|
Ο οίκος
αναγνωρίζει ότι οι
κίνδυνοι συνδέονται
κυρίως με τον χαρακτήρα
του επιχειρηματικού
μοντέλου — τη μεγάλη
έκθεση σε ΜμΕ, μια
ενδεχόμενη κάμψη του
οικονομικού κύκλου, την
αυξημένη
ανταγωνιστικότητα σε
χορηγήσεις και
καταθέσεις, τη συνέχιση
της υποχώρησης των
επιτοκίων και κυρίως την
πιθανότητα αυστηρότερων
κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Το
κεντρικό συμπέρασμα της
έκθεσης είναι πως η
Optima
συγκαταλέγεται μεταξύ
των ελάχιστων τραπεζών
στην περιοχή που
εμφανίζουν πραγματικά
υψηλούς ρυθμούς
ανάπτυξης. Η
Wood
εκτιμά ότι το
χαρτοφυλάκιο δανείων θα
αυξάνεται με μέσο ετήσιο
ρυθμό (CAGR)
19,4% την περίοδο
2025-2028, με ετήσιες
ενισχύσεις κοντά στο 1
δισ. ευρώ. Στις
καταθέσεις προβλέπεται
αντίστοιχη επίδοση, με
ροές περίπου 1,25 δισ.
ευρώ ανά έτος, υπό την
προϋπόθεση ότι τα
επιτόκια θα παραμείνουν
σε σχετικά σταθερά
επίπεδα και η ζήτηση για
χρηματοδότηση θα
συνεχίσει να αυξάνεται.
Παρότι η
καθαρή επιτοκιακή
διαφορά αναμένεται να
περιοριστεί σταδιακά
προς το 3%, αυτό δεν
αναιρεί τη βασική
εικόνα: οι πολύ υψηλοί
ρυθμοί επέκτασης του
ισολογισμού ενισχύουν τα
καθαρά έσοδα από τόκους
με
CAGR
17,4%, οδηγώντας
συνολικά τα έσοδα σε
«υψηλό διψήφιο» ρυθμό
αύξησης, όπως σημειώνουν
οι αναλυτές. Η
Optima
εξακολουθεί να αποτελεί
τραπεζικό σχήμα που
επιτυγχάνει αποτελέσματα
μέσω όγκου και
ταχύτητας,
διαφοροποιούμενο πλήρως
από μεγαλύτερες αλλά πιο
ώριμες τράπεζες.
Όσον
αφορά το λειτουργικό
κόστος, η τράπεζα
διατηρεί το επενδυτικό
της πλάνο σε ανθρώπινο
δυναμικό και δίκτυο
καταστημάτων. Η
Wood
ενσωματώνει στο μοντέλο
της ετήσια αύξηση
προσωπικού και αμοιβών
σε μεσο-μονοψήφιο
ποσοστό, καθώς και το
άνοιγμα περίπου ενός
νέου καταστήματος ανά
έτος. Παρά το γεγονός
ότι οι δαπάνες
προβλέπεται να
αυξάνονται με
CAGR
12,5%, η ακόμη ταχύτερη
άνοδος των εσόδων
επιτρέπει συνεχή
βελτίωση του δείκτη
κόστους προς έσοδα κατά
περίπου 150 μονάδες
βάσης στην περίοδο
προβλέψεων.
Η
Wood
δίνει ιδιαίτερη έμφαση
στη διατηρήσιμη
κερδοφορία: η απόδοση
ιδίων κεφαλαίων
αναμένεται να παραμείνει
άνω του 20% την περίοδο
2025-2028 — επίπεδο στο
οποίο ελάχιστες
ευρωπαϊκές τράπεζες
μπορούν να προσεγγίσουν,
πόσο μάλλον να
διατηρήσουν. Παρά τις
αυξημένες επενδύσεις και
την έντονη ανάπτυξη, ο
οίκος θεωρεί ότι η
κεφαλαιακή θέση της
τράπεζας παραμένει
άνετη. Η
προγραμματισμένη έκδοση
AT1
ύψους 75 εκατ. ευρώ το
2027, η οποία έχει
συμπεριληφθεί στις
προβλέψεις, λειτουργεί
ως πρόσθετο «μαξιλάρι»
για τη διατήρηση του
ρυθμού ανάπτυξης,
επιτρέποντας παράλληλα
διανομή μερίσματος
περίπου 30% των κερδών.
|