|
Παρότι
διαφοροποιείται στις
εκτιμήσεις των
επιτοκίων, ο οίκος
δηλώνει ότι επιλέγει να
«συμπορευτεί με την
αγορά», συνεχίζοντας να
ποντάρει στην περιφέρεια
έναντι του πυρήνα.
Στο
βασικό της σενάριο, η
Morgan
Stanley
προβλέπει υποχώρηση των
αποδόσεων του γερμανικού
2ετούς και 10ετούς
ομολόγου κοντά στο 1,50%
και 2,30% αντίστοιχα.
Ακολούθως, εκτιμά μια
ήπια αύξηση στο 1,60%
και 2,45% μέχρι το τέλος
του 2026, και περαιτέρω
άνοδο στο 1,80% και
2,65% έως τα τέλη του
2027.
Το 2026
αναμένεται να αποτελέσει
ακόμη μία χρονιά μείωσης
των
spreads
στην Ευρωζώνη, με τις
χώρες με χαμηλά
ελλείμματα να εμφανίζουν
καλύτερες επιδόσεις από
εκείνες με υψηλότερα
δημοσιονομικά
ελλείμματα. Παράλληλα,
επισημαίνεται ότι οι
εκλογικές αναμετρήσεις
σε ορισμένα κράτη-μέλη
το 2027 ενδέχεται να
περιορίσουν τις
προσπάθειες
δημοσιονομικής
προσαρμογής.
Σε ό,τι
αφορά τις αξιολογήσεις,
η
Morgan
Stanley
αναμένει νέες
αναβαθμίσεις για τις
χώρες της περιφέρειας
και πιθανές υποβαθμίσεις
για τον πυρήνα,
τονίζοντας ωστόσο ότι οι
οίκοι αξιολόγησης γενικά
κινούνται με χρονική
υστέρηση σε σχέση με τις
αγορές, και έτσι δεν
προκαλούν έντονες
μεταβολές στις
επενδυτικές ροές.
Επισημαίνεται επίσης ότι
ο κλάδος του
asset
management
έχει ήδη αυξήσει
σημαντικά τις
long
τοποθετήσεις στην
περιφέρεια εις βάρος του
πυρήνα τα προηγούμενα
τρίμηνα, γεγονός που
περιορίζει τα περαιτέρω
περιθώρια ενίσχυσης
αυτών των θέσεων.
Με βάση
όλα τα παραπάνω, η
long
θέση που άνοιξε η
Morgan
Stanley
στα ελληνικά ομόλογα
έναντι των γερμανικών
τον Ιούνιο παραμένει μία
από τις κορυφαίες
επιλογές της και για το
2026. Η τράπεζα είχε
τότε επισημάνει ότι οι
δημοσιονομικοί στόχοι
της Ελλάδας για το 2024
είχαν ξεπεράσει τις
προσδοκίες της αγοράς,
οδηγώντας σε αναβάθμιση
των προοπτικών της χώρας
από τους οίκους
αξιολόγησης—εξελίξεις
που, κατά την άποψή της,
δεν είχαν ακόμη
αποτυπωθεί πλήρως στις
κινήσεις των αγορών.
|