|
Ο
πληθωρισμός λειτουργεί
σαν αόρατος αναδιανομέας
πλούτου — μεταφέρει αξία
από τους πιστωτές στους
οφειλέτες, από όσους
κατέχουν μετρητά και
ομόλογα σε όσους
διαθέτουν πραγματικά
περιουσιακά στοιχεία,
όπως ακίνητα.
Η νέα εποχή υπερχρέωσης
Το
ερώτημα που θέτει ο
Economist
είναι σαφές: πόσο ακόμη
μπορούν οι κυβερνήσεις
να ζουν πέρα από τις
δυνατότητές τους; Το
δημόσιο χρέος του
ανεπτυγμένου κόσμου
αγγίζει πλέον το 110%
του ΑΕΠ — επίπεδο που
είχε σημειωθεί τελευταία
φορά μετά τους
Ναπολεόντειους Πολέμους.
Τότε, το Ηνωμένο
Βασίλειο χρειάστηκε
σχεδόν έναν αιώνα
λιτότητας για να
εξοφλήσει τους πιστωτές
του. Σήμερα, ωστόσο, οι
πολιτικοί δείχνουν
ανίκανοι να ισορροπήσουν
τους προϋπολογισμούς
τους.
Οι
δαπάνες αυξάνονται
ασταμάτητα: τα επιτόκια
επιβαρύνουν τα δημόσια
ταμεία, οι αμυντικές
ανάγκες εντείνονται και
οι γηράσκοντες πληθυσμοί
πιέζουν για περισσότερα
κονδύλια πρόνοιας. Η
αύξηση των φόρων,
αντίθετα, είναι πολιτικά
δυσβάσταχτη — στην
Ευρώπη τα έσοδα είναι
ήδη υψηλά, ενώ στις ΗΠΑ
η φορολόγηση ισοδυναμεί
με εκλογική αυτοκτονία.
Μόνο μία
φορά, στην εποχή της
καθολικής ψηφοφορίας,
μια χώρα της G7 κατάφερε
να μειώσει ουσιαστικά το
χρέος της μέσω αυστηρής
δημοσιονομικής
πειθαρχίας: ο Καναδάς τη
δεκαετία του 1990.
Σήμερα, όμως, τέτοια
πολιτική βούληση μοιάζει
σπάνια.
Η τεχνητή νοημοσύνη δεν
είναι πανάκεια
Κάποιοι
ελπίζουν ότι η άνοδος
της παραγωγικότητας,
υποβοηθούμενη από την
τεχνητή νοημοσύνη, θα
επιτρέψει την επίλυση
των δημοσιονομικών
προβλημάτων χωρίς
οδυνηρές αποφάσεις. Αλλά
αυτό, σημειώνει ο
Economist,
είναι μάλλον αυταπάτη.
Οι δαπάνες για συντάξεις
και υγειονομική
περίθαλψη αυξάνονται όσο
αυξάνεται και το
εισόδημα. Επιπλέον, αν η
ΤΝ οδηγήσει σε ραγδαία
ανάπτυξη, θα αυξήσει τα
επιτόκια και θα κάνει τα
υπάρχοντα χρέη ακόμη
ακριβότερα στην
εξυπηρέτησή τους.
Προς μια νέα εποχή
πληθωρισμού;
Καθώς οι
επιλογές περιορίζονται,
οι κυβερνήσεις ίσως
καταφύγουν ξανά στον
πληθωρισμό ή στη
λεγόμενη «οικονομική
καταστολή» — τη σιωπηρή
διάβρωση της αξίας του
χρέους μέσω υψηλότερων
τιμών και χαμηλών
επιτοκίων. Ο μηχανισμός
υπάρχει ήδη: οι
κεντρικές τράπεζες
κατέχουν τεράστια
ποσοστά του δημόσιου
χρέους. Ταυτόχρονα,
λαϊκιστές πολιτικοί όπως
ο Τραμπ και ο Νάιτζελ
Φάρατζ αμφισβητούν
ανοιχτά την ανεξαρτησία
τους, προτείνοντας
πολιτικές που θα
υπονόμευαν την
αντιπληθωριστική τους
ισχύ.
Ο
πληθωρισμός, όμως, δεν
χρειάζεται πολιτική
έγκριση για να εκδηλωθεί
— ξεσπά όταν η
ανευθυνότητα των
κυβερνήσεων φτάσει στα
όριά της. Και όταν οι
αγορές αντιληφθούν τον
κίνδυνο, είναι συνήθως
πολύ αργά.
Η απειλή για τη μεσαία
τάξη και τη δημοκρατία
Ο
πληθωρισμός δεν είναι
μόνο οικονομική
ασθένεια· είναι
κοινωνική πληγή.
Αναδιανέμει άδικα τον
πλούτο και υπονομεύει τη
σταθερότητα της μεσαίας
τάξης — του θεμελίου των
δημοκρατιών. Η ιστορία
της Αργεντινής, που
μετατράπηκε από πλούσια
χώρα σε χρόνια
προβληματική οικονομία,
αποτελεί χαρακτηριστική
προειδοποίηση: όταν ο
ανταγωνισμός
επικεντρώνεται στο ποιος
θα εκμεταλλευθεί το
κράτος για να αποφύγει
τις απώλειες του
πληθωρισμού, η
παραγωγικότητα και η
καινοτομία υποχωρούν.
Προειδοποίηση και
επιλογή πορείας
Πριν από
δέκα χρόνια, ο
Economist
προειδοποιούσε τις
αναδυόμενες οικονομίες
να μην ακολουθήσουν το
παράδειγμα της
Αργεντινής. Σήμερα,
απευθύνει την ίδια
προειδοποίηση στις
πλουσιότερες χώρες.
Ωστόσο,
η παρακμή δεν είναι
αναπόφευκτη. Η εμπειρία
της δεκαετίας του 1970
οδήγησε στην άνοδο
πολιτικών όπως ο Ρόναλντ
Ρίγκαν και η Μάργκαρετ
Θάτσερ, που
αποκατέστησαν την
εμπιστοσύνη στο «υγιές
χρήμα» και εδραίωσαν την
ανεξαρτησία των
κεντρικών τραπεζών.
Το
ερώτημα είναι αν ο
πλούσιος κόσμος θα
επιλέξει ξανά το δρόμο
της πειθαρχίας ή αν θα
παραδοθεί στη
δημοσιονομική αυταπάτη.
Η έκβαση, όπως
επισημαίνει ο
Economist,
θα κριθεί στις
αναμετρήσεις μεταξύ των
πολιτικών και των αγορών
— αναμετρήσεις που
ενδέχεται να αποδειχθούν
οδυνηρές.
|