|
Αν και η
περιορισμένη ηγεσία στην
αγορά και οι
«φουσκωμένοι»
πολλαπλασιαστές
παραπέμπουν στη φούσκα
του 2000 γύρω από τις
dot-com,
η Σουμπραμανιάν εκτιμά
ότι η τρέχουσα συγκυρία
δεν οδηγεί στο ίδιο
αποτέλεσμα. Παρά ταύτα,
επισημαίνει τον κίνδυνο
«κενού αέρος» στον τομέα
της τεχνητής νοημοσύνης,
καθώς οι μεγάλες
επιχειρήσεις δεν έχουν
ακόμη μετατρέψει σε
κερδοφορία τις μεγάλες
επενδύσεις τους στην
τεχνολογία.
Οι πιο
επιφυλακτικές προβλέψεις
διατυπώνονται σε μια
φάση αυξημένης
μεταβλητότητας για τον
S&P
500, με τους επενδυτές
να προσπαθούν να
αξιολογήσουν τις
προοπτικές της τεχνητής
νοημοσύνης και το εύρος
των επερχόμενων μειώσεων
επιτοκίων από τη
Fed.
Παρά την αβεβαιότητα, οι
περισσότεροι αναλυτές
διατηρούν ανοδικές
εκτιμήσεις για την
πορεία του δείκτη. Ο
S&P
500 είχε υποχωρήσει έως
5% από το ιστορικό υψηλό
του τέλους Οκτωβρίου,
προτού ανακάμψει στο
τέλος Νοεμβρίου. Αυτή τη
στιγμή αποτιμάται
περίπου στις 22 φορές τα
εκτιμώμενα κέρδη των
επόμενων 12 μηνών —
επίπεδο 19% υψηλότερο
από τον μακροπρόθεσμο
μέσο όρο.
Ο
Binky
Chadha
της
Deutsche
Bank
προβλέπει άνοδο στις
8.000 μονάδες το επόμενο
έτος, ενώ ο
Mike
Wilson
της
Morgan
Stanley
τοποθετεί τον δείκτη
στις 7.800 μονάδες. Η
JPMorgan
και η
Goldman
Sachs
δίνουν στόχους 7.500 και
7.600 μονάδων
αντίστοιχα, με όλες τις
εκτιμήσεις να
υποδηλώνουν νέες
διψήφιες αποδόσεις για
τέταρτη συνεχή χρονιά.
Η
Σουμπραμανιάν σημειώνει
ότι «η ρευστότητα
βρίσκεται στο μέγιστο,
αλλά από εδώ και πέρα η
τάση μάλλον θα είναι
φθίνουσα», αναφέροντας
ως αιτίες τις
περιορισμένες επαναγορές
μετοχών, την αύξηση των
κεφαλαιουχικών δαπανών,
πιο συγκρατημένες
μειώσεις επιτοκίων από
τις κεντρικές τράπεζες
και χαλάρωση της
Fed
μόνο αν επιβραδυνθεί η
ανάπτυξη.
Η
ανάλυσή της περιλαμβάνει
και ένα πιο αισιόδοξο
σενάριο: ο
S&P
500 να κινηθεί προς τις
8.500 μονάδες, δηλαδή
περίπου 24% υψηλότερα
από το τρέχον επίπεδο,
εφόσον οι εταιρείες
υπεραποδώσουν σημαντικά
στα κέρδη τους. Υπάρχει
όμως και δυσμενές
σενάριο, στο οποίο ο
δείκτης διολισθαίνει
στις 5.500 μονάδες, αν
δεν επιβεβαιωθούν οι
θετικοί παράγοντες από
την τεχνητή νοημοσύνη
και το μακροοικονομικό
περιβάλλον.
Αναφερόμενη στο
ενδεχόμενο εμφάνισης
«φούσκας», η
Σουμπραμανιάν
αναγνωρίζει ότι υπάρχουν
κίνδυνοι, αλλά δεν
αναμένει κατάρρευση. Σε
σύγκριση με το 2000, η
έκθεση των επενδυτών σε
μετοχές είναι
χαμηλότερη, η αύξηση των
εταιρικών κερδών
στηρίζει τις αποτιμήσεις
και η διάθεση για
κερδοσκοπικές,
ζημιογόνες επενδύσεις
είναι λιγότερο έντονη.
Όπως επισημαίνει,
«βλέπουμε περισσότερες
διαφορές παρά ομοιότητες
με την περίοδο του
2000».
|