|
Όπως
σημειώνει η Citi, η
υπεραπόδοση της
περιφέρειας είναι πιθανό
να παραταθεί εντός του
2026. Μετά τη λήξη του
προγράμματος ποσοτικής
χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ,
οι αγορές έχουν στραφεί
περισσότερο στα
θεμελιώδη στοιχεία κάθε
κράτους, ενώ οι
εξελίξεις στο γαλλικό
πολιτικό σκηνικό έχουν
προστεθεί στο πλαίσιο
αβεβαιότητας. Η εικόνα
αυτή συνδυάζεται με μια
συνολική ενίσχυση της
οικονομικής,
δημοσιονομικής και
πολιτικής θέσης των
χωρών της περιφέρειας,
την ώρα που οι
οικονομίες του
«ημι-πυρήνα» κινούνται
αντιστρόφως. Ως
αποτέλεσμα, έχουν
μειωθεί σημαντικά τα
spreads μεταξύ
Ισπανίας–Γαλλίας,
Ιταλίας–Γαλλίας και
Ισπανίας–Βελγίου,
δυσχεραίνοντας πλέον τον
διαχωρισμό ανάμεσα στην
«περιφέρεια» και τον
υπόλοιπο κορμό της
Ευρωζώνης.
Για τις
χώρες της περιφέρειας, η
ανάπτυξη αναμένεται να
στηριχθεί τόσο στην
τελική φάση της
δημοσιονομικής ενίσχυσης
από το Next Generation
EU (NGEU) όσο και στη
γερμανική δημοσιονομική
επέκταση μέσω εμπορικών
διασυνδέσεων. Έτσι, η
ονομαστική αύξηση του
ΑΕΠ σε Ισπανία,
Πορτογαλία και Ελλάδα
εκτιμάται ότι θα κινηθεί
περίπου στο 4%.
Παράλληλα, τα
δημοσιονομικά ελλείμματα
προβλέπεται να
διατηρηθούν κάτω από το
όριο του 3% του ΑΕΠ, με
Πορτογαλία και Ελλάδα να
στοχεύουν σχεδόν σε
ισοσκελισμένο
προϋπολογισμό, την
Ισπανία στο 2,1% και την
Ιταλία κοντά στο 2,8%.
Οι επιδόσεις αυτές
αναμένεται να ενισχύσουν
την καθοδική τάση του
δείκτη χρέους/ΑΕΠ στις
τρεις πρώτες χώρες. Η
Ιταλία προβλέπεται να
ακολουθήσει το 2027,
αφού οι φορολογικές
επιβαρύνσεις λόγω του
προγράμματος
superbonus
για τον κατασκευαστικό
κλάδο κορυφωθούν το
2025–2026. Η μείωση της
καθαρής έκδοσης ομολόγων
από την περιφέρεια θα
αντισταθμίσει σχεδόν
πλήρως την αυξημένη
προσφορά τίτλων από τη
Γερμανία.
Αντίθετα, οι αντίστοιχοι
δείκτες αναμένεται να
επιδεινωθούν στις
περισσότερες μεγάλες
οικονομίες της
Ευρωζώνης, με εξαίρεση
την Ολλανδία και την
Ιρλανδία. Έτσι, παρότι η
Ιταλία θα εξέλθει από τη
διαδικασία υπερβολικού
ελλείμματος της Κομισιόν
το 2026 —ένα έτος
νωρίτερα από τις αρχικές
προβλέψεις— η Φινλανδία
θα ενταχθεί μαζί με
Γαλλία, Βέλγιο και
Αυστρία. Συνολικά, η
Citi εκτιμά ότι ο λόγος
χρέους προς ΑΕΠ της
Ισπανίας θα βελτιωθεί
περαιτέρω έναντι Γαλλίας
και Βελγίου και θα
συγκλίνει προς Αυστρία
και Φινλανδία τα επόμενα
χρόνια.
Σε
επίπεδο εκδόσεων, η Citi
αναμένει αυξημένη
δραστηριότητα από
Ιρλανδία και Ελλάδα στο
πρώτο τρίμηνο του 2026,
καθώς οι δύο χώρες
συνηθίζουν να καλύπτουν
μεγάλο μέρος των
χρηματοδοτικών τους
αναγκών μέσω
κοινοπραξιών στις αρχές
του έτους.
Προσδοκίες αξιολογήσεων
Το 2025
καταγράφηκαν οι
περισσότερες κινήσεις
αξιολόγησης κρατών της
Ευρωζώνης από Moody’s,
S&P και Fitch από το
2015: συνολικά 12
αναβαθμίσεις και 5
υποβαθμίσεις. Οι τάσεις
αυτές ευνόησαν κυρίως
τις χώρες της
περιφέρειας, ενώ οι
υποβαθμίσεις αφορούσαν
κυρίως τον «ημι-πυρήνα».
Για το
2026, η Citi προβλέπει
ότι ο ρυθμός
αναθεωρήσεων θα είναι
πιο ήπιος για Fitch (8
αξιολογήσεις) και S&P
(6), αλλά ενδέχεται να
ενταθεί για τη Moody’s,
η οποία ιστορικά
κινείται πιο αργά. Η
Moody’s θα μπορούσε να
προχωρήσει σε
αναβαθμίσεις για
Ιρλανδία, Πορτογαλία και
Ελλάδα, καθώς και σε
υποβαθμίσεις για Γαλλία
και Αυστρία, ενώ πιθανόν
να αποδώσει αρνητικό
outlook στη Φινλανδία.
Η S&P
ενδέχεται να αναβαθμίσει
την Ιρλανδία (η οποία
ήδη διαθέτει θετικές
προοπτικές) και να
χαλαρώσει κάπως τη στάση
της για το Βέλγιο μετά
τις δημοσιονομικές
προσαρμογές του 2026.
Από την πλευρά της
Fitch, είναι πιθανές
αναβαθμίσεις για Ισπανία
και Πορτογαλία, καθώς
και τοποθέτηση θετικών
προοπτικών για την
Ιταλία. Για τη Γαλλία,
πιθανότερο θεωρείται ένα
αρνητικό outlook, ενώ το
Βέλγιο ίσως αποφύγει μια
τέτοια εξέλιξη.
Σε
ορίζοντα 2–4 ετών, η
Citi προβλέπει περαιτέρω
αναβαθμίσεις για Ιταλία,
Ισπανία, Πορτογαλία,
Ελλάδα και Ιρλανδία, ενώ
θεωρεί πιο πιθανές τις
υποβαθμίσεις για Γαλλία,
Αυστρία και Φινλανδία.
Δεν αποκλείει, ωστόσο,
ορισμένες από αυτές τις
κινήσεις να
πραγματοποιηθούν ήδη
μέσα στο 2026. Μια
ενδεχόμενη αναβάθμιση
της Ιταλίας σε βαθμίδα
«Α» από S&P ή Fitch θα
άνοιγε την πόρτα σε
νέους ξένους επενδυτές
που επί του παρόντος
δεσμεύονται από
περιορισμούς
αξιολόγησης.
|