|
1. Η
τεχνητή νοημοσύνη θα
συνεχίσει να δίνει ώθηση
– με τις αγορές να
παραμένουν
υπερθερμασμένες
Το 2026
αναμένεται να ενισχύσει
περαιτέρω τον ρόλο της
τεχνητής νοημοσύνης στην
παγκόσμια ανάπτυξη, με
τα οφέλη να απευθύνονται
κυρίως στις ΗΠΑ. Η
έντονη επενδυτική
δραστηριότητα σε
υποδομές AI αποτελεί
βασικό παράγοντα
ενίσχυσης του
αμερικανικού ΑΕΠ.
Ο
επικεφαλής οικονομολόγος
της Capital Economics,
Νιλ Σίρινγκ, σημειώνει
ότι η τεχνητή νοημοσύνη
πρόσθεσε περίπου 0,5
ποσοστιαίες μονάδες στο
αμερικανικό ΑΕΠ κατά το
πρώτο εξάμηνο του 2025
και αναμένεται να
διατηρήσει την ανάπτυξη
στο 2,5% το 2026 —
επίπεδο υψηλότερο από το
consensus.
Στην
Ευρώπη, η υιοθέτηση της
AI προχωρά πιο αργά,
γεγονός που οδηγεί σε
χαμηλότερες αναπτυξιακές
προοπτικές: 1,2% για το
Ηνωμένο Βασίλειο και 1%
για την ευρωζώνη.
Παρά τις
υψηλές αποτιμήσεις στη
Wall Street, η Capital
Economics δεν θεωρεί ότι
πρόκειται για φαινόμενο
αντίστοιχο της φούσκας
dot.com. Με βάση την
ισχυρή κερδοφορία,
εκτιμά ότι η ανοδική
πορεία θα συνεχιστεί και
ο S&P 500 ενδέχεται να
φτάσει έως τις 8.000
μονάδες μέχρι το τέλος
του 2026.
2. Η
Κίνα θα παραμείνει σε
περιβάλλον
αποπληθωρισμού
Παρά την
τεχνολογική πρόοδο σε
τομείς συνδεδεμένους με
την τεχνητή νοημοσύνη, η
Κίνα παραμένει
εγκλωβισμένη σε ένα
αναπτυξιακό μοντέλο που
παράγει περισσότερα από
όσα απορροφά η εσωτερική
ζήτηση.
Ο Σίρινγκ επισημαίνει
ότι η ανισορροπία μεταξύ
υπερπαραγωγής και
ασθενούς κατανάλωσης θα
διατηρήσει την ανάπτυξη
κοντά στο 3% και το
2026, ενώ οι
αποπληθωριστικές πιέσεις
δεν αναμένεται να
υποχωρήσουν. Το εμπορικό
πλεόνασμα της χώρας θα
διευρυνθεί περαιτέρω.
Η νέα
Πενταετής Στρατηγική που
θα ανακοινωθεί τον
Μάρτιο του 2026 ίσως
δώσει έμφαση στην
ενίσχυση της
κατανάλωσης. Ωστόσο,
σύμφωνα με την Capital
Economics, δεν υπάρχουν
ενδείξεις ότι το Πεκίνο
σχεδιάζει ουσιαστική
μεταβολή του
αναπτυξιακού μοντέλου
που στηρίζεται στην
παραγωγική αυτάρκεια και
την τεχνολογική ισχύ.
Οι
χαμηλές πληθωριστικές
πιέσεις θα διατηρήσουν
χαμηλά τις αποδόσεις των
κινεζικών ομολόγων, με
περαιτέρω διεύρυνση του
spread έναντι των
ιαπωνικών τίτλων.
3. Ο
εμπορικός πόλεμος
συνεχίζεται με αλλαγή
μορφής
Παρά τη
μερική αποκλιμάκωση μετά
τη συμφωνία Σι–Τραμπ, η
Capital Economics
υπογραμμίζει ότι ο
εμπορικός πόλεμος δεν
έχει λήξει, αλλά
εξελίσσεται. Το 2026 θα
αποτελέσει έτος
προσαρμογής στα νέα
δασμολογικά δεδομένα.
Η
συμφωνία ΗΠΑ–Κίνας
περιλαμβάνει ρήτρα ενός
έτους, αφήνοντας ανοιχτό
το ενδεχόμενο νέων
εντάσεων προς τα τέλη
του 2026. Ο Σίρινγκ
προειδοποιεί ότι, ακόμη
και αν υπάρξουν νομικές
ανατροπές σε επιμέρους
μέτρα, η αμερικανική
κυβέρνηση δύσκολα θα
εγκαταλείψει τα έσοδα
από τους δασμούς.
Παράλληλα, η επικείμενη
αναθεώρηση της USMCA
δίνει στις ΗΠΑ περιθώριο
ενίσχυσης των κανόνων
καταγωγής, περιορίζοντας
τις δυνατότητες
κινεζικών εταιρειών να
παρακάμπτουν τους
δασμούς μέσω Μεξικού.
Η
Capital Economics
καταλήγει ότι το 2026 θα
σηματοδοτήσει λιγότερο
θεαματικές συγκρούσεις
και περισσότερη
συστηματική
γεωοικονομική
αποσύνδεση, με
επιπτώσεις στις
παγκόσμιες ροές
εμπορίου, κεφαλαίου και
τεχνολογίας.
4. Οι
κεντρικές τράπεζες θα
κινηθούν σε τροχιά
χαλάρωσης – αλλά με
διαφορετικές ταχύτητες
Η
Capital Economics
προβλέπει συνέχιση της
νομισματικής χαλάρωσης
το 2026, με σημαντικές
αποκλίσεις ανάμεσα στις
μεγάλες οικονομίες.
Στις
ΗΠΑ, η Fed αναμένεται να
προχωρήσει μόνο σε μία
μείωση επιτοκίων,
οδηγώντας το επιτόκιο
στο 3,25%–3,50%,
υψηλότερα από τις
προσδοκίες της αγοράς
και πιθανόν σε σύγκρουση
με τις πιέσεις του
προέδρου Τραμπ για πιο
επιθετική χαλάρωση.
Στην
ευρωζώνη, η ΕΚΤ
εκτιμάται ότι θα μειώσει
το επιτόκιο καταθέσεων
στο 1,5%, λόγω χαμηλού
πληθωρισμού και ασθενούς
ανάπτυξης.
Στο
Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο
πληθωρισμός μειώνεται
ταχύτερα του
αναμενομένου και οι
δημοσιονομικές πιέσεις
αυξάνονται, η Τράπεζα
της Αγγλίας αναμένεται
να διαμορφώσει το βασικό
επιτόκιο στο 3% ως το
τέλος του έτους.
Στις
αναδυόμενες οικονομίες,
η Βραζιλία διαθέτει
σημαντικό περιθώριο
χαλάρωσης, με τον δείκτη
Selic να προβλέπεται να
υποχωρήσει στο 11,25%.
Η
Ιαπωνία αποτελεί την
εξαίρεση, καθώς η
Τράπεζα της Ιαπωνίας
εκτιμάται ότι θα αυξήσει
το επιτόκιο στο 1,25%,
στηριζόμενη στην ισχυρή
αγορά εργασίας και στα
μέτρα δημοσιονομικής
τόνωσης.
Συνολικά, η Capital
Economics θεωρεί ότι το
2026 θα ευνοήσει το
δολάριο έναντι ευρώ και
στερλίνας, ενώ το γιεν
ενδέχεται να παρουσιάσει
ήπια ενίσχυση.
5. Οι
δημοσιονομικοί κίνδυνοι
θα συνεχίσουν να
προκαλούν ανησυχία στις
αγορές
Οι
δημοσιονομικές πιέσεις
που επηρέασαν σοβαρά τις
αγορές το 2025
παραμένουν ενεργές. Το
2026 ενδέχεται να
οδηγήσει σε νέες
περιόδους έντονης
μεταβλητότητας, καθώς
μεγάλα κράτη —όπως οι
ΗΠΑ, η Γαλλία και το
Ηνωμένο Βασίλειο—
συνεχίζουν να κινούνται
σε μη βιώσιμη
δημοσιονομική τροχιά.
Ο
Σίρινγκ τονίζει ότι δεν
υπάρχει συγκεκριμένο
επίπεδο χρέους που να
σηματοδοτεί κρίση·
συνήθως, αυτή
πυροδοτείται από
πολιτικές ή οικονομικές
εξελίξεις που
μεταβάλλουν τις
προσδοκίες των αγορών.
Το 2026, ο πολιτικός
κίνδυνος προβλέπεται να
είναι καθοριστικός, από
τις γαλλικές προεδρικές
εκλογές του 2027 έως
πιθανές αλλαγές στη
βρετανική κυβέρνηση και
τις εξελίξεις στη
δημοσιονομική πολιτική
των ΗΠΑ.
Παρά τη
μείωση επιτοκίων και τη
μετριοπαθή
χρηματοπιστωτική
καταστολή, η Capital
Economics προειδοποιεί
για επαναλαμβανόμενα
επεισόδια μεγάλης
μεταβλητότητας —
αντίστοιχα με αυτά που
παρατηρήθηκαν σε Γαλλία,
Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ
μέσα στο 2025.
|