|
Σύμφωνα
με την ανάλυση, υπάρχουν
αρκετοί λόγοι που
εξηγούν γιατί οι αγορές
ίσως υποτιμούν τον
πληθωρισμό. Πρώτον, τα
πρόσφατα στοιχεία
οικονομικής
δραστηριότητας
εμφανίζονται καλύτερα
των προσδοκιών,
υποδηλώνοντας ισχυρές
πιέσεις από τη ζήτηση. Ο
σύνθετος δείκτης
PMI
της Ευρωζώνης ανήλθε σε
υψηλό διετίας τον
Οκτώβριο, ενώ στις ΗΠΑ ο
δείκτης
GDPNow
της
Fed
της Ατλάντα δείχνει
αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,9%
στο τρίτο τρίμηνο.
Δεύτερον, οι μειώσεις
επιτοκίων των κεντρικών
τραπεζών εξακολουθούν να
ασκούν επιδράσεις. Η
Fed
έχει μειώσει τα επιτόκια
συνολικά κατά 150
μονάδες βάσης από τον
Σεπτέμβριο του 2024, ενώ
η ΕΚΤ έχει προβεί σε
περικοπές 200 μονάδων
βάσης από τα μέσα του
2024 έως τα μέσα του
2025 — με τις επιπτώσεις
να αναμένονται και το
2026, λόγω της χρονικής
υστέρησης της
νομισματικής πολιτικής.
Τρίτον,
οι νέοι δασμοί
παραμένουν ένας
πληθωριστικός παράγοντας
που δεν έχει ακόμη
αποτυπωθεί πλήρως στην
οικονομία. Αν και το
αρχικό σοκ στις αγορές
σημειώθηκε τον Απρίλιο,
πολλοί από τους νέους
δασμούς —όπως οι
αυξήσεις 15% στις
συναλλαγές με την ΕΕ και
την Ιαπωνία ή ο δασμός
50% στον χαλκό— τέθηκαν
σε ισχύ μόλις τον
Αύγουστο. Η τελευταία
εμπορική εκεχειρία
ΗΠΑ–Κίνας είναι
προσωρινή, αφήνοντας
ανοιχτό το ενδεχόμενο
νέων εμπορικών εντάσεων.
Τέταρτον, τα επικείμενα
δημοσιονομικά κίνητρα
στην Ευρώπη ενδέχεται να
ενισχύσουν περαιτέρω τη
ζήτηση, τη στιγμή που η
ανεργία στην Ευρωζώνη
βρίσκεται σε ιστορικά
χαμηλά. Πέμπτον, οι
τιμές του πετρελαίου
έχουν ενισχυθεί, μετά
τις νέες κυρώσεις και
την απόφαση του ΟΠΕΚ+ να
αναστείλει τις αυξήσεις
παραγωγής.
Τέλος, η
Deutsche
Bank
υπογραμμίζει ότι ο
πληθωρισμός παραμένει
πάνω από τον στόχο στις
περισσότερες μεγάλες
οικονομίες — από τις ΗΠΑ
(3,6% σε τριμηνιαία
βάση) έως την Ευρωζώνη
(2,4%) και την Ιαπωνία
(2,9%).
Αν οι
αγορές πράγματι
υποτιμούν τον
πληθωρισμό, οι συνέπειες
θα μπορούσαν να είναι
σημαντικές. Πρώτα απ’
όλα, οι επενδυτές θα
έρχονταν αντιμέτωποι με
περισσότερες “hawkish”
εκπλήξεις από τις
κεντρικές τράπεζες, όπως
συνέβη πρόσφατα με τη
Fed,
όταν ο Τζερόμ Πάουελ
άφησε ανοιχτό το
ενδεχόμενο παύσης των
μειώσεων επιτοκίων.
Παράλληλα, ένας
υψηλότερος πληθωρισμός
θα αναζωπύρωνε το
ενδιαφέρον για
πραγματικά περιουσιακά
στοιχεία, όπως ο χρυσός,
ο οποίος έχει υποχωρήσει
όσο έχουν μειωθεί οι
φόβοι για τον
πληθωρισμό.
Τέλος,
ιστορικά, οι περίοδοι
επιθετικών κινήσεων των
κεντρικών τραπεζών —όπως
οι αυξήσεις επιτοκίων το
2015-2016, στα τέλη του
2018 και το 2022— έχουν
συνδυαστεί με έντονες
ρευστοποιήσεις μετοχών.
Έτσι, η
Deutsche
Bank
προειδοποιεί πως η
υπερβολική αισιοδοξία
των αγορών απέναντι στον
πληθωρισμό μπορεί να
αποδειχθεί το «μεγάλο
λάθος» που θα προκαλέσει
το επόμενο ισχυρό
sell-off.
|