές δραστηριότητες και την
οικονομική αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, θα
πρέπει να εξετάζεται πλέον από το σύνολο των
πολιτικών και οικονομικών αναλυτών και από τις
ίδιες τις επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα,
πολιτικές δράσεις, πολιτικές αποφάσεις,
πολιτικές στρατηγικές, μπορούν να επηρεάσουν :
την κερδοφορία μιας επιχείρησης, τη ρευστότητα
της, την αξία της, το καθεστώς ιδιοκτησία της,
τα αποκλειστικά δικαιώματα της σε θέματα
τεχνογνωσίας, την ασφάλεια και την ευημερία
των στελεχών της, τη φήμη της και ίσως την ίδια
την ύπαρξη της.
Πριν τρεις δεκαετίες,
ο πολιτικός κίνδυνος
αφορούσε ως επί το
πλείστον έναν μικρό
αριθμό βιομηχανιών που
συναλλάσσονταν με
κυβερνήσεις, σε λίγες
αγορές του εξωτερικού,
σε ακραίες συνθήκες
δηλαδή: σε συνθήκες
πόλεμου, τρομοκρατίας,
υψηλής εγκληματικότητας,
κοινωνικών αναταραχών
και πολιτικής αστάθειας.
Στον ενεργειακό
κλάδο ειδικά, ο
πολιτικός κίνδυνος
αφορούσε κυρίως τις
εταιρίες πετρελαίου οι
οποίες ήταν υποχρεωμένες
να διαπραγματεύονται με
πετρελαϊκές κρατικές
εταιρίες της Μέσης
Ανατολής, της Ανατολικής
Ευρώπης, της Κεντρικής
Ασίας, της Κεντρικής
Αμερικής και της Βόρειας
Αφρικής.
Στις μέρες μας, o
πολιτικός κίνδυνος για
τις επιχειρήσεις και για
το σύνολο της οικονομίας
και της κοινωνίας
πηγάζει από ένα σύνολο
παραγόντων: από τις
πιθανές λανθασμένες
πολιτικές δημοκρατικά
εκλεγμένων κυβερνήσεων,
από πολιτικές αποφάσεις
αυταρχικών κυβερνήσεων
τρίτων χωρών, από την
δραματικά αυξανόμενη
οικονομική δύναμη των
κρατικών εταιριών
ενέργειας που ανήκουν
στα αποκαλούμενα
αυταρχικά καθεστώτα.
Πηγάζει επίσης από μια
ευρύτερη σειρά τυχαίων
και αστάθμητων
παραγόντων, οι οποίοι
συμπεριλαμβάνουν τους
ανώνυμους χρήστες του
διαδικτύου, τοπικούς
αξιωματούχους, αναξιόπιστες
κυβερνήσεις τρίτων χωρών,
ακραίους ακτιβιστές, τρομοκράτες,
χάκερς κλπ. Πηγάζει
πολλές φορές από
διφορούμενα, ως προς την
αποτελεσματικότητα τους,
δημόσια μέτρα για την
αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής και
την πραγματοποίηση της ενεργειακής
μετάβασης.
Δεν είναι πλέον μόνο
τα ακραία φαινόμενα
πολιτικής δράσης που
καθιστούν τις
επιχειρήσεις υποκείμενα
απρόβλεπτων καταστάσεων
αλλά και οι πιθανές
λανθασμένες δημόσιες
πολιτικές. Οι ίδιοι οι
πολιτικοί θεσμοί που
υποτίθεται ότι
δημιουργήθηκαν για να
μειώνουν την
επιχειρηματική
αβεβαιότητα και να
περιορίζουν τον πολιτικό
κίνδυνο όλο και πιο
συχνά δεν αποδίδουν και
πολλές φορές, αποτελούν
εστίες πολιτικού
κινδύνου. Μια λάθος
δημόσια πολιτική, μια
λανθασμένη διοικητική
απόφαση μπορούν να
αυξήσουν την ανασφάλεια
σε μια επιχείρηση, στην
οικονομία, στην κοινωνία
στο σύνολο της.
Για παράδειγμα, ένα
υπέρ φιλόδοξο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο που θα
ψήφιζε αύριο τον
τερματισμό χρήσης των
μηχανών εσωτερικής
καύσης στην αυτοκίνηση
έως το 2025, θα
προξενούσε ανυπολόγιστη
οικονομική ζημία στην
ευρωπαϊκή
αυτοκινητοβιομηχανία και
στους ευρωπαίους πολίτες.
Σκεφθείτε μόνο, τι
επιπτώσεις είχε για τον
ενεργειακό κλάδο, πριν
λίγα χρόνια, η
διαπραγμάτευση στην ΕΕ
για τα πόσα
μικρογραμμάρια ρύπων θα
επιτρέπεται να εκπέμπουν
οι ηλεκτροπαραγωγικές
μονάδες με χρήση
καυσίμου άνθρακα και
λιγνίτη, ή πόσο μεθάνιο
θα πρέπει να επιτρέπεται
να εκπέμπουν οι
ηλεκτροπαραγωγικές
μονάδες με χρήση
καυσίμου το φυσικό αέριο,
ή το επιτρεπόμενο όριο
εκπομπής ρύπων για τα
πλοία που μεταφέρουν
καύσιμα. Μια ευρωπαϊκή
απόφαση για λίγες
ποσότητες εκπομπών ρύπων
παραπάνω ή παρακάτω,
έβγαζε εκτός παραγωγής
μια σειρά επιχειρήσεων
και αύξανε το κόστος
παραγωγής για τις
εναπομείναντες.
Αλλά και οι
πολιτικές δράσεις δεν
πραγματοποιούνται πλέον
μόνο από ακραίες
ακτιβιστικές ομάδες. Μια
δημοσιογραφική έρευνα
της εφημερίδας New York
Times πριν από τέσσερα
χρόνια άλλαξε την
επικρατούσα αντίληψη της
αμερικάνικης και
ευρωπαϊκής κοινωνίας για
τη φιλικότητα του
φυσικού αερίου στο
περιβάλλον.
Σκεφθείτε επίσης μια
ευρωπαϊκή εταιρία που
αγοράζει πετρέλαιο από
το Καζακστάν και η Ρωσία
ξαφνικά απαγορεύει στο
Καζακστάν να
χρησιμοποιεί τους
Ρωσικούς αγωγούς και το
σιδηροδρομικό δίκτυο για
τη μεταφορά πετρελαίου
προς το Ρωσικό λιμάνι
Νοβόροσισκ στη Μαύρη
θάλασσα. Η απόφαση
επηρεάζει όχι μόνο την
ευρωπαϊκή εταιρία που
αδυνατεί να
πραγματοποιήσει τη
συναλλαγή αλλά και το
σύνολο της αγοράς
πετρελαίου στην Ε.Ε.
Πολιτικές αποφάσεις
επηρεάζουν άμεσα τις
επιχειρήσεις του
ενεργειακού κλάδου. Η
Ευρωπαϊκή Ένωση, με
σειρά αποφάσεων
αποκλείει σταδιακά τη
Ρωσία από τις χώρες που
συμπεριλαμβάνει στις
ενεργειακές συναλλαγές
της λόγω του πολέμου
στην Ουκρανία αλλά
ταυτόχρονα η ίδια ΕΕ, προωθεί
και ενθαρρύνει την
ενεργειακή σχέση των
ευρωπαϊκών επιχειρήσεων
με τις χώρες της Βόρειας
Αφρικής και της Μέσης
Ανατολής, χώρες που
παραδοσιακά διακρίνονται
για την πολιτική τους
αστάθεια και το υψηλό
πολιτικό ρίσκο.
Ακόμη και στον
ενεργειακό σχεδιασμό και
την ενεργειακή
στρατηγική της Ευρώπης
για την επόμενη δεκαετία,
το πολιτικό ρίσκο είναι
αυξημένο. Για
περισσότερο από μια
δεκαετία υπάρχει μια «υπόγεια»
διπλωματική διαμάχη
μεταξύ της Γερμανίας και
της Γαλλίας για την
ενεργειακή στρατηγική
της Ευρώπης που προφανώς
αυξάνει το πολιτικό
ρίσκο για τις
επιχειρήσεις ενέργειας
και των δύο χωρών.
Για πολλούς , η
παρούσα ενεργειακή κρίση
στην Ευρώπη είναι
αποτέλεσμα αυτής της «υπόγειας»
πολιτικής διαμάχης. Για
δεκαετίες τώρα η Γαλλία
«πιέζει» την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή να αναγνωρίσει
την πυρηνική ενέργεια ως
μορφή παραγωγής
ενέργειας που είναι
φιλική προς το
περιβάλλον, χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί
από την πλευρά τους
προσπαθούν να
σταματήσουν τη χρήση της
πυρηνικής ενέργειας και
να εισάγουν ως βασικό
καύσιμο αντικατάστασης
αυτής της πηγής
ενέργειας, το φυσικό
αέριο. Όμως οι
διεθνείς οργανισμοί
συμπεριλαμβανομένης και
της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
κατατάσσουν το φυσικό
αέριο πλέον στα «βρώμικα»
ορυκτά καύσιμα που θα
πρέπει να σταματήσει η
χρηματοδότηση νέων έργων
ηλεκτροπαραγωγής και
θέρμανσης με χρήση το
φυσικό αέριο. Η αδυναμία
να καταλήξουν σε
συμφωνία οι δύο χώρες
και η ΕΕ, σχετική με το
τι είναι βλαπτικό για
το περιβάλλον και τι όχι,
έχει οδηγήσει τη Γαλλία
να «αφήνει» τις παλαιές
πυρηνικές μονάδες
ηλεκτροπαραγωγής της να
λειτουργούν για
περιορισμένο χρόνο από
το χωρίς να προχωρούν
στην αντικατάσταση τους
από νέες μονάδες.
Αποτέλεσμα τώρα να
υπάρχει στη Γαλλία ένα
σημαντικό έλλειμμα
παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας που καλύπτεται
αποκλειστικά με
εισαγωγές.
Στη Γερμανία, η
αδιαφορία των
προηγούμενων
πολυκομματικών
κυβερνήσεων να
περιορίσουν την εξάρτηση
του Γερμανικού
ενεργειακού κλάδου από
το Ρωσικό φυσικό αέριο,
με την παράλληλη
εφαρμογή της πολιτικής
του τερματισμού της
λειτουργίας των μονάδων
ηλεκτροπαραγωγής με
χρήση τον άνθρακα και
την πυρηνική ενέργεια, δημιούργησαν
ένα σημαντικό έλλειμμα
παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας, τα τελευταία
δύο χρόνια.
Πως λοιπόν μια
επιχείρηση πρέπει να
αμύνεται στον πολιτικό
κίνδυνο;
Οφείλει να συλλέγει
οικονομικά στοιχεία, να
συλλέγει πληροφορίες, να
αναλύει τις πληροφορίες
και τα στοιχεία, να
εντοπίζει τον πολιτικό
κίνδυνο κάνοντας το
απρόβλεπτο γεγονός
προβλέψιμο, να εξετάζει
πιθανά σενάρια
μελλοντικού κινδύνου,
και τελικά να λαμβάνει
μέτρα αντιμετώπισης του
πιθανού κινδύνου. Π.χ.
όταν η επιχείρηση
συνάπτει ένα συμβόλαιο
με έναν προμηθευτή
ενεργειακού καυσίμου ή
υλικών κατασκευής έργων
παραγωγής ενέργειας,
οφείλει να υποχρεώνει
τον προμηθευτή του να
υποδείξει εναλλακτικό
δρόμο μεταφοράς, να
πραγματοποιεί ασφάλιση
από τον πιθανό κίνδυνο,
να βρίσκει έναν τρίτο
προμηθευτή που ο πρώτος
προμηθευτής θα
χρησιμοποιήσει ως
εγγυητή παράδοσης της
απαιτούμενης ποσότητας
σε περίπτωση που ο
προμηθευτής που σύναψε
το συμβόλαιο μαζί της
αδυνατεί να το
εκπληρώσει λόγω
πολιτικών κινδύνων.
Διαβλέποντας το
πολιτικό ρίσκο η
επιχείρηση οφείλει πάντα
να προσαρμόζεται στις
μεταβαλλόμενες
οικονομικές και
πολιτικές συνθήκες, να
προχωρά σε αναδιάρθρωση
της παραγωγής της, σε
αλλαγές στην οργάνωση
και τη λειτουργία της.
Διευκρινίζουμε η
προσαρμογή οφείλει να
αφορά αποκλειστικά τις
επιχειρήσεις όχι τους
πολίτες (καταναλωτές).
Συμπερασματικά.
Ο ενεργειακός κλάδος
και οι επιχειρήσεις του,
στο σύνολο τους, είναι
πλέον υποκείμενα
αυξημένων πολιτικών
κινδύνων. Ακόμη και οι
εταιρίες ενέργειας που
έχουν περιορισμένη
παρουσία σε εξωτερικές
αγορές (π.χ. η ΔΕΗ)
επηρεάζονται από τις
πολιτικές εξελίξεις, τις
πολιτικές αποφάσεις και
τις πολιτικές δράσεις σε
τρίτες χώρες.
Επηρεάζονται επίσης από
τις πολιτικές (ρυθμιστικές)
αποφάσεις της ΕΕ. Οι
εταιρίες οφείλουν να
αναλύουν και να
λαμβάνουν υπόψη τους το
πολιτικό ρίσκο σε κάθε
πιθανή νέα επενδυτική
τους πρωτοβουλία.
Βέβαια υπάρχει η
περίπτωση, οι εταιρίες
να αψηφούν τον πολιτικό
κίνδυνο και να προχωρούν
σε επενδύσεις υψηλού
πολιτικού ρίσκου με τη
βεβαιότητα (?) ότι το
κόστος της πιθανής
επενδυτικής αποτυχίας
τους θα επιβαρύνει
αποκλειστικά την
κοινωνία και όχι τις
ίδιες τις επιχειρήσεις.
Πως άλλωστε να
χαρακτηρίσει ο
οιοσδήποτε τις αποφάσεις
ορισμένων ελληνικών
επιχειρήσεων να
προχωρήσουν σε
επενδύσεις νέων έργων
φυσικού αερίου όταν την
ίδια στιγμή η ΕΕ
αποφασίζει τη μείωση της
ευρωπαϊκής κατανάλωσης
φυσικού αερίου κατά 15%
συγκριτικά με την
τρέχουσα κατανάλωση σε
μια προσπάθεια να
περιορίσει το πολιτικό
ρίσκο της τεχνητής
έλλειψης φ.α τους
επόμενους χειμώνες στην
Ευρώπη;
Τι θα έκανε μια
επιχείρηση
ηλεκτροπαραγωγής με
χρήση καυσίμου το φυσικό
αέριο, αν αύριο οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
αποφάσιζαν τον
τερματισμό του
μηχανισμού
χρηματοδοτικής στήριξης
των ΑΠΕ; Τι θα έκαναν
οι εν λόγω επιχειρήσεις
αν η ΕΕ απαιτούσε από
τις εταιρίες ΑΠΕ να
εισέρχονται στο δίκτυο
και στην αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας
χωρίς διοικητικούς
περιορισμούς στην
ποσότητα ημερήσιας
παραγωγής τους; Μήπως
αυτό θα αποτελούσε
κίνδυνο επιβίωσης για
τους ηλεκτροπαραγωγούς
με χρήση καυσίμου το φ.α;
Οι εταιρίες
ηλεκτροπαραγωγής με
χρήση καυσίμου το φυσικό
αέριο, έχουν ήδη
προαγοράσει σημαντικές
ποσότητες φ.α σε
αστρονομικές τιμές και
στην περίπτωση
απελευθέρωσης της
παραγωγής των ΑΠΕ
κινδυνεύουν να βρεθούν
εκτεθειμένες. Υπάρχει η
πιθανότητα να μην
μπορούν να πωλήσουν το
φυσικό αέριο που
αγόρασαν καθώς είναι
πιθανό πολλές ημέρες,
εβδομάδες, μήνες, οι ΑΠΕ
να καλύπτουν το σύνολο
της ημερήσιας εγχώριας
κατανάλωσης ηλεκτρικής
ενέργειας. Πως θα
αντιδρούσαν και πως
αντιδρούν οι εν λόγω
επιχειρήσεις σε αυτό το
πολιτικό ρίσκο; Αυτό
είναι το κύριο ερώτημα.
Ο Βασίλειος Π.
Πανουσόπουλος (1971)
είναι Οικονομολόγος –
Διεθνολόγος, Ειδικό
Επιστημονικό Προσωπικό
της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΕΠ)
Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική
Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). vpanousopoulos@rae.gr
Οι απόψεις που εκφράζει
είναι αποκλειστικά
προσωπικές.