Αυτός ο
επιταχυνόμενος ρυθμός
αναμένεται να ανοίξει το
δρόμο για μια ισχυρότερη
κεφαλαιακή βάση,
εξαλείφοντας πλήρως τα
DTC έως το 2032-2034 και
φέρνοντας το μερίδιο
αυτών στο κεφάλαιο
κοινών μετοχών
κατηγορίας 1 (CET1) έως
το τέλος του έτους 2027
στο 20% για τη Eurobank
(BB+/Positive), περίπου
25% για την Alpha Bank
(BB+/Stable) και την
Εθνική Τράπεζα
(BB+/Positive), και 30%
για την Τράπεζα Πειραιώς
(BB/Positive).
Σύμφωνα
με τον οίκο, ενώ η
πλήρης απόσβεση αυτών
των DTC θα διαρκέσει
πολύ και το βάρος τους
στο κεφάλαιο των
ελληνικών τραπεζών θα
παραμείνει υψηλότερο από
αυτό των ευρωπαϊκών
ομολόγων τουλάχιστον
μέχρι το 2027, η απόφαση
αυτή είναι θετική καθώς
αποτελεί περαιτέρω
απόδειξη ότι τα
χρηματοοικονομικά προφίλ
των ελληνικών τραπεζών
συνεχίζουν να
ενισχύονται και ότι οι
τράπεζες σημειώνουν
περαιτέρω πρόοδο στην
αποκατάσταση της
φερεγγυότητάς τους.
Συγκεκριμένα, η παραγωγή
οργανικού κεφαλαίου
βελτιώθηκε σημαντικά τα
τελευταία χρόνια, με τον
S&P Να πιστεύει ότι
είναι πιθανό να
παραμείνει υγιής τα
επόμενα τρίμηνα,
υποστηρίζοντας την
ικανότητα των τραπεζών
να απορροφούν τα DTC.
Ισχυρές
οι επιδόσεις
Επιπλέον, οι ελληνικές
τράπεζες συνέχισαν να
καταγράφουν ισχυρές
λειτουργικές επιδόσεις
ακόμη και στα
αποτελέσματα του τρίτου
τριμήνου, επωφελούμενες
από τα περιορισμένα beta
καταθέσεων και τις
προσπάθειες να
διατηρήσουν τα περιθώρια
κέρδους τους παρά την
πτώση των επιτοκίων.
Οι καλές
τάσεις στην ποιότητα του
ενεργητικού συνέβαλαν
επίσης θετικά, με τους
δείκτες μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων να
κυμαίνονται από 2,9% έως
4,6% και το οργανικό
κόστος κινδύνου να
κινείται στις 70 μονάδες
βάσης ή χαμηλότερα για
το 2024.
Ο οίκος
αναμένει ότι η
λειτουργική κερδοφορία
θα παραμείνει ανθεκτική
το 2024 και το 2025
καθώς ο δανεισμός
αυξάνεται έως και 5%-6%
ετησίως λόγω των
επιχειρήσεων. Τα έσοδα
από αμοιβές ενισχύονται
και το κόστος προς τα
έσοδα παραμένει μεταξύ
των καλύτερων στην
κατηγορία στην Ευρώπη,
σε περίπου 37% κατά μέσο
όρο μέχρι το τέλος του
2025.
Ως εκ
τούτου, αναμένει ότι οι
ελληνικές τράπεζες θα
δημιουργήσουν πρόσθετα
κεφαλαιακά αποθέματα
ασφαλείας, παρά την
αύξηση της διανομής
μερισμάτων στους
μετόχους. Τα σταθερά
κέρδη των ελληνικών
τραπεζών τους παρέχουν
μεγαλύτερη οικονομική
ευελιξία, η οποία
υποστηρίζει τις
αξιολογήσεις και
στηρίζει τη θετική στάση
για τον κλάδο.
Τέλος, ο
S&P καταλήγει ότι οι
θετικές προοπτικές για
τη Eurobank, την Εθνική
και την Πειραιώς
αντικατοπτρίζουν τις
βελτιώσεις στην ποιότητα
και την κερδοφορία των
περιουσιακών στοιχείων,
σε συνδυασμό με ειδικές
εκτιμήσεις για τις
τράπεζες, όπως η βιώσιμη
βελτίωση της
επιχειρηματικής θέσης
για τη Eurobank και την
Εθνική και τη βελτίωση
της κεφαλαιακής θέσης
για την Πειραιώς.
|