Από τον
Οκτώβριο του 1998 και
έπειτα, η αγορά
κατακλύστηκε από IPOs
τεχνολογικών εταιρειών,
ενώ η βιωσιμότητά τους
περνούσε σε δεύτερη
μοίρα. Παρόλο που πολλές
από αυτές είχαν
εντυπωσιακές
χρηματιστηριακές
αποτιμήσεις, ελάχιστες
κατάφεραν να καταγράψουν
κέρδη – κάποιες μάλιστα
δεν είχαν καν έσοδα. Οι
αναλυτές της Wall Street
τροφοδοτούσαν την
αισιοδοξία, οδηγώντας
τους ιδιώτες επενδυτές
να αγοράζουν μετοχές με
την ελπίδα μελλοντικών
υπερκερδών.
Η άφθονη
ρευστότητα συνέβαλε
επίσης στην άνθηση της
φούσκας, καθώς η Federal
Reserve είχε μειώσει τα
επιτόκια μετά την κρίση
του hedge fund Long-Term
Capital Management το
1998. Σύμφωνα με τη
Goldman Sachs, η αξία
των μετοχών του Nasdaq,
που το 1990
αντιστοιχούσε στο 11%
της συνολικής
κεφαλαιοποίησης του New
York Stock Exchange,
εκτοξεύθηκε στο 80%
μέχρι το τέλος του 1999.
Η
κατάρρευση που
ακολούθησε ήταν οδυνηρή.
Στις 4 Οκτωβρίου 2002, ο
Nasdaq κατρακύλησε στις
1.139,90 μονάδες,
σημειώνοντας πτώση 77%
από το ιστορικό του
υψηλό. Το «σκάσιμο» της
φούσκας επηρέασε τις
παγκόσμιες αγορές και
συνέβαλε στην ύφεση του
2001. Χρειάστηκαν 15
χρόνια, μέχρι τις 23
Απριλίου 2015, για να
ανακτήσει ο Nasdaq τις
απώλειές του και να
σημειώσει νέο ρεκόρ.
Σήμερα,
αν και υπάρχουν σαφείς
ομοιότητες, οι συνθήκες
διαφέρουν. Ο Kairong
Xiao, καθηγητής
οικονομικών στο Columbia
Business School, δήλωσε
στο Quartz ότι, ακόμα κι
αν η σημερινή φρενίτιδα
της τεχνητής νοημοσύνης
αποδειχθεί φούσκα, η
δομή της αγοράς έχει
αλλάξει σημαντικά σε
σχέση με το 2000.
«Η
φούσκα του dot-com
στηρίχθηκε σε μια
πληθώρα IPOs, καθώς οι
εταιρείες προσπαθούσαν
να ενταχθούν στη
μεγαλύτερη κατηγορία
περιουσιακών στοιχείων
του Nasdaq. Σήμερα, οι
νέες επενδύσεις
πραγματοποιούνται κυρίως
μέσω της ιδιωτικής
αγοράς μετοχών, λόγω
αυστηρότερων ρυθμιστικών
πλαισίων και άλλων
δομικών αλλαγών»,
εξηγεί.
Πράγματι, οι κορυφαίες
εταιρείες τεχνητής
νοημοσύνης – όπως η
OpenAI και η Anthropic –
παραμένουν ιδιωτικές,
παρότι η αποτίμησή τους
ανέρχεται σε δεκάδες
δισεκατομμύρια δολάρια.
Έχουν πρόσβαση σε
τεράστια κεφάλαια χωρίς
να αντιμετωπίζουν τις
πιέσεις της δημόσιας
αγοράς ή τις απαιτήσεις
για τριμηνιαία κέρδη.
Επιπλέον, οι ηγέτες της
τεχνητής νοημοσύνης
διαφέρουν από τις
νεοφυείς εταιρείες του
dot-com. Την εποχή
εκείνη, πολλές
δημοφιλείς εταιρείες της
αγοράς είχαν ελάχιστα
έσοδα. Σήμερα, η
καινοτομία στην τεχνητή
νοημοσύνη στηρίζεται από
τεχνολογικούς κολοσσούς
όπως η Microsoft, η
Google και η Nvidia, που
διαθέτουν τεράστια
αποθέματα ρευστού. Η
συγκέντρωση αυτή
δημιουργεί ένα «δίχτυ
ασφαλείας» που δεν
υπήρχε το 2000.
«Οι
μεγάλες εταιρείες
μπορούν να επιβιώσουν σε
μια πιθανή πτώση της
αγοράς, επειδή έχουν
πολλαπλές πηγές
χρηματοδότησης, σε
αντίθεση με τις
μικρότερες, που
κινδυνεύουν να
εξαφανιστούν», τονίζει ο
Xiao.
Ωστόσο,
δεν λείπουν οι φωνές που
προειδοποιούν για μια
νέα καταστροφή. Ο Gene
Munster, από την
Deepwater Asset
Management, πιστεύει ότι
η τρέχουσα ανοδική
πορεία έχει ακόμα δύο
χρόνια ζωής, αλλά θα
καταλήξει με τον ίδιο
τρόπο όπως πριν από 25
χρόνια.
«Η
σημερινή αγορά είναι σε
κατάσταση ευφορίας»,
δηλώνει στο Quartz. Κατά
την άποψή του, αυτή η
ευφορία θα φτάσει στο
αποκορύφωμά της μέχρι το
2027, οδηγώντας σε μια
«εντυπωσιακή
κατάρρευση».
Ο
Munster αναγνωρίζει ότι
η τεχνητή νοημοσύνη έχει
πραγματική αξία και θα
επιφέρει βαθιές αλλαγές.
Ωστόσο, πιστεύει ότι η
αγορά δεν θα έχει την
υπομονή να περιμένει
μέχρι να φανούν οι
οικονομικές επιπτώσεις
της τεχνολογίας αυτής.
«Μέχρι
να βελτιωθούν οι
αριθμοί, η φούσκα θα
έχει ήδη σκάσει»,
καταλήγει. «Έζησα τη
φούσκα του dot-com. Δεν
θέλω να δω ξανά
ανθρώπους να
καταστρέφονται
οικονομικά, αλλά είμαι
βέβαιος ότι η τεχνητή
νοημοσύνη θα έχει ακόμα
μεγαλύτερο αντίκτυπο από
το διαδίκτυο».
|