Η
χρηματιστηριακή τονίζει
ότι οι ελληνικές
τράπεζες παραμένουν
υποτιμημένες με βάσει τα
θεμελιώδη τους, ενώ
αυτές ακριβώς οι
αποτιμήσεις αποτελούν
πολύ καλή επενδυτική
ευκαιρία. Διατηρεί
τη σύσταση «αγορά» και
για τις τέσσερις
μετοχές, ενώ δίνει:
Τιμή –
στόχο στα 2,50 ευρώ για
την Alpha Bank.
Τιμή –
στόχο στα 3 ευρώ για
τη Eurobank.
Τιμή –
στόχο στα 10,5 ευρώ για
την Εθνική Τράπεζα.
Τιμή –
στόχο στα 5,30 ευρώ για
την Πειραιώς.
Όπως
τονίζεται στην έκθεση οι
ελληνικές τράπεζες
διαπραγματεύονται με
μέσο όρο δείκτη τιμής
προς λογιστική αξία
(P/B) για το 2025 στις
0,64 φορές που
αντιστοιχεί σε μέση
μερισματική απόδοση 10,
καθιστώντας τον κλάδο
πιο ελκυστικό έναντι των
τραπεζών της ΕΕ. Οι
τράπεζες στην ΕΕ και
στον τραπεζικό δείκτη
SX7P είναι
διαπραγματεύσιμες σε
μέσο όρο P/B στις 0,75
φορές για μερισματική
απόδοση 7,54%.
Οι
ελληνικές τράπεζες θα
συνεχίσουν
να επιβραβεύουν τους
μετόχους μέσα από
δραστηριότητες που
ενισχύουν την αξία, όπως
η επιτάχυνση των
διανομών, οι οποίες
διαμορφωθούν ακόμα και
στο 50% των κερδών για
το 2024, μέσω μετρητών
και επαναγορών μετοχών.
Σημειώνει ακόμη ότι τα
βασικά θέματα που
προσέλκυσαν το
ενδιαφέρον των αναλυτών
της και θεωρεί ότι θα
συνεχίσουν να
«παρακολουθούνται» στενά
είναι τα ακόλουθα:
Έσοδα
από τόκους
(ΝΙΙ): Επισημαίνεται το
ανθεκτικό ΝΙΙ που
στηρίζει τα ισχυρά
περιθώρια κέρδους, καθώς
και οι τέσσερις
συστημικές τράπεζες
ανέφεραν σταθερή
παραγωγή ΝΙΙ το τρίμηνο.
Εκτιμάται ότι η παραγωγή
NII θα παραμείνει ισχυρή
το 4ο τρίμηνο του 2024
και τις επόμενες
περιόδους λόγω του
αναμενόμενου όγκου
δανείων, της
επανεπένδυσης του
χαρτοφυλακίου τίτλων,
της αναχρηματοδότησης
χονδρικής
χρηματοδότησης, καθώς το
κόστος των προθεσμιακών
καταθέσεων αναμένεται να
παραμείνει σε γενικές
γραμμές σταθερό.
Θεωρείται ότι οι
προοπτικές αυτές θα
οδηγήσουν πιθανότατα σε
αναβαθμίσεις από τους
αναλυτές. Είναι
σημαντικό να τονιστεί
ότι, καθώς οι τέσσερις
συστημικές τράπεζες
ελέγχουν περίπου το 93%
της αγοράς, δεν
προβλέπονται
ανταγωνιστικές πιέσεις
στην τιμολόγηση των νέων
δανείων από νέους
αναδυόμενους παίκτες.
Αυτή η δομή της αγοράς
υποστηρίζει τη
σταθερότητα των
επιτοκιακών περιθωρίων
(NIMs), ακόμη και σε ένα
περιβάλλον μειωμένων
επιτοκίων.
Το
κόστος του κινδύνου: Οι
τράπεζες επέδειξαν
αξιοσημείωτη
ανθεκτικότητα στα
χαρτοφυλάκια χορηγήσεων,
όπως αποδεικνύεται από
τον ελάχιστο σχηματισμό
NPE και τα σταθερά
χαμηλά επίπεδα εισροών
που αντισταθμίστηκαν από
τη θεραπεία και τις
αποπληρωμές. Δεδομένης
της πτωτικής πορείας του
δείκτη NPE που έχει
ληφθεί υπόψη, μαζί με τα
διαγραφέντα δάνεια και
τους μακροοικονομικούς
δείκτες (αύξηση του ΑΕΠ
και τιμές ακινήτων),
υπάρχει εκτίμηση ότι το
κόστος κινδύνου θα
ακολουθήσει πορεία
καλύτερη των εκτιμήσεων
για το 2024,
συμβάλλοντας θετικά στην
τελική γραμμή.
Βιώσιμες
αποδόσεις: Πέρα από τη
δυναμική του NII, η
αύξηση των καθαρών
εσόδων από αμοιβές και
προμήθειες, η συνεχής
αυστηρή διαχείριση του
κόστους και οι καθαροί
ισολογισμοί,
υποστηρίζουν την άποψη
ότι οι βιώσιμες
αποδόσεις είναι πλέον
εφικτές. Ως εκ τούτου,
εκτιμάται ότι τα
αποτελέσματα του 2024
και τα επιχειρηματικά
σχέδια για το διάστημα
2025 - 2027 θα οδηγήσουν
περαιτέρω την
υπεραπόδοση του κλάδου.
Ποιότητα
κεφαλαίου: Οι τράπεζες
έχουν καλύψει το χάσμα
όσον αφορά το κεφάλαιο
CET1 σε σχέση με τις
αντίστοιχες τράπεζες της
ΕΕ, με τη συσσώρευση
κεφαλαίου να συνεχίζει
να υπερβαίνει τις
προσδοκίες, με όλες τις
τράπεζες να επιδεικνύουν
ισχυρά επίπεδα
κεφαλαίου. Αυτό θέτει
τις βάσεις για θετικές
αποδόσεις, όπως η
επαναγορά μετοχών και η
αύξηση του δείκτη
διανομής, αν και
αναμένεται ότι οι
αποφάσεις αυτές θα
ληφθούν σταδιακά.
Επιπλέον, τα υψηλά
επίπεδα κερδοφορίας
επέτρεψαν στις ελληνικές
τράπεζες να μειώσουν
περαιτέρω την εξάρτηση
από το DTC (ως ποσοστό
του CET1).
|