Μετά την
εκλογική νίκη του Τραμπ,
οι ευρωπαϊκές μετοχές
έχουν υποαποδώσει, λόγω
των κινδύνων από τους
δασμούς, αλλά εάν τις
κοιτάξει κανείς με άλλη
οπτική γωνία και σε
σύγκριση με τους
κυκλικούς δείκτες, οι
αποδόσεις ήταν
εξαιρετικά ανθεκτικές,
σημειώνει η αμερικάνικη
τράπεζα.
Σε αυτό
το πλαίσιο, η Goldman
(την έκθεση παρουσιάζει
η Ελευθερία Κούρταλη στο
capital.gr) υποβαθμίζει
ελαφρώς τις
τιμές-στόχους για τον
STOXX 600 στις 500, 520
και 530 μονάδες σε
διάστημα 3, 6 και 12
μηνών (από 510/530/540
μονάδες), αντίστοιχα.
Αυτό σημαίνει συνολικές
αποδόσεις 9% σε διάστημα
12 μηνών, ελαφρώς
χαμηλότερες από τις
προβλέψεις της για τις
αγορές των ΗΠΑ και της
Ασίας.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η
Goldman προβλέπει ότι ο
δείκτης S&P 500 θα
ανέλθει στις 6.500
μονάδες έως το τέλος του
2025, αντανακλώντας 11%
άνοδο από το τρέχον
επίπεδο και 12% συνολική
απόδοση με μερίσματα.
Το
πρόβλημα στην Ευρώπη
παραμένει η έλλειψη
ανάπτυξης, τονίζει η
Goldman: Αναμένει ότι τα
κέρδη ανά μετοχή EPS των
εισηγμένων στον
πανευρωπαϊκό δείκτη θα
αυξηθούν κατά 3% το 2025
και 4% ετησίως το
2026-2027. Αυτό είναι
χαμηλότερο από τη
συναίνεση η οποία
αναμένει αύξηση EPS 10%
ετησίως μεταξύ 2025 και
2027. Η ανάπτυξη 3%-4%
είναι χαμηλή με βάση τα
ιστορικά πρότυπα (το ένα
τρίτο του μέσου ρυθμού
9% από το 1990) αλλά
ελαφρώς υψηλότερη από
τη δεκαετία μετά την
παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση.
Η αύξηση των εσόδων
επιβραδύνεται, καθώς η
αύξηση του ονομαστικού
ΑΕΠ επιβραδύνεται και οι
τιμές του πετρελαίου
παραμένουν σε ένα εύρος
τιμών (οι τομείς των
εμπορευμάτων αποτελούν
το 13% των κερδών του
STOXX 600), τονίζει η
Goldman.
Εξηγώντας γιατί οι
εκτιμήσεις της είναι
τόσο χαμηλότερες από
αυτές της συναίνεσης,
επισημαίνει ότι το
consensus αναμένει ότι
τα καθαρά περιθώρια
κέρδους θα αυξηθούν κατά
60 μονάδες βάσης ετησίως
μετά το 2024 ενώ η ίδια
πιστεύει ότι θα
παραμείνουν σταθερά από
εδώ και πέρα. Η αύξηση
του περιθωρίου τείνει να
ισχύει μόνο όταν οι
οικονομίες επιταχύνονται
(και οι μισθοί
χρειάζονται περισσότερο
χρόνο για να καλύψουν τη
διαφορά και η
χρησιμοποίηση της
παραγωγικής ικανότητας
αυξάνεται από χαμηλά)
και δεν προβλέπει
επιτάχυνση της
σταθμισμένης ως προς τις
πωλήσεις αύξησης του ΑΕΠ
μεταξύ του 2024 και 2025
(2,1%).
Οι
αναλυτές της Goldman
αναμένουν ότι τα EPS του
S&P 500 και του MSCI
Κίνας θα αυξηθούν
περίπου 11%-12% και
7%-10% αντίστοιχα το
2025. Ακόμη και αν
εξαιρεθεί την
τεχνολογία, αναμένουν
ότι τα EPS του S&P 500
θα αυξηθούν κατά 9%.
Οι
οικονομολόγοι της G.S.
αναμένουν ότι οι
εμπορικοί δασμοί των ΗΠΑ
θα είναι επιλεκτικοί, σε
εισαγωγές αυτοκινήτων
και στην Κίνα, κάτι που
θα οδηγήσει σε μείωση
κατά 1% την ετήσια
αύξηση του EPS στην
Ευρώπη και δεδομένων
μερικών μικρών
αντισταθμίσεων, εκτιμούν
ότι ο θεμελιώδης
αντίκτυπος είναι
αμελητέος. Ωστόσο, μια
παγκόσμια κλιμάκωση των
εμπορικών δασμών θα
μπορούσε να οδηγήσει σε
7-9% χαμηλότερη αύξηση
του EPS σε σύγκριση με
την τρέχουσα πρόβλεψή
της, λόγω του
μεγαλύτερου χτυπήματος
στο ΑΕΠ.
Τούτου
λεχθέντος, ενώ οι δασμοί
αποτελούν κίνδυνο, οι
εταιρείες του STOXX 600
έχουν σχεδόν το ένα
τρίτο του ενεργητικού
τους στις ΗΠΑ (σε
σύγκριση με 18% πριν από
μια δεκαετία). Αυτή η
τάση είναι πιθανό να
συνεχιστεί, λόγω της
επιθυμίας να μεταβούν
εκεί όπου η ανάπτυξη
είναι υψηλότερη και το
ρυθμιστικό περιβάλλον
λιγότερο αυστηρό, καθώς
και λόγω των επιδοτήσεων
που παρέχονται από τον
νόμο CHIPS και τον IRA
τα τελευταία χρόνια. Η
προοπτική των δασμών
απλώς αυξάνει αυτή τη
δυναμική.
Σε κάθε
περίπτωση, οι ευρωπαϊκές
μετοχές δεν είναι πλέον
φθηνές, τονίζει η
Goldman. Πριν από ένα
χρόνο ο STOXX Europe
διαπραγματευόταν με 11x
P/E, αλλά ένας
συνδυασμός θετικής
απόδοσης τιμών και
μειωμένων εκτιμήσεων EPS
σημαίνει ότι το
μελλοντικό P/E είναι
τώρα 13,2x, κοντά στο
μακροπρόθεσμο μέσο όρο.
Η Ευρώπη
διαπραγματεύεται κοντά
στο μέσο όρο στις
περισσότερες μετρήσεις –
οι εξαιρέσεις είναι η
απόδοση ελεύθερων
ταμειακών ροών FCF και
το risk premium όπου οι
μετοχές παραμένεις φθηνά
(η υψηλή απόδοση FCF
είναι εν μέρει συνάρτηση
των χαμηλών επενδύσεων,
αναμφισβήτητα ένα κακό
σήμα για τη μελλοντική
ανάπτυξη).
Ωστόσο,
το βέβαιο είναι ότι οι
ευρωπαϊκές μετοχές είναι
όλο και πιο φθηνές
έναντι των
ΗΠΑ, προσθέτει η
αμερικάνικη τράπεζα. Η
Ευρώπη διαπραγματεύεται
με μεγάλο discount
έναντι των ΗΠΑ, το
μεγαλύτερο στην ιστορία
για όλους τους κλάδους.
Όμως, οι
ΗΠΑ έχουν ισχυρότερη
ανάπτυξη και καλύτερες
αποδόσεις και η Ευρώπη
φαίνεται λιγότερο φθηνή
σε σύγκριση με την
αποτίμηση σε όρους
απόδοσης ιδίων κεφαλαίων
ROE.
Η
Goldman τέλος
εξετάζει εάν θα
μπορούσαμε να δούμε μια
ανατροπή στην υποαπόδοση
της Ευρώπης. Όπως
σημειώνει, η σχετική
υποαπόδοση 6 μηνών σε
σχέση με τον S&P 500
είναι ιδιαίτερα έντονη,
υποδηλώνοντας ότι η
τιμολόγηση έχει κινηθεί
γρήγορα για να
αποτιμήσει τρωτά σημεία
της Ευρώπης.
Η
Goldman βλέπει ωστόσο
αρκετούς πιθανούς
"δρόμους" για μια
αντιστροφή:
1)
μείωση της αβεβαιότητας,
ειδικά σε σχέση με τον
πόλεμο στην Ουκρανία ή
την έκταση των δασμών
από τη νέα κυβέρνηση των
ΗΠΑ,
2)
επιτάχυνση της αύξησης
του ΑΕΠ, ιδιαίτερα με
την ανάκαμψη στην
ευρωπαϊκή μεταποίηση,
3) μια
ευρύτερη πολιτική
απάντηση,
συμπεριλαμβανομένης της
πιθανότητας μεγαλύτερης
δημοσιονομικής στήριξης
που θα προέρχεται, για
παράδειγμα, από τη
Γερμανία μετά τις
εκλογές στις αρχές του
επόμενου έτους,
4)
ανησυχία για τις
αποδόσεις τεχνολογίας
των ΗΠΑ και τη
διατηρησιμότητα των
περιθωρίων κέρδους.
Σε
γενικές γραμμές, για να
δουν οι ευρωπαϊκές
μετοχές το "φως"
απαιτείται περισσότερη
εμπιστοσύνη στην
ανάπτυξη, τονίζει η
Goldman: Τα δεδομένα
στην Ευρώπη ήταν αδύναμα
και τα στοιχεία των
ερευνών το ίδιο, αλλά
εάν αυτό αρχίσει να
αλλάζει, λόγω της πτώσης
των επιτοκίων πολιτικής
ή/και της ανάκαμψης στον
παγκόσμιο κύκλο
παραγωγής, αυτό θα
βοηθούσε να δούμε τέλος
στις υποβαθμίσεις.
Η
Goldman είναι
επιφυλακτική στο ότι το
χάσμα αποτίμησης προς
τις ΗΠΑ θα μειωθεί
σημαντικά, αλλά πιστεύει
παράλληλα ότι είναι ήδη
πολύ μεγάλο και η
ανάκαμψη της
δραστηριότητας
συγχωνεύσεων και
εξαγορών ή οτιδήποτε
παρέχει ανακούφιση από
την πλευρά της
πολιτικής, θα σήμαινε
κάποιες δυνατότητες να
μειώσει το χάσμα. Οι
ροές προς την Ευρώπη
ήταν εξαιρετικά αδύναμες
τα τελευταία χρόνια, με
το μεγαλύτερο μέρος
αυτής της αδυναμίας να
είναι συνάρτηση της
απροθυμίας των Ευρωπαίων
επενδυτών να αγοράσουν
εγχώριες
μετοχές. Οτιδήποτε
αλλάξει αυτή την αφήγηση
- πτώση των επιτοκίων,
τέλος του πολέμου στην
Ουκρανία, πτώση των
τιμών της ενέργειας - θα
ήταν υποστηρικτικό.
|