|
Για τον εντοπισμό αυτών
των παραγόντων ο επικεφαλής
στρατηγικός αναλυτής
μετοχών της Goldman στις
ΗΠΑ, David Kostin,
και μια ομάδα αναλυτών
«ξεσκόνισαν» 5.000
δημόσιες εγγραφές των
τελευταίων 25 ετών.
Το συμπέρασμά τους είναι
ότι η αμερικανική αγορά
δημόσιων εγγραφών
βρισκόταν σε μια διετή
«ξηρασία», αλλά ότι
τελικά ανακάμπτει με
«δραματικό τρόπο» –
επιστρέφοντας στα
κανονικά επίπεδα που
είχαν παρατηρηθεί πριν
από την αστάθεια της πανδημίας.
Οι δύο πολυδιαφημισμένες
δημόσιες εγγραφές του
2023 έχουν σίγουρα
ξεκινήσει με
ενθουσιασμό.
Η εταιρεία κατασκευής
ημιαγωγών Arm είδε την
τιμή της μετοχής της να
σημειώνει άλμα σχεδόν
25% μέσα σε μία ημέρα
μετά την εισαγωγή της
στον Nasdaq,
αφού πούλησε μετοχές στα
51 δολάρια – το ανώτερο
όριο του αναμενόμενου
εύρους τιμών.
Αυτός ο «θόρυβος» θα
μπορούσε να είχε
προβλεφθεί σε κάποιο
βαθμό, γράφει ο Kostin,
καθώς οι μετοχές που
τιμολογούνται πάνω από
το αναμενόμενο εύρος
τους συνήθως αυξάνονται
κατά 38% την πρώτη
ημέρα διαπραγμάτευσής τους.
«Το αποτέλεσμα αυτό ήταν
ακόμη πιο έντονο για τις
συμφωνίες που
ολοκληρώθηκαν από το
2020 και μετά»,
πρόσθεσε. «Οι δημόσιες
εγγραφές που
τιμολογήθηκαν πάνω από
το εύρος συνήθως σημείωσαν
άλμα κατά 43% την
πρώτη ημέρα
διαπραγμάτευσής τους.
Αντίθετα, οι συναλλαγές
που τιμολογήθηκαν κάτω
από το εύρος παρέμειναν
ουσιαστικά αμετάβλητες
την πρώτη ημέρα (+1%)».
Εντωμεταξύ, η εταιρεία
διανομής ειδών
παντοπωλείου Instacart είδε
τις μετοχές της να
εκτινάσσονται κατά 40%
και να ανοίγουν στα 42
δολάρια, προτού η τιμή
πέσει τις επόμενες
ημέρες.
Αν και δεν έχουν πειστεί
όλοι οι επενδυτές από
τις προσφορές – η
διευθύνουσα σύμβουλος
της ARK Cathie Wood,
για παράδειγμα, δήλωσε
ότι απέφυγε την Arm λόγω
της εστίασής της στην
τεχνητή νοημοσύνη – ο
Kostin λέει ότι οι
εταιρείες που εισήχθησαν
στο χρηματιστήριο έχουν
κάποιο χρόνο για να
αποδείξουν την αξία
τους.
Τα δύο σημάδια που
κοιτάει ως ένδειξη μιας
επιτυχημένης δημόσιας
εγγραφής είναι τα εξής:
«Μεγαλύτερη από 40%
ετήσια αύξηση των
πωλήσεών τους κατά
το δεύτερο και τρίτο
έτος μετά την εισαγωγή
και θετικό καθαρό
εισόδημα μέχρι την όγδοη
τριμηνιαία έκθεση κερδών
τους.
Παρόλο που ο αναλυτής
της Goldman αναγνωρίζει
ότι οι χαμηλές επιδόσεις
των μετοχών του 2020-21
οφείλονται εν μέρει σε
οικονομικούς παράγοντες,
επισημαίνει επίσης ότι
δεν είχαν αύξηση των
πωλήσεων σε σύγκριση με
άλλες περιόδους υψηλής
δραστηριότητας.
Στην περίοδο της
πανδημίας, γράφει ο
Kostin, η αύξηση των
πωλήσεων ήταν πιο αργή –
οι επιχειρήσεις σημείωσαν
μέση αύξηση 9% μέχρι
το τρίτο έτος της
παρουσίας τους ως
εισηγμένες, σε σύγκριση
με αύξηση 14% την
περίοδο 2001-2019.
Συν τοις άλλοις, οι
δημόσιες εγγραφές κατά
την πανδημία ήταν επίσης
λιγότερο κερδοφόρες,
προσθέτει: «Μόλις το 52%
των εταιρειών αυτής της
κατηγορίας ήταν
κερδοφόρες μέχρι το
τρίτο πλήρες έτος τους
ως εισηγμένες, πολύ
κάτω από το 71% των ΑΔΕ της
περιόδου 2001-2019 που
απέκτησαν κέρδη μέχρι το
τρίτο έτος».
Αυτό είναι ένας ακόμη
δείκτης που πρέπει να
παρακολουθείτε, εξηγεί ο
Kostin: «Αναμένουμε ότι
η κερδοφορία θα είναι
ιδιαίτερα σημαντική για
τις επερχόμενες
δημόσιες εγγραφές.
Με τις κεφαλαιαγορές
κλειστές για σχεδόν δύο
χρόνια, οι μη κερδοφόρες
εταιρείες αναγκάστηκαν
να χρηματοδοτήσουν τις
δραστηριότητές τους
δαπανώντας τα ταμειακά
υπόλοιπα.
«Αυτή η εμπειρία έχει
οδηγήσει τους επενδυτές
να προτιμούν μετοχές με υψηλά
επίπεδα τρέχουσας
κερδοφορίας».
Πηγή: fortune.com |